Ευγενία

Od angry_bird24

66.3K 1.6K 851

Ένα παιδί χωρίς γονείς. Δύο γονείς χωρίς παιδί. Πόσο μετράει η αγάπη; Πόσο δύναμη έχει; Πόσα εμπόδια μπορεί ν... Více

ΕΠΕΤΕΙΟΣ
ΓΝΩΡΙΜΙΑ
ΜΠΟΥΜΠΗΣ
ΔΥΟ ΔΩΡΑ
ΛΑΜΠΡΗ
ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΣ
ΑΡΝΗΣΗ
ΑΠΟΓΝΩΣΗ
ΕΛΠΙΔΑ
ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
ΤΡΕΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΔΥΟ ΜΗΝΕΣ ΜΕΤΑ
ΔΥΣΦΟΡΙΑ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
ΓΕΝΕΘΛΙΑ
ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ
ΓΕΝΝΗΣΗ
Ο ΝΟΝΟΣ
ΕΝΩΣΗ
ΤΟ ΘΑΥΜΑ
Η ΑΛΗΘΕΙΑ
ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΑΚΙ
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΜΥΣΤΙΚΟ
Ο ΚΑΒΓΑΣ
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΟΥΚΑ ΣΕΒΑΣΤΟΥ
Ο ΚΩΣΤΑΣ
ΘΥΜΟΣ
Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ
ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ
ΕΥΤΥΧΙΑ
Η ΩΡΑ Η ΚΑΛΗ
Η ΝΥΦΗ
ΟΙ ΣΥΜΜΑΘΗΤΕΣ - part 1
ΟΙ ΣΥΜΜΑΘΗΤΕΣ - part 2
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ
Η ΑΠΟΒΟΛΗ
ΟΙ ΔΙΑΚΟΠΕΣ
Η ΜΑΜΑ ΜΟΥ - part 1
Η ΜΑΜΑ ΜΟΥ-part 2
ΥΙΟΘΕΤΗΜΕΝΗ
ΝΥΧΤΑ ΓΑΜΟΥ (extra bonus)
Η ΘΕΙΑ (extra bonus)
Η ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΡΙΑ (extra bonus)
H AΛΛΗ ΓΥΝΑΙΚΑ (extra bonus)
Ο ΖΑΧΟΣ (extra bonus)
ΟΙ ΑΡΡΑΒΩΝΕΣ (extra bonus)
ΤΟ ΦΙΛΙ (extra bonus)
ΤΟ ΠΑΡΤΥ (extra bonus)
ΤΑ ΚΑΚΑ ΠΑΙΔΙΑ (extra bonus)
ΤΟ ΤΡΑΥΜΑ (extra bonus)
Ο ΠΑΠΠΟΥΣ (extra bonus)
Η ΠΡΟΤΑΣΗ (extra bonus)
Ο ΓΙΟΣ (extra bonus)
Η ΑΔΕΛΦΗ ΜΟΥ (extra bonus)
ΔΕΣΠΩ (extra bonus)
ΤΟ ΛΑΘΟΣ (extra bonus)
ΤΑ ΠΑΚΕΤΑ (extra bonus)
ΤΡΕΙΣ ΕΡΩΤΕΣ (extra bonus)
ΕΛΕΝΗ-part 2 (Αφήγηση)
ΛΑΔΙ ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ (extra bonus)
ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ «ΕΥΓΕΝΙΑ»
ΟΛΑ ΣΤΟ ΦΩΣ (extra bonus)

ΕΛΕΝΗ-part 1 (Αφήγηση)

382 17 0
Od angry_bird24


Τη μέρα που παντρεύτηκα το Λάμπρο, τη γιορτάζουμε κάθε χρόνο ευλαβικά κι η κόρη μου, η μεσαία (η μεγαλύτερη γλωσσοκοπάνα του Θεσσαλικού κάμπου), την αποκαλεί κοροιδευτικά <<εθνική εορτή>>. Η αλήθεια είναι πως είναι μία μέρα πολλή σημαντική για μένα (και για τον πατέρα της αλλά εκείνος δεν μετράει γιατί όλα τα κάνει σωστά, κι άμα θέλει να ρίξει βεγγαλικά και βαρελότα, λες και αναστήθηκε ο κύριος, σωστό θα το βρει!), για δύο κυρίως λόγους: πρώτον γιατί παντρευτήκα επιτέλους τον άνθρωπο που αγαπούσα από παιδί και που δεύτερος δεν υπήρχε σε ολόκληρο τον ντουνιά. Τι να κάνουμε; Αυτή είναι η αλήθεια. Γνώρισα κι άλλους, και ομορφάντρες, και προκομμένους, και στα μάτια με κοιτούσαν αλλά τσάμπα κόπος. Αν μου έλεγαν <<Πρόσεχε Λενιώ, θα με χάσεις. Με ζητάει κι άλλη>>, εγώ θα τους έλεγα με τις ευχές μου, στο γάμο τους κουμπάρα και θα τους έκανα δώρο κι όλας να έχουν να με θυμούνται, καμία φοντανιέρα επάργυρη. Ο δεύτερος λόγος, ήταν πως εκείνη τη μέρα, έγινα μάνα και έχω να το λέω, πως για πρώτη φορά στη ζωή μου, ζήτησα κάτι από το Θεό, κι εκείνος με άκουσε, με λυπήθηκε κομμάτι μάλλον και μου το έδωσε. Με κόπο και ίδρωτα μεν, αλλά μου το  έδωσε.

Στην πρώτη επέτειο του γάμου μου, λοιπόν, ξύπνησα και χαμογέλασα πλατιά. Δεν είχα πει στο Λάμπρο τίποτα, γιατί μου βγήκε η θηλυκιά από μέσα μου, και σκέφτηκα <<Κάτσε να τον τσεκάρω το λεβέντη, αν θα το θυμηθεί>>. Τον κοίταξα με λατρεία πρωτού τον ξυπνήσω. Η αλήθεια είναι, πως στον ένα χρόνο του γάμου μας, ήρθαν πολλές πίκρες (με μεγαλύτερη την απώλεια, του καλού μου, του Μιλτιάδη), όμως τίποτα δεν μπόρεσε να επισκιάσει την ευτυχία μας. Ο άντρας μου, που τον είχα επιλέξει από τότε που έμαθα να γράφω το όνομα μου, ήταν ο τέλειος σύντροφος. Και ξέρω πως μερικοί (μερικές συγκεκριμένα) με περνάνε για αφελή και λένε τάχα μου πως ξέχασα όλα τα λάθη που έκανε ο προκομμένος. Δεν τα ξέχασα, απλά τα συγχώρεσα. Δεν είχε κι όλας κανένα νόημα να μην το κάνω. Τέλο πάντων, για να μην φεύγουμε από το θέμα, τη θυμήθηκε την επέτειο το πουλάκι μου. Είχε κλείσει και τραπέζι σε ένα από αυτά τα εστιατόρια που πάει ο καλός ο κόσμος (και που εγώ εννοείται δεν έχω ξαναπάει ποτέ) για να βγούμε ρομαντικά τα δυο μας. Ήθελε να πάρω και φουστάνι ειδικό για την περίσταση αλλά, εντάξει, είπαμε να τη γιορτάσουμε την επέτειο αλλά μην το παρακάνουμε. Βέβαια μεταξύ μας, μετά που πήγε στο σχολείο κι εγώ έκανα μια βόλτα στο χωριό, οι αδελφές μου και η Βιολέτα (με την οποία είχα ένα θάρρος παραπάνω πάντα, να λέω και τα λίγο πιο προσωπικά) με φάγανε να πάω να πάρω τίποτα πονηρά εσώρουχα για να ολοκληρωθεί η βραδιά όπως της έπρεπε κι εγώ, παρότι τις κατσάδιασα που μου λένε τέτοια πράγματα, κι είμαι σοβαρή κυρία δασκάλου και δεν κάνω τέτοια, κατέβηκα στη Λάρισα και πήγα δειλά σε ένα μαγαζί (γιατί όντως ντρέπομαι λίγο να ζητάω τέτοια πράγματα-όχι να τα φοράω, εκεί μου περνάει). Ε ντύθηκα, φτιάχτηκα, έβαλα ένα καλό φόρεμα, έβαλα και το καινούργιο το νεγκλιζέ από μέσα και πήγαμε να γιορτάσουμε το γάμο μας. Μάπα το φαγητό, εγώ μαγειρεύω πολύ καλύτερα αλλά δε βαριέσαι... Γυρίσαμε σπίτι, ε τον άφησα να ξεκουμπώσει εκείνος το φουστάνι (να πάρει τη χαρά, μη του το δώσω στο πιάτο το τσίτι) και εκεί μπορείς να πεις ότι ξεκίνησαν και επίσημα οι εορτασμοί της επετείου διότι ο Λάμπρος μου, είναι που είναι ερωτιάρης, είδε και τη δαντέλα τη μαύρη και απόγινε το πράγμα. Γενικότερα, δεν είχαμε και ποτέ σοβαρό πρόβλημα με αυτό το κομμάτι του γάμου μας, και η απόδειξη είναι πως πάνω σε ένα τέτοιο μεγάλο πάθος, εγώ θα μείνω έγκυος για δεύτερη φορά στα 41, αλλά θα σας τα πω αναλυτικά παρακάτω. Πού είχα μείνει; Α ναι. Ε γίνονται τα ακατανόμαστα, γίνονται και μία δεύτερη φορά να τα εμπεδώσουμε και μετά πέσαμε για ύπνο. Ξύπνησα όμως εγώ μες τη νύχτα, κι όπως τον είδα έτσι πλάι μου, να κοιμάται μακαρίως, πεντάμορφος και ήρεμος, άρχισα πάλι τις προσευχές για να μας δώσει ο Θεός επιτέλους ένα παιδί. Το χορτάσαμε που το χορτάσαμε το πάθος, όπως τη πρώτη βραδιά του γάμου μας (που σιγά την πρώτη βραδιά δηλάδη, λες και μέχρι την προηγούμενη το φύλαγα φυλακτό), ας ερχόταν κι ένα παιδάκι στη ζωή μας. Καλοί άνθρωποι είμαστε, γιατί να μην φέρουμε στον κόσμο ένα πλάσμα, να πάρει από το περίσσευμα της αγάπης μας δηλαδή; Κι αφού με έπιασαν τα κλάματα, γιατί ένα χρόνο παντρεμένη, δεν είδαμε χαίρη και προκοπή (παρότι από προσπάθεια άλλο τίποτα...), ξανάπεσα για ύπνο. Και το πρωί που ξύπνησα, έγινε το θαύμα.

Η Ευγενία Σταμούλη, του Νικολάου και της Ευτέρπης, γεννήθηκε το 1962, δύο χρόνια μετά έχασε τους γονείς της και δύο χρόνια μετέπειτα τη γιαγιά της που ήταν κι ο μοναδικός συγγενής της. Μεγάλη τύχη το κοριτσάκι μου, όπως κι η μάνα που της έλαχε σε αυτή τη ζωή. Το πήραν το ορφανό να το μεταφέρουν σε ίδρυμα στη Λάρισα κι επειδή φοβήθηκε η δόλια, το έσκασε και κρύφτηκε στην αποθήκη του σπιτιού μου. Βγήκα κι εγώ το πρωί, να πάρω κάτι βάζα με τουρσιά και να τη μπροστά μου, να με κοιτάζει με κάτι μάτια γαλάζια, φτυστά με της μακαρίτισσας της μάνας μου και της μικρής μου αδελφής. Και όπως γνωρίζεις τον λεγάμενο και σου έρχεται ο ουρανός στο κεφάλι, έτσι ερωτεύτηκα κι εγω την κόρη μου με την πρώτη ματιά και δέθηκαν οι καρδιές μας, κι έγιναν φιόγκος και σε όλη την υπόλοιπη ζωή μου, θα έχουμε μια λατρεία η μία για την άλλη που όμοια της δεν υπάρχει. Και θα το κρύβουμε κι οι δύο, εγώ γιατί θα έχω  κι άλλα δύο παιδιά και δεν θα είναι σωστό να τα ξεχωρίζω κι εκείνη για να μην κακοκαρδίσει τον πατέρα της που τον λατρεύει σα Θεό, μα άλλο πράγμα η μάνα... Την παίρνω λοιπόν στο σπίτι, της κάνω να φάει μια ομελέτα πλούσια με πατατούλες, την πλένω και πως περάσαν 7 ώρες δεν ξέρω, μα ο Λάμπρος γύρισε και μόλις με είδε με το παιδί, έπαθε ένα σοκ. Αφενώς γιατί ακόμα την έψαχνε όλο το χωριό, κι εγώ η αναίσθητη αντί να ενημερώσω, καθόμουν και έπλεκα τα μαλλιά της κοτσιδάκια (τα οποία ποτέ μου δεν θα μάθω να κάνω ωραία και θα μου το χτυπάει μια ζωή πως <<η θεία η Ασημίνα, τα κάνει καλύτερα>>) και αφετέρου γιατί του είχα πει πως θα πάω στα χωράφια, εγώ εννοείται δεν πάτησα (για χωράφια είμαστε τώρα;) κι εκείνος μόλις το άκουσε από το Φανούρη, ανέβασε πίεση, με το φόβο πως κάτι έπαθα. Κι αντί να του πω <<Έχεις δίκιο αγάπη μου, ξεχάστηκα, πάμε το παιδί στη χωροφυλακή>>, πέφτω στα πόδια του σχεδόν, να πείσει τον Προύσαλη (του κερατά, φίλος είναι!), να την κρατήσω μια μέρα μαζί μας. Και σε αυτό το σημείο, θα σας πω, πως ο άντρας μου, στη ζωή του, ελάχιστες φορές θα μου χαλάσει το χατίρι κι αυτές που θα το κάνει, θα το κάνει μόνο για να με προστατεύσει. Επίσης στο ίδιο σημείο, δράττομαι της ευκαιρίας να σας πω, πως αυτό του το προσόν, στο μέλλον θα το πληρώσουμε πάρα πολύ ακριβά, διότι δεν το περιόρισε μόνο στη γυναίκα της ζωής του αλλά και στα παιδιά μας, τα οποία θα κακομάθει σε βαθμό αηδίας κι εγώ θα πρέπει να κάνω την κακιά για να κρατήσω τα μπόσικα. Αυτά όμως στο μέλλον. Τέλος πάντων, πείθει τον διοικητή να την κρατήσουμε ένα βράδυ και την παραλαμβάνει πουρνό-πουρνό ο Φαναριώτης, να τη στείλει πακέτο στο ίδρυμα. Και μένει μαζί μας το παιδάκι, και της διαβάζει ο Λάμπρος ένα παραμύθι που είχε αφήσει ο Σέργιος για να κοιμηθεί, και κλαίω εγώ με μαύρο δάκρυ γιατί έτσι τον είχα φανταστεί με την κόρη μας, που (κοίτα σύμπτωση δηλαδή!) έχει και το όνομα της μάνας του. Και την άλλη μέρα, έρχεται ο Άγγελος με δύο χωροφύλακες από τη Λάρισα (Χριστός και Παναγία δηλαδή, τι ήταν το παιδί; Βαρυποινίτης κατάδικος;) για να την πάρουν. Με βάζει η άτιμη να της υποσχεθώ πως θα πάω να τη δω στη Λάρισα κι εγώ δέχομαι. Την αγκαλιάζω, τη φιλάω, της δίνω και τις ευχές μου, φιλάω και τον άντρα μου για να πάει στο σχολείο και μόλις μένω μόνη μου, πατάω κάτι κλάματα, που όμοια τους δεν έχω ξαναζήσει γιατί μου πήραν το παιδί που το ήξερα μια μέρα αλλά τι να κάνουμε που εγώ το αγάπησα; Κι έτσι ξεκίνησε η ιστορία μας με την Ευγενία, που θα κρατήσει μια ζωή ολόκληρη και θα κλείσει ότι πληγές είχα από το παρελθόν μου.

Όπως σας είπα, της έταξα πως θα πάω στο ίδρυμα να τη δω. Ωραία το πα, ωραία το σκέφτηκα, όμως έπρεπε να το κάνω; Το πιο πιθανό θα ήταν, το παιδάκι να παίζει ολημερίς με τα υπόλοιπα κοριτσάκια στο ορφανοτροφείο κι εγώ να το αναστατώσω άδικα. Κι είμαι δυο μέρες και με τρώνε οι σκέψεις για το τι πρέπει να κάνω. Καλά, εννοείται τον άντρα μου, δεν τολμάω καν να τον ρωτήσω γιατί θα μου αρχίσει τα <<Εγώ ξέρω Ελένη, είμαι δάσκαλος>> και θα με εκνεύρισει ακόμα περισσότερο. Αυτός είναι δάσκαλος και τον καμαρώνω, και τον λατρεύουν όλα τα παιδάκια στο χωριό, όμως εγώ είμαι μάνα (λέμε τώρα) κι αν ένα πράγμα μου αναπτύχθηκε τότε με την Ευγενία και μου έμεινε και στα άλλα μου παιδιά, είναι το ένστικο. Κι εμένα το ένστικτο μου, μου έλεγε ότι το παιδί με ζητούσε! Λέω εκεί χάμο μια δικαιολογία στο Λάμπρο, παίρνω το λεωφορείο και κατεβαίνω στη Λάρισα. Μπαίνω σε ένα μαγαζί με παιχνιδάκια, της αγοράζω κι έναν αρκούδο να της κρατά συντροφιά (ποιος να μου το έλεγε εκείνη την ημέρα, ότι 20 χρόνια μετά, θα πλένω τον αρκούδο γιατί <<Θα πετάξω το Μπούμπη μωρέ μαμά; Μα χωρατά κάνεις; Πλύντον εκεί χάμο, δε παθαίνει τίποτα>>, μέχρι που την πάντρεψα και τον έπλενε μοναχιά της) και φτάνω στο ορφανοτροφείο θηλέων Λαρίσσης. Και με το που ανοίγει η πόρτα, τρέχει το παιδί μου και πέφτει στην αγκαλιά μου, λες και με περίμενε στο παράθυρο να έρθω να τη δω. Το αστείο είναι πως όντως με περίμενε, δίοτι όπως σας είπα, η μάνα ΞΕΡΕΙ κι όπως μπαίνω μέσα, κι αρχίζει το διαόλι να τσιροκοπάει <<ΗΡΘΕΣ ΛΕΝΙΩ ΜΟΥ! ΗΡΘΕΣ>>, με πλησιάζει μία γυναίκα, με ύφος <<Εσύ είσαι η Λενιώ, που μας έχει πάρει τα αυτιά τούτη δω;>> και μου προτείνει αφού τελειώσουμε τις αγκαλιές και της αγάπες με την Ευγενία (ποτέ δηλαδή, είναι λες και περιμένεις να να φυτρώσουν βουνά στον κάμπο), να πάω στο γραφείο της, να πιούμε έναν καφέ. Και τούτη η μαντάμ με το αυστηρό ταγέρ (φτυστή η Τζάκι Κένεντι) και τα πτυχία να κρέμονται στον τοίχο της, θα γίνει η τρίτη μου αδελφή στα επόμενα χρόνια που έρχονται, θα την στεφανώσω με τον δικηγόρο μου κι όποτε έχω ανάγκη για συμβουλες σε ότι αφορά τα παιδιά μου, θα τρέχω σε εκείνη γιατί η Ειρήνη Καψάλη πάντα ξέρει το σωστό.

Μεγάλη χαρά πήρε το στεφάνι μου, που του είπα πως πήγα να δω την Ευγενία μας και πως η Ευγενία ζητάει να δει κι εκείνον. Αρχίσαμε τις νουθετήσεις, και τα <<Δεν πρέπει Ελένη να ξεσηκώνεται το παιδί>> όμως όπως σας είπα, δεν μου χαλάει χατίρι, οπότε αρχίσαμε τις επισκέψεις, ήθελε/δεν ήθελε. Κι εδώ έρχεται στη ζωή μου, το κεφάλαιο Ειρήνη Καψάλη. Γιατί μας έβλεπε η Ρήνα που ήμασταν με την Ευγενία, ένα σώμα μια ψυχή, της είχα πει κι εγώ πως προσπαθούμε για παιδί αλλά δεν (χωρίς φυσικά πολλές λεπτομέρειες) και σου λέει εδώ είμαστε! Βρέθηκε η σωστή η οικογένεια, να τους δώσω το παιδί, να πάνε στην ευχή του Θεού, να περνάνε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Και πίεση στην πίεση, δεν ξέρω τι με έπιασε και κάθομαι και της τα λέω όλα. Τι εννοώ όλα; ΟΛΑ! Ωραίο το Ελένη Σεβαστού, σύζυγος δασκάλου, καλό και Άγιο αλλά περισσότερο γνωστή στον κάμπο είμαι με το Ελένη Σταμίρη, η φόνισσα που σκότωσε τον άντρα της την πρώτη τους νύχτα. Της τα λέω όλα χαρτί και καλαμάρι και πέφτω στα πόδια της να μη μου στερήσει το παιδί γιατί θα πεθάνω. Κι αυτή τι κάνει; Με πετάει έξω; Μου απαγορεύει την είσοδο; ΟΧΙ! Και για αυτό εγώ, όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα τη στηρίζω πάντα στο έργο της μέσα στο ίδρυμα, κι όταν θα φτιάξουν και τα οικονομικά μου, θα τρέχω σε κάθε τους ανάγκη να βοηθάω όπως μπορώ. Μου λέει λοιπόν πως με ξέρει, όχι επειδή έστειλα τον άντρα μου να κάνει παρέα με τον Άγιο Πέτρο αλλά επειδή έστειλα ένα κάθαρμα στη φυλακή, να σαπίζει και στο τέλος να κόψει το λαιμό του και να ξεβρωμίσει τον τόπο από την παρουσία του. Και τότε κατάλαβε η Ειρήνη γιατί δεν μπορώ να κάνω παιδιά, κι αντί να με στείλει από κει που ήρθα, μου δίνει το παιδί για να περάσουμε μαζί το Πάσχα. Κι άντε πάλι ο Λάμπρος, να κάνει το χατίρι στη γυναίκα του, αφού και πάλι διαφωνεί με αυτό.

Κι έρχεται η Ευγενία για να περάσουμε μαζί το Πάσχα. Εβδομάδα των Παθών όλη η Ελλάδα, Ανάσταση κάθε μέρα για μένα. Απ' όλες τις Πασχαλιές που θα κάνουμε μαζί με την κόρη μου, αυτή θα είναι η αγαπημένη μου για μια ζωή. Χαιρόταν με κάθε τι καινούργιο, η ψυχή μου. Φτιάξαμε κουλουράκια, τσουρέκια, πηγαίναμε στην εκκλησία, στόλισε τον Επιτάφιο με τα άλλα παιδάκια, κυνηγούσε τις κότες στην αυλή, έπαιζε με τον Ασπρούλη, τον πήγαιναν βόλτα με το Λάμπρο και κάθε βράδυ, της διάβαζε και ένα άλλο παραμυθάκι πριν κοιμηθεί. Είχε μεγάλη αγάπη για τα βιβλία η Ευγενία μου, σαν τον πατέρα της. Μέχρι τη Μεγάλη Παρασκευή, που αφότου τέλειωσε ο Επιτάφιος, κάτσαμε στην πλατεία του χωριού, για να παίξει και λίγο η μικρή με τα άλλα παιδάκια κι επειδή μας πήρε το βράδυ, της λέω <<Ευγενία δεν έχει παραμύθι, πάμε να σε βάλω για ύπνο>>. Τι το θελα; Λίγο πριν πλαγιάσει, μου πετάει ένα <<Σ' αγαπάω πολύ μανούλα μου>> και ένιωσα σα να μου έμπηξαν μαχαίρι στην καρδιά και το έστριψαν κι όλας, για να πονέσει ακόμα περισσότερο. Βγήκα τρέμοντας από το δωμάτιο και κλείστηκα στην αγκαλιά του Λάμπρου, που με παρεξήγησε κι όλας ο πονηρός και νόμιζε πως ήθελα τα ακατανόμαστα Μεγάλη Παρασκευή, γιατί δεν είχα ήδη πολλές αμαρτίες και ήθελα να με κάψει κι άλλο ο Θεός. Τέλος πάντων, δεν του λέω τίποτα, δεν το ξανάπε κι όλας το παιδί, κάνουμε Πάσχα, ψήνουμε και το αρνί που έφερε ο Κωνσταντής και ξημερώνει η Δευτέρα του Πάσχα κι εκεί που ετοιμάζομαι να της φτιάξω το γαλατάκι της και τη φετούλα της, με μαρμελάδα φράουλα που τη λατρεύει, έρχεται ο άντρας μου και μου ρίχνει ένα (μεταφορικά πάντα!) χαστούκι που χίλιες φορές να ήταν αληθινό, παρά αυτό που μου είπε: το παιδί αύριο θα γυρίσει στο ίδρυμα και πρέπει να το προετοιμάσουμε. <<Γιατί να φύγει, ε; Δικό μου είναι το παιδί. Για τράβα ρώτα το αν θέλει>> σκεφτόμουν μέσα μου, μα δεν τολμούσα να μιλήσω γιατί θα πίστευε ότι χάζεψα και είμαι για τρελοκομείο. Και της το λέμε της μικρής, και αν είχα μία δύσκολη στιγμή με την Ευγενία σε όλη μου τη ζωή, ήταν εκείνη η μέρα. Πάντα ήξερα τι να κάνω με τα παιδιά μου και πως να διαχειριστώ τις δύσκολες καταστάσεις. Κι αν εγώ θύμωνα, κι άρχιζαν τα <<Το μαλλί θα σου βγάλω, γλωσσοκοπάνα>> (κυρίως στη μεσαία γινόντουσαν αυτά) ήξερε ο πατέρας τους, που τις έπαιρνε με το καλό και τις τούμπαρε πιο εύκολα γιατί του είχαν κι αδυναμία. Τότε όμως δεν ήξερα τι να κάνω. Γέμισαν τα γαλάζια ματάκια της δάκρυα και μου λέει <<Μανούλα μη με δίωξεις>>. Κι αρχίζω να τρέμω εγώ, και να τρέχει και το δικό μου το δάκρυ κορόμηλο και ο Λάμπρος να παριστάνει τη γυναίκα του Λωτ που μας μάθαιναν στο σχολείο και να μη ξέρει ποια να πρωτομαζέψει. Κλείνεται στην κάμαρη η Ευγενία κι αρχίζει η κατήχηση γιατί να με λέει μαμά. Ο Λάμπρος τώρα, που πέντε λεπτά αργότερα πήγε μέσα, τον ρωτάει η Ευγενία <<Να σε λέω μπαμπά;>> και τσάμπα η γκρίνια του σε μένα, της απάντησε αμέσως <<Λέγε με όπως θες>> και τέλος. Με τούτα και με κείνα, το γυρνάμε πίσω το παιδί στο ίδρυμα, φεύγει τρέχοντας κλαμμένη εκείνη, φεύγω κι εγώ, και μένει ο άντρας μου με τη Ρήνα να τσακώνονται για το ποιος φταίει για αυτή την κατάσταση. Και αποφασίζουν πως πρέπει να απομακρυνθούμε λίγο από τη μικρή μέχρι να ξαναεπανέλθει. Συμφωνώ κι εγώ μαζί τους, γιατί πραγματικά δεν ξέρω τι άλλο να κάνω. Όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια, γελάε ο Θεός και μας πρόλαβαν τα γεγονόταν πριν απομακρυνθούμε.

Δυο φορές έχω πέσει στη ζωή μου, σε μαρασμό: μία όταν έφυγε ο Λάμπρος μου για την Αθήνα κι ο πατέρας μου ωρυόταν ολημερίς πως <<Όσο και να κλαις, στο Σεβαστό δε σε δίνω!>> (κούνια που τον κούναγε...) και μία όταν άφησα το κοριτσάκι μου στο ίδρυμα μετά από εκείνο το Πάσχα. Με απλά λόγια, στην αρχή κοιμόμουν ώρες ατελείωτες, χωρίς να τρώω και μετά αποφάσισα πως έτσι δουλειά δε γίνεται, και έπιασα την τσάπα στο χωράφι, λες και δεν είχαμε εργάτες που τους μοσχοπληρώναμε. Μόλις πήγαινε να πει κουβέντα ο άντρας μου, του έριχνα παγωμένες ματιές λες κι αυτός έφταιγε που μας πήραν την Ευγενία. Ηλίθια Ελένη, ηλίθια! Και τη δεύτερη μέρα που το παιδί έχει φύγει από το σπίτι μας, μεσημεράκι μόλις είχε κατέβει το φαί, χτυπάει η πόρτα και μπαίνει μέσα ο Κωνσταντής. Κι εδώ θα πρέπει να κάνω μια παρένθεση για να σας εξηγήσω λίγο το κεφάλαιο Κωνσταντής στη ζωή μας.

Ο Κωνσταντής στο μυαλό μου, μέχρι που γύρισα από τη φυλακή κι εκείνος ερωτεύτηκε την αδελφή μου, ήταν τα ίδια σκατά με τον αδελφό του, το Σέργιο. Βέβαια η αλήθεια είναι πως άλλον άνθρωπο άφησα, άλλο βρήκα. Τη μέρα που παντρεύτηκε ο Άγγελος με τη Σοφούλα, και πήγαμε όλοι στο γάμο σα βρεγμένες γάτες γιατί ακόμα όλο το χωριό έκλαιγε τον πεθερό μου και την Ανέτ, το βράδυ πέρασε ο Κωνσταντής να ευχηθεί κι έκατσε στο πλάι μου, να πιούμε ένα τσίπουρο στην υγεία των νεόνυμφων. Το ένα τσίπουρο έγινε δύο και τα δύο τέσσερα και να μη σας τα πολυλογώ, με βάρεσε λιγάκι το πιοτί (τόσο λιγάκι που το πρωί που ξύπνησα, κατάλαβα ότι με το δάσκαλο, την είχαμε γλεντήσει τη βραδιά μας, κι εκείνος να μου λέει πως ούτε τη νύχτα του γάμου μας δεν είχε νιώσει έτσι κι εγώ να του απαντάω πως εγώ νιώθω έτσι κάθε βραδιά μαζί του, αλλά στην πραγματικότητα δεν θυμόμουν ΤΙΠΟΤΑ) και πάνω στις κουβέντες μας, μου λέει <<Σταμίρη, εγώ την οικογένεια θα την ξαναστήσω από την αρχή. Είμαστε οι Σεβαστοί μωρέ! Ο πατέρας μου τα έκανε σα τα μούτρα του, μα εγώ θα μας αναστήσω και θα έχουμε ο ένας τον άλλον σαν μια γροθιά>>. Καλά, φυσικά και δεν έδωσα σημασία, έλα όμως που το εννοούσε!  Κι ο άνθρωπος αυτός που κάποτε ήρθε με τη βενζίνα να μου κάνει το σπίτι παρανάλωμα, αποφάσισε ότι έπρεπε να γίνουμε συγγενείς. Και να σου τα τραπέζια, και να σου να ψήνει στην μικρή την αυλή που είχε το σπίτι που νοίκιαζαν με το Νικηφόρο, και να σου να μας κουβαλιέται αν ακουγόταν ότι είχαμε κάποια ανάγκη, και να Χριστούγεννα μαζί, και εμείς να σταυροκοπιόμαστε γιατί πιστεύαμε πως μπήκε μέσα του ο εξ-από δω. Βέβαια, περνάγαμε ωραία, και μαζευόταν η οικογένεια που ποτέ δεν είχαμε ούτε εγώ, ούτε ο Λάμπρος, χαιρόταν κι ο μικρός μας ο Σέργιος, οπότε τι να πεις; Ο Κωνσταντής λοιπόν, θα την ξαναστήσει την οικογένεια και οι κόρες μου θα τον λατρέψουν σα δεύτερο πατέρα τους, κι εγώ του τις φορτώνω όταν δεν προλαβαίνω, λέγοντας του μες το ύφος <<Τι δουλειές έχεις Κωνσταντή και βιάζεσαι; Το μισό κάμπο έχεις στη δούλεψη σου. Κράτα τώρα τα παιδιά>> και μια Κυριακή του Φεβρουαρίου του 1972, ο Σεβαστός ο <<τα ίδια σκατά με το Σέργιο>>, θα σώσει εμένα και την αγέννητη κόρη μου κι ύστερα θα της βάλει το λάδι, αφού πρώτα πει στο Λάμπρο την αλήθεια που κουβαλάει μέσα του 14 χρόνια. Μα αργούν αυτά.

Έρχεται λοιπόν ο Κωνσταντής και μας λέει <<Ωραία κάθεστε και τρώτε, μα το παιδί είναι άρρωστο και μήτε τρώει, μήτε την κάνουνε καλά>>. Καλές οι αποστάσεις, καλές κι οι θεωρίες κύριε Λάμπρο, μα εμένα με καβάλησε ο διάολος κι ή θα με κατέβαζε στη Λάρισα ή θα καβαλούσα τον Ασπρούλη και θα έφτανα στο ορφανοτροφείο σαν τους ινδιάνους στις ταινίες τις καουμπόικες. Πάμε εκεί, με βλέπει το παιδί, αρχίζει τα <<μαμά μου, μαμά μου>> και αφού τη βάζω να φάει (γιατί εμένα τα κορίτσια μου στο φαί με τρέμουν, ο πατέρας τους τις χαϊδεύει και βγάζουν ιδιοτροπίες!), αποφασίζουμε όλοι πως πρέπει να ηρεμήσουμε και να δεχτούμε την κατάσταση όπως είναι. Εγώ κι η Ευγενία δηλαδή, που ήμασταν να μας κλαίνε οι ρέγγες. Και φεύγουμε από το ίδρυμα, κι αρχίζει να βρέχει παπάδες, και κάνω ένα ξέσπασμα εγώ στο Λάμπρο που τον αδίκησα τον έρμο, και να σου οι συγνώμες κι εκείνος να μου λέει <<Δεν πειράζει Λενιώ μου>> και μέσα στον κατακλυσμό και την ένταση, τον καβαλάω κι όλας το δόλιο που είχε μείνει άφωνος από την εκδηλωτικότητα μου και αν μας έβλεπε κανείς, θα πίστευε πως είμαστε τίποτις παράνομοι εραστές που παίρνονται στις κούρσες και τα δασάκια γιατί στο σπίτι έχουν τα στεφάνια τους. Ηρέμησα πάντως και πήγαινα και έβλεπα το πουλάκι μου, χαιρόταν αυτή, χαιρόμουν κι εγώ μέχρι που μου σκάει η Ειρήνη την πρόταση: να κάνουμε μία προσπάθεια, να πάρω το παιδί. Τι ήταν και το είπε; Εγώ δεν θα κάνω προσπάθεια; Εγώ; Εγώ Ρήνα μου, διέλυσα ολόκληρη τη βιομηχανική ζώνη της Θεσσαλίας, έστειλα ένα κάθαρμα στο τάφο, κι ένα δεύτερο στη φυλακή. Ξέρεις σε ποια μιλάς; Σε παρακαλώ τώρα. Λέγε τι πρέπει να κάνουμε, κι άσε τις προτάσεις. Τώρα θα μιλήσουν τα έργα.

Ο Κωνσταντής λοιπόν, ο <<τα ίδια σκατά με το Σέργιο>>, πήγε, τη βρήκε και της είπε <<Πες μου τι μπορεί να γίνει κι εγώ θα βρω τη λύση. Νόμιμη ή παράνομη>>. Γιατί είναι και Σεβαστός, και ο Δούκας έτσι τα έμαθε τα παιδιά του. Οι λύσεις είναι ή νόμιμες ή παράνομες αλλά είναι λύσεις. Και να σας πω κάτι; Κι εγώ Σεβαστού κατέντησα, οπότε γιατί όχι; Κι ενώ η Ειρήνη στην αρχή έκανε σα τη χήρα στο κρεβάτι (όχι, μη λες τέτοια πράγματα, ντρέπομαι!) μετά το φιλοσόφησε και σου λέει <<ο σκοπός αγιάζει τα μέσα>>. Κι έτσι θα μπούμε όλοι μαζί σε μία τρέλα, γεμάτη εκθέσεις, χαρτούρα, και πάρα (μα πάρα πολύ!) άγχος. Ο Λάμπρος φυσικά θα διαφωνήσει στην αρχή, γιατί σου λέει <<Ντάξει, εγώ σε βλέπω άγγελο επί γης, αυτοί όμως σε βλέπουν δολοφόνα και σιγά μη σου δώσουν το παιδί>> αλλά όπως είπαμε, χατίρι δε μου χαλάει και μετά από ένα καβγά, θα με βάλει αν του ορκιστώ πως ακόμα κι αν δεν πάει τίποτα καλά, εγώ θα το αντέξω και δεν θα έχουμε θρήνους στο σπίτι. Από το Μάιο μέχρι το Σεπτέμβρη, θα ζούμε σε μία τρέλα. Μάζευε χαρτιά, μίλα με την πρόνοια, ψάξε να βρεις βύσματα για να εγκρίνονται οι αιτήσεις και να προχωράνε οι κοινωνικές έρευνες, φέρνε κάθε τρεις και λίγο το Σαράφη... Αυτό το τελευταίο δεν ήταν κακό, γιατί προέκυψε ειδύλλιο με τη Ρήνα και κανά οκτάμηνο αργότερα γίναμε και κουμπάροι, με την Ευγενία παρανυφάκι, να ζητάει κομμώτρια να τη χτενίσει για το γάμο γιατί μας βγήκε λουσού η τσούπρα. Τέλος πάντων, μας ξαναέδωσε κι όλας το παιδί για καλοκαίρι, η Καψάλη, μα τότε εγώ είχα το άγχος της υιοθεσίας, οπότε δεν μπορώ να πω ότι έπεσα στα πατώματα όταν τη γυρίσαμε πίσω. Έκλαψα λίγο παραδοσιακά, μα με έτρωγε τόσο πολύ το άλλο ζήτημα, που πέρασε στα ψιλά γράμματα. Κι έτσι τέλειωσε το καλοκαίρι κι ήρθε η ώρα ο Λάμπρος να ξαναγυρίσει στο σχολείο.

Άσχετο, αλλά στα μέσα του καλοκαιριού, η Βιολέτα αποφάσισε πως η κούρσα που είχε αγοράσει δυο χρόνια πριν, της ήταν άχρηστη (βασικά τη χρησιμοποιούσαμε εμείς για τις δουλειές μας) και πρότεινε στο Λάμπρο να την αγοράσει. Είχαμε κάτι λεφτουδάκια στην άκρη, από αυτά που του είχε αφήσει η Ανέτ, λέμε γιατί όχι;  <<Όμως θα μάθεις κι εσύ να την οδηγείς>> μου ξεκαθάρισε ο αυστηρός ο σύζυγος. Τώρα, τα πιάσαμε τα λεφτά μας. Εγώ να οδηγήσω κούρσα; Φέρε μου το άλογο του Μέγα-Αλέξανδρου που υπακούσε μόνο τον ίδιο, να στο φέρω βόλτα σε πέντε λεπτά αλλά τιμόνι δεν πιάνω. Πίεση στη πίεση, με βάζει μέσα, και ξεκιναώ να οδηγώ. Τι ήταν να με βάλει; Αυτό ήταν το δύσκολο; Κι από κει που δεν τα συμπαθούσα τα αυτοκίνητα, δεν τον άφηνα να οδηγεί εκείνος. Χρόνια μετά, κάπου 8.5 μηνών έγκυος στην τελευταία την τσούπρα, θα με δει να μπαίνω στην αυλή σα τη Βουγιουκλάκη στη Σωφερίνα, με τα δύο παιδιά στο πίσω κάθισμα, θα μου απαγορεύσει να οδηγώ μέχρι να γεννήσω, εγώ στην αρχή θα του φωνάζω <<ΓΙΑΤΙ ΤΙ ΘΑ ΠΑΘΩ, Ε: ΘΑ ΓΕΝΝΗΣΩ ΠΑΝΩ ΣΤΑ ΠΕΤΑΛΙΑ;;>> κι αφού θα του ανεβάσω το αίμα στο κεφάλι, θα αρχίσω τα <<Σταμάτα πια Λάμπρο, κλωτσάει το παιδί συνέχεια! Ταράζεται με την ένταση>> ενώ στην πραγματικότητα ούτε που είχε κουνηθεί (λες κι είχε στήσει αυτί να καταλάβει γιατί πλακωνόμασταν, η άτιμη!) και τότε θα επέλθει η ηρεμία στο σπιτικό μας. Μέχρι να γεννήσω όμως, δεν οδήγησα ξανά.

Ωραία περάσαμε το καλοκαίρι (χωράφια, χαρτούρα και πήγαινε/έλα στη Λάρισα) αλλά ήρθε η ώρα ο δάσκαλος να γυρίσει στο φυσικό του περιβάλλον. Είχα φτιάξει και κάτι κεράσματα με κερασάκια για τα παιδιά και τους γονείς, σαν σωστή σύζυγος να τους πάω (τα επόμενα χρόνια θα έχω να μεγαλώνω τα παιδιά του, δεν θα προλαβαίνω τέτοιες τυπικότητες). Ξυπνήσαμε το πρωί στις γλύκες μας (<<Δεν θα είμαστε όλη μέρα μαζί, θα μου λείπεις, θα σου λείπω>> και άλλα τέτοια ωραία που η μεσαία μου η κόρη θα σχολίαζε σίγουρα λέγοντας πως τότε ήμασταν πιο ευτυχισμένοι, διότι δεν είχαμε παιδιά να μας ενοχλούν στις αγάπες μας), είχε και όρεξη ο Λάμπρος (πρωτότυπο..), οπότε μπορούσες να πεις πως ξεκίνησε καλά η μέρα. Πήγαμε στο σχολείο να υποδεχτούμε τα παιδάκια (καθυστερημένοι γιατί οι ορέξεις τρώνε χρόνο) και εγώ τα παρατηρούσα και χαμογελούσα ευγενικά, αλλά μέσα μου είχα πιάσει πάλι τις προσευχές και έλεγα <<Κάνε Θέε μου, του χρόνου να φέρω το κορίτσι μου, να του ράψουμε τη σχολική του ποδιά, να της αγοράσω και ένα ζευγάρι καλά παπουτσάκια, να της κοτσάρω και μία άσπρη κορδέλα στα μαλλιά, να μοιάζει με νεράιδα, έτσι πανέμορφη που είναι>> και αφού τελείωσε ο αγιασμός και έβγαλε το λόγο του ο δάσκαλος (κι εκεί καμάρωνα και έριχνα ματιές σε κάτι ξενομερίτισες μανάδες που τον κοιτάζαν σαν ξερολούκουμο, με ύφος <<Φάτε μάτια ψάρια, εμένα κανόνιζε πριν δυο ώρες>>-ντροπή μου, το ξέρω!), πήγαμε όλοι μαζί για καφεδάκι στης Βιολέτας, πριν αριβάρουμε για το ίδρυμα να δούμε το κορίτσι μας που μας περίμενε. Κι εκεί που έπινα ήσυχη τον καφέ μου και άκουγα τις παιδαγωγικές μεθόδους του Λάμπρου και το πόσο κατά ήταν στη χρήση βίας στο σχολείο, χτύπησε το τηλέφωνο και η Ειρήνη Καψάλη μας ζήτησε να πάμε από εκεί γιατί μας ήθελε κάτι. Και τότε κοίταξα τη φωτογραφία του πεθερού μου στον τοίχο, λες κι ήταν ο Άγιος Γέωργιος που σκότωσε το δράκο και είπα μέσα μου <<Αρκετά σκατά μας τα κάνατε εσύ και ο πατέρας μου, βάλτε το χέρι σας να πάρω το παιδί τώρα, μπα και εξιλεωθείτε που δεν με αφήσατε να γεννοβολάω τα παιδιά του Σεβαστού από τα 18>>. Και φύγαμε για το ίδρυμα.

Ευγενία Σεβαστού, του Λάμπρου και της Ελένης. Το λες και γεμίζει το στόμα σου. Έμαθε και να το γράφει το πουλάκι μου (το Ευγενία Σεβαστού, όχι ολόκληρο!) πριν πάει σχολείο και καμάρωνε η μάνα, η κουκουβάγια. Πάμε που λέτε στο ίδρυμα, μας περνάει ένα καψόνι η Ρήνα η μουλωχτή γιατί μας άφησε να την περιμένουμε στο γραφείο της κανά δεκάλεπτο (αιώνας μου φάνηκε!) σα τη νύφη στην εκκλησία κι ύστερα έρχεται με την Ευγενία ανά χείρας και μας λέει τα καθέκαστα. Ντάξει, τι να σας πω και τι να σας περιγράψω; Εγώ να τρέμω ολόκληρη και να κλαίω με λυγμούς. Ο Λάμπρος να έχει πάθει σοκ γιατί, μεταξύ μας, δεν το περίμενε. To παιδί μου να ρωτάει <<Γιατί κλαίει η μανούλα;>> κι η Ρήνα να μου δίνει νερά για να συνέλθω από την είδηση. Δηλαδή που να μου λέγανε ότι δεν έγινε αποδεκτή η αίτηση υιοθεσίας και κάτσε Ελένη να τη βλέπεις όποτε κατεβαίνεις στη Λάρισα. Φεύγει η Ειρήνη να μας αφήσει μόνους μας, να κλαίμε χωρίς την παρουσία της και προσπαθώ εγώ να εξηγήσω στην Ευγενία ότι θυμάσαι που ήθελες να σε υιοθετήσουμε; Έκανες την τύχη σου, σε υιοθετήσαμε! Στην αρχή δεν καταλάβαινε το πουλάκι μου (ούτε πέντε δεν ήταν, τι να καταλάβει), μα μετά της τα είπαμε αναλυτικά και έπεσε στην αγκαλιά μου κι άρχισε να με σφίγγει κι εγώ να λιώνω ολόκληρη σαν το κεράκι της Λαμπρής. Αφού ηρεμούμε, υπογράφουμε κάτι χαρτιά, μαζεύουμε και 2-3 πραγματάκια της μικρής (τα οποία εγώ εννοείται ότι πέταξα λίγο καιρό μετά, γιατί δεν ήταν αυτά τα κουρέλια, ρούχα για να φοράει η πριγκίπισσα μας. Είπαμε δεν μας περισσεύουν άλλα όχι να ντύνω με τσίτια το παιδί!) και πήγαμε στο σπίτι μας, με τις κοτούλες και την κούνια στη λεύκα της αυλής, και στο δωμάτιο της με τα παιχνιδάκια που της παίρναμε κατά καιρούς κι εκείνη φοβόταν να τα πάρει στο ίδρυμα για να μη της τα χαλάσουν τα άλλα παιδάκια. Κι εκείνο το βράδυ, αφού κοιμήθηκε η Ευγενία μου, κοιμήθηκε κι ο Λάμπρος που γύρισε από το καφενείο διότι κέρναγε τσίπουρα για την κόρη τη μονάκριβη, εγώ σηκώθηκα από το κρεβάτι, πήγα στις λεύκες, γονάτισα κι άρχισα τις ευχαριστίες σε όλους τους Αγίους που είχα παρακαλέσει αυτούς τους μήνες, και στους δικούς μου Αγίους δηλαδή τους αγαπημένους μας που είχαμε χάσει κι αυτοί μας φύλαξαν και πήραμε το παιδί: στον πατέρα μου, τον πεθερό μου, το Γιάννο μας που ήδη μια φορά έγινε θυσία, τη μάνα μου αλλά και την συγχωρεμένη τη μάνα του Λάμπρου, που θα έδινα το όνομα της στο πρώτο μου κορίτσι και τελικά, κοίτα σύμπτωση, το πήρε! Και τότε είπα στην Παναγιά πως δεν θα της ξαναζητήσω να μείνω έγκυος γιατί ήδη μου έκανε ένα καλό. Αν θέλει να μου δώσει και δεύτερο παιδί, μακάρι να έρθει, μα εγώ δεν θα την ξαναενοχλήσω γιατί έκανε το θαύμα της. Και αφού ηρέμησα από τα άγχη για το Ευγενιώ μου το πανέμορφο, κι έγινα και μάνα επιτέλους, όπως τα υπολογίζω, σε λιγότερο από ένα μήνα από εκείνο το βράδυ, είχα μείνει έγκυος.

Κι εκεί ένιωσα πως οι πληγές που είχα μέσα μου, σχεδόν είχαν κλείσει. Γιατί εγώ είχα δίπλα μου τη χαρά της ζωής, θα ασχολούμαι με παλιά τραύματα; Το κορίτσι μου, το ξανθό με τα γαλανά μάτια, που όσοι την βλέπανε έλεγαν πως είναι φτυστή η αδελφή μου, ήταν η ευτυχία προσωποποιημένη με φουστανάκια ροζ και κόκκινα. Καταρχάς, δεν ξεκολλούσε από πάνω μου, πράγμα καθόλου κακό διότι ούτε εγώ το ήθελα. Ξυπνάγαμε το πρωί κι αφού έφευγε ο Λάμπρος κι έπινε το γαλατάκι της, ότι έκανα εγώ, ήθελε να με βοηθάει. Μαγείρευα; Ήθελε να ανεβαίνει στο σκαμνί, να ανακατεύει. Έκανα δουλειές; Ήθελε να ξεσκονίσει κι εκείνη με το φτερό της. Αυτό βέβαια στο μέλλον θα το πληρώσει γιατί όσο προκομμένη μου βγήκε τούτη δω, τόσο οι άλλες θα βγουν ακαμάτρες κι όταν εγώ θα βάζω τη φωνή για να βάλουν κι αυτές ένα χεράκι στο νοικοκυριό, η Ευγενία θα τρέχει να τα κάνει εκείνη για να μην τις μαλώνω που είναι άχρηστες μέχρι να μαζέψουν τη μπουγάδα! Κι αφού όλη μέρα ήμασταν μπρος Λενιώ και πίσω η Ευγενία, το μεσημέρι ερχόταν ο πατέρας της κι έτρεχε πάνω του λες και γύριζε από τα καράβια που έλειπε δυο χρόνια μπαρκαρούτσος, και δώστου τα φιλιά και δώστου να της λέει πως είναι η ξανθιά του η πριγκίπισσα (αυτό θα της μείνει διότι η επόμενη θα βγει καραμελάγχρινη κατράμι), και να σου οι αγάπες και τα χατίρια κι εγώ να τον μαλώνω γιατί θα μου κακομάθει το παιδί αλλά μέσα μου φούσκωνα σαν το παγώνι. Ένα ελάττωμα είχε, μα τώρα τι ελάττωμα ήταν αυτό; Σιγά. Ζήλευε το κορίτσι μου. Τρίτη μέρα μαζί μας, της λέω <<Πάμε στο σχολείο να πάρουμε το μπαμπά, μιας κι είμαστε στο χωριό;>>, <<Ναι ναι>>. Ε τι ήταν και το πα; Βλέπει το Λάμπρο με τα άλλα παιδάκια, να τον χαιρετάνε κι εκείνος να τους χαιδεύει τα κεφαλάκια, μούτρα η Ευγενία. Πείραζε το Σέργιο και τον πετούσε στον αέρα, να τον κάνει αεροπλανάκι που ήθελε ο μικρός; Μούτρα η Ευγενία. Και το κορυφαίο; Καθόμαστε σαν άνθρωποι στον καναπέ, κουρνιάζω εγώ στο στήθος του, έρχεται η προκομμένη και λέει <<Θέλω κι εγώ αγκαλιά>> κι αντί να κάτσει στο γόνατο του, σπρώχνει εμένα και κάθεται στη θέση μου. Μωρή και τη μάνα σου; Ο Λάμπρος έλεγε πως πρέπει να το αντιμετωπίσουμε, η Ειρήνη το ίδιο, εμένα προσωπικά ελάχιστα με ενδιέφερε.

