.8.

338 13 0
                                    

«Ο Αντρέι?» Λέει ο Κοσμάς μόλις μπει στον όντα της χωρίς καν να χαιρετήσει.


«Ο Αντρέι τι;» Ρωτάει η Θεοφανώ.


«Δεν έχουμε νέα του, από το πρωί.» Ο άντρας κομπιάζει. «Είπα μήπως εσύ ήξερες που πήγε ή αν γύρισε.» Με το ζόρι βγαίνουν οι λέξεις. Κάπως έτσι ξεκίνησε ο εφιάλτης της.


Λίγο αργότερα μαθαίνει ότι γύρισε. Αλλά αυτό της λένε μόνο. Και μετά εμφανίζεται ο Φρίξος με τον Κοσμά να της κάνουν παρέα υποτίθεται.


Μια, δυο, τρεις ώρες περνάνε. Και η Θεοφανώ έχει μια μόνιμη φαγούρα στο σημείο της καρδιάς, το δέρμα ήδη ροζ να κοκκινίζει όλο και παραπάνω με κάθε νέα νύχια.


«Πρέπει να με πας σε αυτόν.» Απαιτεί ξανά αλλά μόνο στον Φρίξο αυτήν την φορά. Ο Κοσμάς τους είχε αφήσει μόνους τους.


«Σου είπε ότι θα πας ειδοποιήσει ο Κανέλλος όταν μπορεί να γίνει αυτό. Δεν γίνεται να εμφανιστούμε...» προσπαθεί να της εξηγήσει.


«ΓΙΝΕΤΑΙ. Κάτι δεν πάει καλά και το νιώθω σε όλο μου το σώμα Φρίξο. Προσπαθείς να με προστατεύσεις από κάτι και το ξέρω. Αλλά δεν υπάρχει προστασία από αυτό.» Παρακαλάει αλλά ο φίλος της δεν λυγίζει. Όταν όμως κλείνει για λίγο τα μάτια του και καταλήγει να κοιμηθεί η Θεοφανώ το σκάει. Δεν μπαίνει στον κόπο να πάει στον όντα του, δεν είναι εκεί και το ξέρει.



Αντίθετα τα βήματα της την οδηγούν στο δωμάτιο που είχαν και τον Τζανέτο με τον Μανώλη όταν...


Η μισάνοιχτη πόρτα κάνει την καρδιά της να χάσει χτύπους. Δεν ακούει τίποτα όταν πλησιάζει αλλά τα κεριά είναι αναμμένα, σκιές κινούνται στον χώρο. Ανοίγει την πόρτα παραπάνω και μπαίνει μέσα χωρίς να το σκεφτεί. Σε ούτε είκοσι μέτρα το βλέπει. Τον βλέπει. Ξαπλωμένο με μάτια κλειστά πάνω στην πλάκα. Σκεπασμένο από την μέση και κάτω με μια πληγή να χάσκει ανοιχτεί στο ίδιο μέρος που το δέρμα της έχει αρχίσει ήδη να ματώνει από την φαγούρα.


«Όχι.» Είναι το μόνο που λέει. Όλα τα υπόλοιπα μετά είναι μια θολούρα στο μυαλό της. Δεν καταλαβαίνει πως φτάνει δίπλα του, τα χέρια της πάνω στην πληγή να σταματήσουν το αίμα που δεν έτρεχε πια. Χέρια, μάλλον του Μπακού, να την αγκαλιάζουν από τους ώμους, να την κρατάνε ενώ σπαράζει πάνω στο στήθος του. Όλα ήταν ακίνητα και ταυτόχρονα όλα κινούνταν τόσο γρήγορα που ζαλίζονταν. Σε κάποια στιγμή νομίζει ότι ούρλιαξε αλλά δεν είναι σίγουρη. Και σε κάποια άλλη λιποθύμησε στα χέρια οποίου την κρατούσε γιατί όταν ξύπνησε ήταν στο δωμάτιο της.


Πως ΘΑ μπορούσε να είναιWhere stories live. Discover now