.1.

610 14 0
                                    

Τις τελευταίες ημέρες δεν μπορούσε να κοιμηθεί καλά. Ξύπναγε αχάραγα και όχι γιατί έπρεπε με αποτέλεσμα να έχει τελειώσει όλες τις δουλειές και τα θελήματα της Τσαντούλας πριν καν ξυπνήσουν οι υπόλοιποι. Κυριολεκτικά κουτσουλούσε, ξεχνούσε πράγματα και μερικές φορές σχεδόν έκαψε το μεσημεριανό των αφεντάδων που υποτίθεται πρόσεχε (και ας μην το παραδέχτηκε σε κανέναν).


«Δεν μου λες εσύ, τι έχεις τελευταία;» Την ρωτάει ο Φρίξος ενώ σχεδόν την πήρε ο ύπνος πάνω στα σπαθιά που ήθελαν ακόνισμα. «Μην μου πεις ότι ξεκίνησες πάλι τα βοτάνια;» Ρωτάει τρομοκρατημένος βλέποντας ότι η Θεοφανώ δεν απαντάει.


«Μην λες βλακείες. Δεν τα ξανακάνω αυτά.» Λέει αυστηρά. «Είναι που...» ξεκινάει αλλά για κάποιον λόγο δεν ξέρει πως να του το πει.


«Που τι; Λέγε μην με τρομάζεις.» Απαιτεί ο φίλος της. «Ο Μάρκος.» Δεν την ρωτάει, το δηλώνει.


«Όχι ούτε αυτός.» Του απαντάει.


«Αχ θα με σκάσει αυτή.» Μουρμουρίζει στον εαυτό του. «Ή που θα με σκάσει ή που θα κοπώ με τα σπαθιά...»


«Καλά άκου. Είναι ένα επαναλαμβανόμενο όνειρο.» Του λέει επιτέλους.


«Όνειρο ή όραμα;» Είναι φυσικά η επόμενη ερώτηση του.


«Να ήξερα να σου πω. Κάθε βράδυ βλέπω το ίδιο πράγμα. Έναν στρατιώτη κάπου σίγουρα μακριά από εδώ να πολεμάει. Και εγώ βρίσκομαι στην μέση της μάχης. Ανάθεμα αν ξέρω πως βρέθηκα και τι κάνω εκεί. Κάποια στιγμή ένας άλλος στρατιώτης πάνω σε άλογο έρχεται προς το μέρος μου με την σπάθα του έτοιμη να με κόψει στα δυο. Και πάντα σε αυτό το σημείο ξυπνάω.» Του λέει αφήνοντας τον σκεπτικό. «Άσε που δεν μπορώ να θυμηθώ και καμία άλλη λεπτομέρεια να με βοηθήσει.»


Το επόμενο πρωί όμως όλα είναι αλλιώς. Βγαίνει τρέχοντας από την κάμαρη της και πάει να βρει τον φίλο της.


«Δεν θα το πιστέψεις!» Του λέει όταν τον βρίσκει στο σιδηρουργείο.


«Ο Μάρκος;» Ρωτάει.


«Βρε κόλλημα με τον Μάρκο, όχι. Έμαθα το όνομα του.» Την κοιτάει παράξενα.


«Στο όνειρο!» Λέει ενθουσιασμένη. «Είδα την συνέχεια. Έρχεται που λες ο άλλος στρατιώτης προς το μέρος μου και κλείνω τα μάτια μου ενστικτωδώς και εκεί που λέω ότι πέθανα, ανοίγω τα μάτια και βλέπω τον ξένο να με κοιτάει παραξενεμένος. Αλλά μετά μου προσφέρει το χέρι του και με ανεβάζει στο άλογο και φεύγουμε.»


«Τι αυτό ήταν;» Ρωτάει ο Φρίξος.


«Τι περίμενες ας πούμε. Όνειρο είναι.» Λέει αμυνόμενη.


«Να μου πεις ας πούμε γιατί ήσουν εκεί? Ή ας πούμε, λέω εγώ τώρα... που είναι αυτό το εκεί? Τα όνειρα δεν επαναλαμβάνονται καλή μου και το ξέρεις. Άσε που να σου πω και κάτι...» ακούει τον φίλο της που της μιλάει αλλά τα μάτια της είναι προς την πόρτα και πιο συγκεκριμένα σε αυτόν που πέρασε μόλις το κατώφλι της.


«Φρίξο!» Ουρλιάζει ψιθυριστά ενώ το χέρι της γραπώνει το δικό του σαν μέγγενη. «Πρόσεξε παιδί μου θα κοπείς!» της λέει και απομακρύνει το μαχαίρι από το σημείο που βρίσκονταν.


«Ο ξένος.» Του λέει χωρίς να δίνει σημασία στην προειδοποίηση του.


«Αυτός είναι που βλέπεις...;» Ρωτάει και η Θεοφανώ κουνάει το κεφάλι της θετικά. Και μετά γουρλώνει τα μάτια γιατί τους πλησιάζει.


«Καλημέρα σας. Ψάχνω τον καπετάνιο του πύργου, μήπως ξέρετε που μπορώ να τον βρω;» Ρωτάει με ευγενική φωνή.


«Καλύτερα να ρωτήσετε...» Ξεκινάει να λέει ο Φρίξος με την Θεοφανώ να τον αγριοκοιτάζει.


«Από εδώ. Περάστε.» Του λέει η Θεοφανώ προσπαθώντας να δείχνει φυσιολογική. Και τότε τα χέρια τους έχουν την πιο αμυδρή επαφή και ένα όνομα αστράφτει στο μυαλό της.

Πως ΘΑ μπορούσε να είναιΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα