Χρυσάφι

Par DDemiDoa

1.9K 121 5

Στην καρδιά της οθωμανικής αυτοκρατορίας ο Γέρακας και η καρδιά λαβώνονται από αγάπη. Plus

Πόλη
Ους ο έρωτας συνεζευξεν
Μυστικό
Ιστορία
Μιας ώρας
Λάσκαρη
Βασιλική
Κανέλλος
Αντρέι
Φύλακας άγγελος
Μάτια
Θεοφανώ Λάσκαρη
Κλειστά
Πληγή
Γεράκια
Κύμα&Αμμος

Το τέλος είναι η αρχή

118 6 2
Par DDemiDoa

Η Γκιονουλ άνοιξε και δέκα ένστολοι μπήκαν στο σπίτι

"Τι έκανα?"

"Κατηγορείστε για κατασκοπία υπέρ του Τσάρου"

"Αφήστε τον!"

"Κυρία μου,καθίστε με το παιδί σας και αφήστε μας.Ο σύζυγος σας μπορεί να πρόδωσε την πατρίδα σας.Για το καλό σας ελπίζω να μη γνωρίζετε τίποτα"

Η Θεοφανώ δε μίλησε

"Ψάξτε"

Οι στρατιώτες εψαξαν μα δε βρήκαν τίποτα

"Κύρια Λάσκαρη, εσείς είστε θρεμα της ένδοξης οθωμανικής αυτοκρατορίας. Θελω να πιστεύω πως ο σύζυγος σας δε σας έχει ανακατέψει σε πράξεις που θα έβλαπταν την πατρίδα σας"

Η Θεοφανώ ύψωσε το βλέμμα της και πέρασε το χέρι της πίσω από την πλάτη της

"Όχι,μα μήτε ο σύζυγος μου πρόδωσε την πατρίδα μου.Για χατίρι μου ήρθε στη Κωνσταντινούπολη"

Ο Αντρέι που στεκόταν πίσω της γλίστρησε τα δάχτυλα του στα δικά της, κλειδώνοντας τα

"Για εσάς δεν έχω αμφιβολία,για τον άντρα σας όμως υπάρχουν μαρτυρίες"

"Από ποιον?"

"Παρτε τον"

Ο Αντρέι γύρισε και την κοίταξε πριν τον τραβήξουν έξω

"Αφήστε τον!"

Οι στρατιώτες τον είχαν περικυκλώσει και τον πήγαιναν σπρώχνοντας και τραβώντας τον.
Η Θεοφανώ έτρεχε ξιπολητη κλαίγοντας στο χωμάτινο σοκάκι για να τους προλάβει

"Γύρνα πίσω, Θεοφανώ!Ο Τζανέτος σε χρειάζεται,όχι εγώ"

Τότε σταμάτησε.Ειχε αφήσει το γιό της μόνο.Σα σίφουνας έτρεξε ξανά πίσω μα πριν φτάσει είδε μια μορφή να παραφυλα στη γωνία του σπιτιού της και αφού σιγουρευτεί πως ήταν μόνος να στρίβει τη γωνία.Η Θεοφανώς αναγνώρισε αμέσως τη μανιάτικη φορεσιά.

"Εε"

Ο άντρας μόλις την αντιλήφθηκε άρχισε να τρέχει.Η Θεοφανώ ήταν έτοιμη να τον κυνηγήσει μα θυμήθηκε το γιό της και έτσι έτρεξε σπίτι.Για καλή της τύχη ο Τζανέτος κοιμόταν ήρεμος.Τοτε πήγε και κλείδωσε την εξώπορτα και ύστερα έκρυψε στα ρουχαλακια του γιού την και τον τύλιξε με την κουβέρτα του.

Αμεσως πήρε το μωρό και πήγε εκεί που έμενε εκείνος ο φίλος του Αντρέι. Χτυπησε την πόρτα μας δεν πήρε απόκριση

"Σωστά έφευγε"

"Τι θέλετε?"

Η Θεοφανώ γύρισε απότομα και κοίταξε τρομαγμένη τον άντρα

"Τι γυρεύετε σπίτι μου?Έπαθε τίποτα ο Αντρέι?"

"Κύριε Διογένη...ο Αντρέι,τον συνέλαβαν"

"Τι?"

"Για κατασκοπίας υπέρ του Τσάρου..θα τον εκτελέσουν,έτσι δεν είναι?"

Ρώτησε η Θεοφανώ

"Με τι αποδείξεις?"

"Δεν έχουν, μονάχα η συναναστροφή με το γιό σας μα αυτό δεν αποτελεί στοιχείο"

"Θα μάθω,εσύ πήγαινε σπίτι"

"Κύριε Διογένη είναι και κάτι άλλο"

"Τι?"

"Στη γωνία του σπιτιού μου είδα έναν με μανιάτικα"

"Και?"

"Δε θέλει πολύ σκέψη..."

"Αμφιβάλλω"

"Εγώ όχι, γιατί σήμερα είδα τον αδελφό μου και πιστέψτε με η στάση του απέναντι στον Αντρει δεν έχει αλλάξει"

"Τόσο πολύ ώστε να προδώσει στους Τούρκους?"

Η Θεοφανώ δεν απάντησε

"Θα δω τι μπορώ να κάνω "

~~~~

Τρεις μέρες πέρασαν και ούτε ένα νέο. Τουρκοι στρατιώτες πηγαινοέρχοταν διακριτικά και είχαν φροντίσει να φέρουν και μια γυναίκα που ήταν συνεχώς μαζί της.
Φυλακισμένη στο ίδιο της το σπίτι.

Την τέταρτη ο αξιωματικός διέταξε να φύγουν,δεν είχαν βρει τίποτα στο σπίτι, μήτε την είχε πλησιάσει κανείς.

Ο Αντρέι όμως παρέμενε στο κελί και περνούσε κάθε μέρα από νέα βασανιστήρια

"Θα τον εκτελέσουν"

Είπε ο Διογένης

"Είναι σίγουρο?"

"Απλά ελπίζουν να πάει κάποιος ή να έρθει σε σένα"

"Δηλαδή να τον ξεγράψω?"

"Θεοφανώ,σαν πατέρας ένα έχω να σε συμβουλεύω.Φυγε,φύγε μακριά,πάρε το γιό σας και πηγαίνετε στη Ρωσία,στο γιο μου μέχρι να ρθω και εγώ"

"Πότε θα φύγετε?"

Ρώτησε η Θεοφανώ

"Σε δύο ημέρες"

Δύο μέρες είχε να σκεφτεί.Προσπαθουσε να διαχειριστεί την κατάσταση.Ο Αντρέι ήταν χαμένος,ήταν άτυπα χήρα,μόνη με το γιό τους,που έπρεπε να προστατεύσει

"Κοιμήσου μες τον κόρφο μου....πανοργιε αητέ μου.Του Ταιγετου την κορφή,την πιο αψηλη..να διαφεντεύεις,γιε μου"

Του Ταϋγέτου την κορυφή που μήτε ο  γιός της,μήτε ο Αντρέι θα αντίκριζε.Ο Σπήλιος,εκείνος τον είχε καταδώσει ή ένας από τους άντρες του.Τοτε η Θεοφανώ αμέσως μάζεψε τα ρούχα του παιδιού και βγαίνοντας από την μυστική πόρτα πήγε στο σπίτι του Διογένη

"Τι συμβαίνει?"

"Σου εμπιστεύομαι τη ζωή του γιού μου, Διογένη"

"Θεοφανώ,σύνελθε,τι θα κάνεις?"

"Θα πάω στη Μάνη"

"Τι λες κορίτσι μου παλαβωσες?"

"Δε γίνεται να χαίρονται εκείνοι και όχι εγώ,δε θα γίνει.Προδωσαν για να τιμωρήσουν τον Αντρέι.Εαν δε τον κατεδιδαν θα ήμασταν ήδη στην Οδησσό.Θα φεύγαμε την επόμενη μα δε προλάβαμε"

Η Θεοφανώ φίλησε το μέτωπο του γιού της πριν τον παραδώσει στην αγκαλιά του Διογένη

"Φύλαξε τον,θα έρθω να τον πάρω"

"Πρόσεχε κορίτσι μου"

"Εσείς φροντιστε τον Τζανέτο"

Η Θεοφανώ με βαριά καρδιά έφυγε.Είχε αφήσει το σπλάχνο της σε ασφαλή χέρια και κινούσε για τον βέβαιο θάνατο.

"Κάνε να γυρίσω ζωντανή και να παραμείνεις κι εκείνος"

Η Θεοφανώ πήρε το ψαλίδι και άρχισε να κουρεύει τα μακριά μαλλιά της.Τα έφτασε λίγο πάνω από το στήθος της. Επειτα τα έκαψε στο τζάκι.Ανοιξε το κουτί με τα χρυσαφικά της και πήρε μια χόυφτα και το μαχαίρι της.Αφου μαυροντύθηκε και φόρεσε στα μαλλιά μια μαύρη μαντήλα και κίνησε για το λιμάνι.Εκεί την σταμάτησαν να εν τέλει την άφησαν να επιβιβαστεί.

Το ταξίδι ήταν μεγάλο.Η ανοιχτή θάλασσα,η μεγάλη της αγάπη συντρόφευε σε εκείνο που λογιαζε για στερνό ταξίδι.Θα λέγε κανείς πως κάθε Γερακάρης γεννιέται ερωτευμένος με τη θάλασσα.Τα νερά ήταν τόσο ήσυχα,σε κάτι βράχια απάντησε κάτι φώκιες πριν εκείνες χαθούν στο πέλαγος.Η σκέψη της αμέσως έτρεξε σε εκείνον,το ασημί του πελάγου της,μα αμέσως συνήλθε,δε θα έκλαιγε.

Η Μάνη ήταν πια κοντά και εκείνη είχε γίνει πάλι 15,12 χρόνια διαγραφεί και εκείνη ήταν πάλι πλάι στον αδελφό της

"Αδελφέ αυτή είναι η Μάνη?"

"Ναι,αυτή σε όλο της το μεγαλείο.Το πιο όμορφο κομμάτι της γης,λεύτερο και περήφανο"

"Λες να με δεχτούν?"

"Λέω καπετανισσα μου,λέω"

"Όχι,δε με δέχτηκαν, μήτε τώρα θα με δεχτούν"

Κι όμως στην καρδιά της φουρφούριζε μια κρυφή χαρά που αντίκριζε ξανά εκείνον τον τόπο μα και μια απύθμενη λύπη για τον τρόπο που τους έδιωξε και τους δύο τόσο άδικα.

Με το που κατέβηκε δύο λιμάνι η Θεοφανώ ρώτησε έναν ντόπιο

"Πως μπορώ να πάω στον πύργο των Γερακαρηδων?"

"Τι θες να κάνεις εκεί του λόγου σου?"

"Δε σε αφορά"

"Για την κηδεία του Γερακάρη θα ρθε"

Πετάχτηκε ένας άλλος

"Ποιος πέθανε?"

Ρώτησε αναστατωμένη

"Ο Σπήλιος Γερακάρης προψες"

~~~~

Ο άντρας την συνόδευσε ως τους τάφους φλτων Γερακαρηδων

"Να εκεί"

"Να σαι καλά"

"Ο πύργος -"

"Δε χρειάζεται πια"

"Τι γυρευες και έκαμες τέτοιο ταξίδι?"

"Τον ίδιο"

"Που τον ήξερες?"

Η Θεοφανώ δαγκωθηκε

"Από τα ταξίδια του"

"Σου έταξε δουλειά μήπως?"

Η Θεοφανώ ήταν έτοιμη να αρνηθεί όταν εγνευσε θετικά

"Ναι,μα τώρα που το σκέφτομαι ίσως να ναι πιο χρήσιμη στους Λασκαραιους.
Ξέρετε πουθε πέφτει ο πύργος τους?"

Continuer la Lecture

Vous Aimerez Aussi

464K 25.6K 64
«Με ποιο δικαίωμα το έκανες αυτό, δεν σου είμαι τίποτα», φώναξα δυνατά για να μπει στον ανύπαρκτο εγκέφαλο του. «Κάνεις λάθος, είσαι δικιά μου. Μου α...
783 63 7
Ο Αντρέι γυρίζει στην Οδησσό χρόνια μετά... *(όχι τόσο καλογραμμένο, απλά μια ιδέα που είχα στο μυαλό μου)
107K 5.8K 74
《Τι είναι αυτά ;;》τον ρώτησα με θυμό και έδειξα τις πιπιλιές που έχει στον λαιμό του. 《Με απάτησες;;》τον ρώτησα με ένταση στην φωνή μου Με κοίταξε μ...
1M 54.1K 91
"Μπ-μπορείς να με αφήσεις;" τραυλιζω "Μα μωρό μου, και οι δύο ξέρουμε πως δεν θες να σε αφήσω"λέει και ενώνει τα χείλη μας. Απόσπασμα από Part 40 __ ...