Έρχεται λοιπόν στο σπίτι μας η χαρά της ζωής και την επηρέασε αυτή η χαρά, τη ζωή, σε όλα τα επίπεδα. Για να το κάνω λιανά, όσο είχα το άγχος μου τι θα γίνει με την υιοθεσία, δεν μπορείς να πεις ότι είχα και φοβερά φουντώματα. Εμένα με έκαιγε το παιδί, το νταλκά για το κρεβάτι μας θα είχα; Κι έρχεται η μικρή στο σπίτι και μου περνάνε όλα! Κι όχι μόνο μου περνάνε, αλλά λες και ξαναερωτεύτηκα τον άντρα μου, που τον ήξερα από τότε που άλλαζε δόντια, και τον γνώρισα τώρα και είμαστε στα ντουζένια μας. Διάβαζε για την Κοκκινοσκουφίτσα στην Ευγενία μας, τους χάζευα εγώ από την κάσα της πόρτας, έριχνα κι ένα δάκρυ, μα σαν έβγαινε από την κάμαρη κι είχε αποκοιμηθεί το παιδί, βάζαμε τα κρασάκια μας να φύγει η ένταση της ημέρας, κι αρχίζαμε τις ρομαντζάδες και να μη σας τα πολυλογώ, έπαιρναν φωτιά τα σεντόνια. Βάλαμε κι ένα σύρτη γιατί κοντέψε να μας πιάσει η μικρή πάνω στο επίμαχο και μετά από εκεί, του δίναμε και καταλάβαινε λες και ήμασταν τίποτις φρεσκοπαντρεμένοι που προχτές άπλωσαν το σεντόνι στο παράθυρο. Και μου το είχε πει η Βιολέτα! Μόλις ηρεμήσεις και χαρείς το κρεβάτι σου με τον άντρα σου, χωρίς να σκέφτεσαι αν θα κάτσει ο σπόρος του, θα έρθει και το παιδί. Και δυο μήνες μετά, ξυπνάω μια μέρα του Νοεμβρίου που το κρύο θέριζε στο χωριό, κι εκεί που προσπαθώ να πείσω το Λάμπρο πως δεν έχουμε ώρα για να ποτίσει το χωράφι, το ποτίζεις το βράδυ, εδώ θα είμαστε και πάω να σηκωθώ γιατί όσο ήμουν ξαπλωμένη, δεν τον έκανες καλά, μαυρίζουν όλα. <<Πανάθεμα σε Σεβαστέ, με τις ορέξεις σου, σηκώθηκα απότομα και με έπιασε ίλιγγος>> σκέφτηκα, μα έλα που δεν πέρναγε! Να ζαλίζομαι σαν επιβάτης σε βαπόρι που πλέει με 9 μποφόρ, να κάνω εμετούς συνέχεια, να μου μυρίζει μέχρι το νερό από τα μακαρόνια λες και μαγειρεύω αρνάκι γκιούλμπασι και το αποκορύφωμα; Λιποθυμάω μες το καφενείο και τότε ήρθε και η διάγνωση: γλέντι στο γλέντι και κρεβάτι στο κρεβάτι, έκατσε ο σπόρος του δασκάλου και μετά από σχεδόν δύο χρόνια γάμου, ήμουν έγκυος.

Η Βαλεντίνη Σεβαστού ήρθε στη ζωή με δύο σκοπούς: να λατρεύει χωρίς όρια τον πατέρα της και να πηγαίνει κόντρα σε μένα. Γεννήθηκε όπως ακριβώς την ήθελα: φτυστή ο Λάμπρος, λες κι εγώ κοιμόμουν εκείνο το βράδυ, με κατάμαυρα μαλλιά και μαύρα μεγάλα μάτια. Από την πρώτη στιγμή που βγήκε από την κοιλιά μου, έκανε ξεκάθαρο ένα πράγμα: άλλο εγώ, άλλο ο πατέρας της. Έκλαιγε και πλάνταζε, πηγαίνοντας από αγκαλιά σε αγκαλιά (τη δικιά μου, της Δρόσως, της Ασημίνας...) μέχρι να έρθει ο Λάμπρος και να σταματήσει να κλαίει στο δευτερόλεπτο. Σε αντίθεση με την Ευγενία που δεν ήθελε να τον πικράνει, λέγοντας πως έχει αδυναμία στη μαμά της, η Βαλεντίνη ήθελε να το δείχνει με κάθε τρόπο. Έξι μηνών, έρχεται ο Λάμπρος από το σχολείο, την πιάνει από το καρεκλάκι της, και κάνει <<Βαλεντίνη ποιος ήρθε; Ο μπαμπάς! Ποιος ήρθε;>>, Και φυσικά η Βαλεντίνη, που όπως μας είπε ο παιδίατρος στη Λάρισα, είχε ανεπτυγμένη νοημοσύνη και μίλησε πολύ νωρίτερα απ' ότι συνηθιζόταν, απάντησε <<Ο μπαμπάς!>> και ο άντρας μου μόνο που δεν κατουρήθηκε πάνω του από χαρά. Πότε είπε <<μαμά>> η Βαλεντίνη; Δύο μήνες μετά και πάλι καλά που θυμήθηκε πως έχει και μάνα. Κι όταν μεγάλωσε λίγο περισσότερο, τη ρωτάει μια μέρα η Δρόσω <<Βαλεντίνη ποιον αγαπάς πιο πολύ; Το μπαμπά ή τη μαμά;>> κι απαντάει με απάθεια  <<Το μπαμπά τον αγαπάω πιο πολύ>>. Αυτή της η φράση, θα με στοιχειώσει μια ζωή γιατί, παρότι ο Λάμπρος θα της λέει (τάχα μου δήθεν...) πως θέλει να μας αγαπάει και τους δύο το ίδιο, εκείνη θα γίνει κοτζάμ γαϊδούρα και θα πετάει κατά καιρούς ένα <<Κι εσένα σ' αγαπάω, αλλά το μπαμπούνη μου, τον αγαπάω πιο πολύ!>>. Α ναι, αυτό το τελευταίο, θα της κολλήσει όταν θα είναι 13 μηνών και θα μας μείνει αιωνίως. Πάμε σε ένα μαγαζί στη Λάρισα, να τους ψωνίσω κάτι ρουχαλάκια, κι η προκομμένη χάνει το Λάμπρο από το οπτικό της πεδίο. Μέγα λάθος! Ξεκινάει ένα επαναλαμβανόμενο <<Ο ΜΠΑΜΠΑΣ! Ο ΜΠΑΜΠΑΣ!>> κι ενώ της λέω <<Σταμάτα παιδί μου, έξω βγήκε>> κι εκείνη συνεχίζει να κοπανιέται, περνάει μία κυρία και κάνει <<Ψάχνεις το μπαμπούλη σου, μάτια μου;>>. ΤΙ ΘΕΛΕ ΚΑΙ ΤΟ ΠΕ; Άκουσε <<μπαμπούνη>> η δικιά μου και θα περάσω όλη την υπόλοιπη ζωή μου, εγώ να είμαι η <<ωχ μωρέ μαμά>> κι εκείνος να είναι ο <<μπαμπουνάκος της>> ο καλός που σαν κι αυτόν δεν υπάρχει άλλος άντρας στον κόσμο. Πάμε όμως στην εγκυμοσύνη.

Ο Λάμπρος μου, τη λάτρευε την Ευγενία, μα ήθελε και δεύτερο παιδί. Μου το είχε πει, μου το είχε ξεκαθαρίσει, πως δεν θα σταματήσουμε τις προσπάθειες. <<Σου πα εγώ χριστιανέ μου, πως θα το κλείσουμε το μαγαζί και θα παίζουμε τις κουμπάρες τα βράδια, επειδή έχουμε παιδί;>> ήθελα να του πω, μα δεν του το πα και απάντησα <<Φυσικά καλέ μου. Μακάρι να έρθει ένα ακόμα παιδάκι>>. Μεταξύ μας δεν το πίστευα αλλά γιατί να τον πικράνω; Άστον εκεί να προσπαθεί και να περνάμε καλά. Και ξαφνικά, βρισκόμαστε μπροστά στη Ρίζω, να μας ανακοινώνει πως είμαι έγκυος, με ένα Λάμπρο στα χαμένα (τώρα από το σοκ ήταν; Από τη χαρά; Θα σας γελάσω) και με μένα ταραγμένη περισσότερο από πριν διότι, όπως σας είπα η Ευγενία δεν ήθελε τα παιδάκια στο σχολείο, θα ήθελε αδελφάκι; Κι άντε πάλι ξανά μανά το άγχος, να με καίει ολόκληρη: πώς θα της το πούμε; Πώς θα της το φέρουμε ότι τέλος η αποκλειστικότητα, τώρα θα γίνετε δύο; Χρόνια μετά, η Βαλεντίνη θα της λέει <<Δεν με ήθελες κυρά μου; Φτου σου, να χαθείς να χάνεσαι>> κι εκείνη θα δικαιολογείται λέγοντας <<Για λίγο μωρέ! Μέχρι να πεθάνω, θα μου το κοπανάς;>>. Όμως δεν την ήθελε. Αυτή ήταν η αλήθεια. Αρχίσαμε να της το λέμε με τρόπο. <<Ευγενία μου, δεν θες ένα αδελφάκι;>>, <<Δε θέλω μαμά, να πάω να παίξω;>>, <<Μα είναι ωραία τα αδελφάκια! Θα παίζετε παρέα!>>, <<Δεν θέλω, θα παίζω με τις κοτούλες>>. Δεκαπέντε μέρες, όλες οι προσπάθιες έπεφταν στο κενό. Της διάβαζε ο Λάμπρος παραμύθια με αδελφάκια, χαμπάρι η Ευγενία. Της λέγαμε τι ωραία που περνούσαμε μικρές με τη Δρόσω και την Ασημίνα, χαμπάρι η Ευγενία. Έρχεται ο Κωνσταντής με μία κούκλα-μωρό μπα και ζητήσει κανονικό, <<Θείε πότε θα πάμε στα άλογα;>> η Ευγενία. Όταν ξαναέμεινα έγκυος, το μάθανε μια και έξω! Σιγά μη ξαναπέρναγα εγώ τέτοιο μανίκι! Κι έρχεται ο μελλοντικός νονός της Βαλεντίνης σα σοφός γέροντας και λέει <<Θα της το πείτε στα γενέθλια της, ανάμεσα σε δώρα και γλεντοκόπι, μπα και της έρθει πιο ελαφρύ>>. ΑΜ ΔΕ ΦΑΝΟΥΡΗ

Στα γενέθλια του παιδιού μου, τα πρώτα που έγινε Ευγενία Σεβαστού, πρέπει να είναι όλα στην εντέλεια.  Τα οργανώσαμε με κάθε σοβαρότητα, μαγειρέψαμε για ένα λόχο, καλέσαμε τόσο κόσμο που δεν χώραγε στο μικρό μας το σπιτάκι και της αγοράσαμε κι ένα πανάκριβο ξύλινο κουκλόσπιτο, που κάτι χρόνια αργότερα η μικρή μου η τσούπρα το έκανε φάρμα για ζωάκια κι ευτυχώς δεν πήγαν τσάμπα τόσα λεφτά. Της έραψε κι η Ουρανία ένα ωραίο φουστανάκι, τη χτενίσαμε με κοτσιδάκια γαλλικά που τα έκανε μόνο η θεία η Ασημίνα, της κόψαμε και την τούρτα της με σοκολάτα και κρέμα τουρλού, όπως την είχε ζητήσει, και μετά από όλα αυτά τα ωραία, ήρθε η αποκάλυψη: η μαμά θα κάνει μωρό. Το θέλουμε εμείς το μωρό; ΟΧΙ. Κι όχι μόνο δεν το θέλουμε, η μαμά είναι κακιά γιατί το έκανε και δεν μας ρώτησε. Και κλάμα η Ελένη, που ήταν και χάλια από τις ορμόνες της εγκυμοσύνης, να καταρριέται την ώρα και τη στιγμή που έβγαζε τα μάτια της με κλειδωμένες πόρτες. Αυτά δεν τα έλεγα φυσικά γιατί ο άντρας μου πέρναγε τα βράδια του να χαϊδεύει την κοιλιά μου που θα του έφερνε την δεύτερη πριγκίπισσα του και κουβέντα δεν άκουγε. Κι επειδή δεν ήταν πολλή δραματική η κατάσταση, ήρθε και το κερασάκι στην τούρτα: η Ευγενία αποφασίζει πως παλιά της τέχνη κόσκινο, το είχε ξανακάνει με μεγάλη επιτυχία και εξφανίζεται. Ξεσηκώθηκε όλο το Διαφάνι για να τη βρουν, έστειλε κι ο Σαράφης αστυνομία μυστικά για να μην αρχίσει πάλι να ψάχνει η πρόνοια την υπόθεση της υιοθεσίας (που μεταξύ μας, έμπαζε από παντού) κι εγώ ή να κλαίω ή να παρακαλάω τη Παναγιά να μου φέρει το σπλάχνο μου ή να κάνω εμετούς γιατί η προκομμένη από τότε με βασάνιζε για να δείξει την παρουσία της. Το ξημέρωμα θα τη βρει, αυτή τη φορά ο Λάμπρος, στην αποθήκη, να κλαίει τρομαγμένη και να λέει πως δεν θα την αγαπάμε τώρα που θα έρθει και άλλο παιδί. Τη φέρνει πάνω, μπα και ηρεμήσω κι αφού τη βλέπω και αρχίζουμε τα <<Εμείς δεν θα σε αγαπάμε; Εμείς σε λατρεύουμε>>, και το ταίζω το πουλάκι μου που ήταν νηστικό, φεύγει ο άντρας μου για το χωριό και ξαπλώνουμε παρεούλα στο κρεβάτι μου, να την κρατήσω πάνω στο στέρνο μου, μπα και μου περάσει η ένταση. Και με ρωτάει <<Μανούλα μ' αγαπάς;>> και της απαντάω εγώ <<Ότι και να γίνει, όσα παιδιά κι αν κάνω, εσύ θα είσαι η πιο μεγάλη μου αγάπη>>. Και ντρέπομαι που το λέω, αλλά έτσι έγινε.

Περνάω μία εγκυμοσύνη ΚΟΛΑΣΗ. Οι ζαλάδες σταμάτησαν τη μέρα που γεννήθηκε η Βαλεντίνη. Ξυπνούσα το πρωί, έκανα τον εμετό μου κι έτσι γλυκά ξεκινούσε η μέρα μου. Το αποκορύφωμα αυτής της εγκυμοσύνης, ήταν οι εξάψεις. Έβραζε ο τόπος εκείνο το καλοκαίρι κι εγώ σχεδόν δεν ανέπνεα από τη ζέστη κι είχα φουσκώσει λες κι είχα δίδυμα. Κι ενώ με είχαν πιάσει οι ντροπές μου και δεν ήθελα να με βλέπει ο άντρας μου γυμνή με τη κοιλιά στο στόμα, το ξεπέρασα σύντομα διότι δεν μπορούσα ούτε να ντυθώ μοναχη μου. Άσε που τα νυχτικά κολλούσαν πάνω μου από τον ιδρώτα το βράδυ και μια νύχτα σηκώθηκα, κλείδωσα την κάμαρη, άνοιξα το παράθυρο κι έμεινα με το βρακί, λες κι είχαμε περάσει μια καυτή βραδιά και είπα να μη ντυθώ για να το γλεντήσουμε και στο ξύπνημα. Εν τω μεταξύ, η Ρίζω που με έβλεπε να ζορίζομαι τόσο, με είχε φάει να ξαπλώσω το δάσκαλο και να αρχίσουμε τα παιχνιδάκια, μπα και σπάσουν τα νερά. <<Εγώ θα στα σπάσω Λενιώ; Τρελάθηκες; Χριστός και Παναγία!>> μου απαντούσε, οπότε πάει κι αυτή η εναλλακτική. Και μια μέρα του Ιουλίου, εκεί που μαγειρεύω, η Ευγενία κάνει ποδήλατο κι ο Λάμπρος καμαρώνει τις ντοματιές μας παρέα με το Φανούρη, σπάνε επιτέλους τα νερά και 8-9 ώρες αργότερα (γιατί Βαλεντίνη είναι αυτή, ήθελε την ώρα της!) γεννιέται η <<πριγκίπισσα Βαλεντίνα>> όπως θα τη φωνάζω ειρωνικά όταν μου σπάει τα νεύρα με τα λούσα της, τις απαιτήσεις της και τα <<Μαμά σήμερα βγήκε το περιοδικό Γυναίκα, να παώ να το πάρω;>>. Δεν έβγαινε πανάθεμα τη, και τι κάναμε; Φέραμε μέσα στη γέννα τον πατέρα της, που έτρεμε περισσότερο από μένα και τότε μας έκανε τη χάρη. Και γέννησα στην αγκαλιά του άντρα μου, που είχε γίνει κίτρινος σα λεμονάκι μυρωδάτο από την ένταση και το φόβο μη πάθει τίποτα ο απόγονος και η Ρίζω να προσπαθεί να τον διώξει από δίπλα μου, γιατί δεν κάνει λέει ο λεγάμενος να σε βλέπει σε αυτή την κατάσταση, μη χαθεί και η φλόγα στο ζευγάρι. Ναι, απ' αυτούς ήταν ο Σεβαστός που θα του έσβηνε η φλόγα επειδή με είδε με τα πόδια τέντα, να γεννοβολάω το παιδί μας. Κι αφού θα βγει η προκομμένη η κόρη μου, και περάσει απ' όλες τις αγκαλιές κλαίγοντας γοερά, θα πιάσει με το χεράκι της το δάχτυλο του πατέρα της και τότε θα παψει να κλαίει, θα τον κοιτάξει μες τα μάτια κι ένας μεγάλος έρωτας θα γεννηθεί, εκείνο το βράδυ του Ιουλίου του 1968.

Η Βαλεντίνη, σε αντίθεση με την Ευγενία, δεν θα ζηλέψει ποτέ και τίποτα. Ποτέ της δεν θα έχει ανασφάλειες. Κι όσο του μοιάζει σε φάτσα του Λάμπρου, τόσο Σταμίρη είναι σε όλα τα υπόλοιπα. Σκασμένη Σταμίρη γιατί εγώ ήμουν καλόβολο παιδί και μετρημένο, ενώ τούτη δω μας βγήκε με ένα σχόλιο στο στόμα. Μέχρι να της πει ο πατέρας της <<Βαλεντίνη δεν είναι σωστό αυτό!>> κι εκεί να απαντήσει με ύφος Μαρίας Μαγδαληνής <<Συγνώμη μπαμπούνη μου>>, λες και τσακωνόταν με το μπαμπούνη της τόση ώρα. Η Ευγενία από την άλλη, όταν γεννήθηκε η αδελφή της, αντέδρασε μάλλον αδιάφορα. Με βοηθούσε να την αλλάξουμε, να την κάνουμε το μπανάκι της, να της ξεμπερδέψουμε τις μπούκλες της (ενώ τσίριζε λες και τη σκοτώνουν) αλλά στην πραγματικότητα έτρεχε πίσω από εμένα και δεν είχε κανένα καημό να ασχοληθεί με την αδελφή της. Ευτυχώς δυο μήνες μετά, πήγε στην πρώτη τάξη του σχολείου (όπως την είχα ονειρευτεί ένα χρόνο πριν, με την κορδελίτσα της και τα παπουτσάκια της, και όλα τα κομφόρ που της αγόρασα) και μέχρι το καλοκαίρι που βρέθηκε πάλι στο σπίτι ολημερίς, ήταν αρκετά τυπική μαζί της. Παρόλα αυτά, όταν η μικρή μεγάλωσε κομμάτι κι άρχισε να περπατάει και να εκφράζεται περισσότερο, έδειχνε τέτοια λατρεία στην μεγάλη της αδελφή που κι η Ευγενία μου γλύκανε λιγάκι. Όταν έμπαινε στο σπίτι, έτρεχε και αγκάλιαζε τα πόδια της, τσιρίζοντας <<ΕΥΕΝΙΑ ΜΟΥ!>> και τα βράδια, πριν κοιμηθεί, προσπαθούσε να σκαρφαλώσει στο κρεβάτι της, λέγοντας παιχνιδιάρικα <<Δώσω φι'άκι;>>. Κι όσο μεγάλωναν, δενόντουσαν όλο και περισσότερο γιατί η τσούπρα μου η μεσαία, ήταν όλο ύφος και τουπέ και ήθελε να φαίνεται πιο μεγάλη και να κάνει παρέα με την αδελφή της που ήταν τελειόφοιτη και μετά φοιτήτρια, κι όχι με τη μικρή <<το κακομαθημένο, το νιάνιαρο>> όπως θα την αποκαλεί γλυκά και τρυφερά. Α, θα της κολλήσει και το <<Τζένη>> μεγαλώνοντας γιατί δεν της άρεσε το Ευγενία, το όνομα της μακαρίτισσας της γιαγιάς της. Ήθελε να τη φωνάζει Τζένη, όπως την Καρέζη γιατί λέει αυτή είναι θεά κι αφού η Ευγενία έχει το όνομα της, έπρεπε κι εκείνη να τη λέμε έτσι. Φώναζα εγώ μπα και τους το ξεκολλήσω (μα τώρα είναι όνομα αυτό;) αλλά η Ευγενία/Τζένη το έκανε κέφι και σαν τη στείλαμε φοιτήτρια στη Θεσσαλονίκη, το καθιέρωσε και τη φωνάζαν κι οι φίλες της έτσι κι ο λεγάμενος αργότερα. Δώδεκα χρονών ήταν η Βαλεντίνη όταν άρχισε να καταλαβαίνει πως κάτι δεν πήγαινε καλά με την αδελφή της και σχεδόν ένα χρόνο μετά, την ημέρα της επετείου μου με το Λάμπρο (να, για αυτό τη γιορτάζω κάθε χρόνο! Σημαδιακή ημερομηνία!), θα αρχίσει να με ρωτάει επίμονα, καταλήγοντας στο συμπέρασμα <<Είναι υιοθετημένη έτσι; Δεν είναι κόρη σας>>. Κι αφού της βάλω τις φωνές γιατί αυτό το <<Δεν είναι κόρη σας>>, ΟΥΤΕ ΤΟ ΣΚΕΦΤΟΜΑΣΤΕ σε αυτό το σπίτι, εκείνη θα με παρηγορήσει λέγοντας πως δεν έγινε και τίποτα, απλώς το είχε απορία κι ούτε αλλάζει κάτι. Κι εγώ θα τη θαυμάσω για αυτή της την αντίδραση, μα δεν θα της το πω γιατί δεν είναι η Βαλεντίνη για πολλά θάρριτα. Αν με την Ευγενία είχα πάντα μια σχέση-λατρείας, γεμάτη αγκαλιές και πολλά <<μαμά μου>>, με τη Βαλεντίνη θα έχω μια σχέση γεμάτη εντάσεις μα με φοβερή ειλικρίνεια και εμπιστοσύνη. Κι όταν 18 χρονών, θα φύγει στην Αθήνα για να σπουδάσει, εγώ θα πέσω πάλι σε μαρασμό γιατί άδειασε το σπίτι απ' τις φωνές της και τη γκρίνια της. Κι ας μου λέει κάθε μέρα στο τηλέφωνο <<Τι παραπονιέσαι; Σου άδειασα τη γωνιά να ζήσεις επιτέλους τον έρωτα σου με το μπαμπά, σα νέα παιδιά που είστε>> μες την ειρωνεία.

Κι είμαστε στο καλοκαίρι του 1970, και μου έρχεται μια καθυστέρηση δεν ξέρω κι εγώ για ποιον λόγο, αρχίζει τα πανηγύρια ο Λάμπρος ότι φούσκωσα ξανά, τελικά τσάμπα η χαρά διότι η περίοδος ήρθε. Κι εκεί που του το ανακοινώνω, με ύφος <<Μη χαίρεσαι, δεν θα γίνεις πατέρας, ήρθαν οι Ρώσοι τελικά>> και πιάνω να λύσω ένα σταυρόλεξο, γυρνάει μες την απογοήτευση και μου λέει ότι θέλει κι άλλο παιδί. <<Ποια είμαι καρδιά μου; Η Σάρα; Κάτσε εκεί με τα δύο και μη μιλάς>> αλλά αυτός δεν ακούει κουβέντα και θελει και τρίτο. Δε δίνω σημασία, του λέω και με ωραίο τρόπο <<Ρίχνε πιστολιές εσύ Σεβαστέ κι άμα πετύχεις μπεκάτσα, έχει καλώς. Διαφορετικά καλές είναι κι οι τσούπρες>> και από δω παν κι οι άλλοι. Στο μεταξύ, γίνεται το θαύμα και τα ξαναβρίσκει η Δρόσω με τον Κωνσταντή. Τον οποίο Κωνσταντή όπως σας ξαναείπα, οι κόρες μου λατρεύουν σε βαθμό που άμα ακούσω τσιρίδα από το δωμάτιο χωρίς λόγο, ξέρω πως έρχεται ο <<θείος>> και πρέπει οπωσδήποτε να πάμε να τον καλωσορίσουμε ουρλιάζοντας, λες και ήρθε ο Άγιος Βασίλης με τα δώρα. Τα ξαναβρίσουν με τη Δροσούλα, τους σταυρώνω κι εγώ να μην τους ματιάσω και ετοιμάζουν το γάμο τους που θα γίνει Φλεβάρη του 1971 με κάθε επισημότητα. Καλά άλλο να σας λέω, άλλο να τον ζείτε το γάμο. Διότι η Μυρσίνη, μόλις το έμαθε πως θα παντρευτούν, φόρεσε τις πλερέζες, μα έλα που ο Δούκας χάρηκε και άνοιξε το πορτοφόλι και ήθελε ντε και καλά, να τους κάνει γάμο γκράντε. Έβαλε και την Πηνελόπη να στείλει ύφασμα φοβερό και τρομερό από το Παρίσι για να ράψει η Δρόσω νυφικό κι οι κόρες μου παρανυφικά, για να ναι σα πριγκίπισεες από τις κανονικές. Και γίνεται ο γάμος με όλες τις τιμές και είναι τα κορίτσια μου, σα νεραϊδούλες! Η μία ξανθιά, σαν άγγελος κι η άλλη μελαγχρινή μα παιχνιδιάρα και τσαχπίνα, να τις κοιτάνε όλοι. Κι εγώ από τη μία να κλαίω και να να φεύγει το μακιγιάζ, σαν είδα το Λάμπρο με το Σέργιο μας να τη φέρνουν νυφούλα στην εκκλησία, από την άλλη να σκουντάω τη κυρά-Δέσπω, να μου ξεματιάσει τις γαλιάντρες γιατί θα μου τις βασκάνουν τόσα μάτια πάνω τους. Επίσης, σε αυτό το σημείο να πω, ότι παρακαλούσα και την άλλη μου αδελφή, μιας και τα βρήκαν με το Νικηφόρο πριν καιρό, να στεφανωθεί κι εκείνη την ίδια μέρα όπως το όριζε η εκκλησία κι εκείνη, η χαμένη, να μου λέει <<ΝΑ ΜΟΥ ΛΕΙΠΕΙ!>>, λες και της ζήτησα να πάει στο γάμο αγκαζέ με τη πεθερά της. Κάπου 12 χρόνια μετά, θα βγει κυβέρνηση το ΠΑΣΟΚ το μοντέρνο και θα φέρει στην Ελλάδα (Θου κύριε!) τον πολιτικό γάμο. Και τότε η Ασημίνα, στα πίσω πίσω, θα ξαναπαντρευτεί το Νικηφόρο (καλά γάμος τώρα, ο Θεός να τον κάνει. Δυο υπογραφές κι έξω από την πόρτα) με τις κόρες μου να τη γεμίζουν <<Μπράβο!>> γιατί είναι λέει μοντέρνα κι εγώ να θέλω να της βγάλω το μαλλί με τις αηδίες που πήγε κι έκανε, αντί να βάλει ένα ταγέρ και να πάει σε έναν παπά εκεί χάμο.

Παντρεύεται κι η Δρόσω, γινόμαστε και επίσημα η Αγία οικογένεια του κάμπου (οι Σεβαστοί με το όνομα) κι έρχεται μία ημερομηνία σταθμός στη ζωή μου: Κωνσταντίνου και Ελένης, το σωτήριον έτος 1971. Κάθε χρόνο, τέτοια μέρα, μαγείρευα ολημέρις από την προηγουμένη, περνούσε από το σπίτι ο μισός κάμπος να μου ευχηθεί κι όταν βράδιαζε, μαζευόσταν όλοι οικογενειακώς, για να με γιορτάσουν ακόμα πιο επίσημα. Με λίγα λόγια, ότι δεν φάγαν όλη μέρα, το τρώγανε το βράδυ. Ε πρώτη χρονιά παντρεμένη η Δροσούλα, λέει φέτος θα έρθετε σε μας, γιατί εκτός από μένα, γιόρταζε κι ο θείος ο Κωνσταντής. Ούτε του παπά να μην το πεις! Μια φορά, να με σερβίρουν κι εμένα στη γιορτή μου κι όχι να με τρώνε οι κουζίνες! Ντυνόμαστε, φιασιδονόμαστε, ντύνω και τις γαλιάντρες ασορτί με κόκκινα φουστανάκια, βάζω κι εγώ ένα παρόμοιο και πάμε στη Λάρισα. Εκεί πάνω στο φαγητό κι ενώ ο Λάμπρος έχει φάει μισό αρνί κι εγώ τσακώνομαι με τη Βαλεντίνη που ως συνήθως γκρινιάζει, μας σκάει η είδηση: η μικρή μου η αδελφή, είναι έγκυος! Δακρίζω από χαρά, φιλάω τη Δροσούλα, φιλάω και τον χαμένο το γαμπρό μου και ξεκινάει ένα γλέντι από αυτά τα ξαφνικά, τα ωραία. Και δώστου χορός, και δώστου πιοτό, και αφού τέλειωσε το κρασί, ο Κωνσταντής είπε να ανοίξει ένα ουίσκι απ' τα ακριβά, και ήπια μέχρι κι εγώ που το σιχαίνομαι και κάποια στιγμή λέω στο Λάμπρο <<Εμείς δεν είχαμε και δυο παιδιά;>> και ανακαλύπτω πως οι τσούπρες έχουν αποκοιμηθεί (αφού τις χόρεψε ο εορτάζων όλους του χορούς, διότι ο Κωνσταντής θεωρούσε πως εμείς, σαν κορυφαία οικογένεια στη Θεσσαλία, έπρεπε να σέρνουμε παντού το χορό και τις σήκωνε με το ζόρι στα χέρια να χορέψουν) στο κρεβάτι <<της θείας, το χοροπηδηχτό>> όπως λέγανε. Η αδελφή μου δε σηκώνει κουβέντα <<Άστα τα παιδιά εδώ καλέ και θα στις φέρει το πρωί στο χωριό>>. Κομμάτια να γίνει, άντε να τις αφήσω. Είδα και τον άντρα μου να χαμογελάει πονηρά ενώ παράλληλα έλεγε για το τυπικό <<Μα θα σας τις φορτώσουμε; Δεν κάνει>> και λέω δε βαριέσαι. Άσε να τη γιορτάσουμε κι εμείς τη μέρα λίγο πιο μοναχικά. Δυο μήνες ακριβώς μετά από εκείνο το βράδυ, θα κοιτάω έντρομη τη Ρίζω, ψελλίζοντας <<Τι εννοείς είμαι πάλι έγκυος;>>.

Πάμε να γυρίσουμε στο χωριό, κουβέντα ο Λάμπρος. <<Πώς το έπαθε; Εγώ περίμενα να μου αρχίσει τα υπονοούμενα και να ζητάει πονηρά εσώρουχα, μιας και βρεθήκαμε ζευγαράκι, χωρίς τα παιδιά>> σκεφτόμουνα, μα δεν έδωσα σημασία. Κι αντί να πάει σπίτι, αλλάζει κατεύθυνση και πιάνει τον παλιό το χωματόδρομο, που δεν περνάει παρά μια κούρσα την ημέρα και σταματάει πάνω από το ρέμα. Εκεί με έζωσαν τα φίδια. <<Εμ για αυτό δε μιλάει, γιατί θα ακούσει εξάψαλμο με τέτοια ιδέα>>. Και πριν προλάβω να τον αρχίσω στη γκρίνια που με έφερε εδώ πέρα, να μας δει κανά μάτι, μας περάσει για ανώμαλους, να μας σχολιάζουν αύριο μέχρι τις Σέρρες, αρχίζει τις φαντασίες. Να κάνουμε λέει πως είμαστε εραστές και να ξεχάσουμε πως έχουμε παιδιά (λες και ξεχνιέται αυτό!) και να πάμε στη ρεματιά, να κάνουμε όσα μου είχε τάξει πριν 20 χρόνια. Α ναι γιατί δεν σας το πα, πριν κάτι αιώνες, μου είχε δώσει υπόσχεση πως σαν γυρνούσε από το στρατό για να παντρευτούμε, αντί να κρεμάσουμε το σεντόνι μετά το γάμο, εμείς θα κάνουμε πρωτοτυπίες και θα πάμε στη ρεματιά να με κάνει γυναίκα. Τελικά απ΄όλα αυτά, μόνο το <<να με κάνει γυναίκα>> κρατήσαμε γιατί όλα τα άλλα, πήγαν καλλιά τους. Τέλος πάντων, λέω όχι στην αρχή, μα επειδή είχα πιει και κομμάτι κι είχα και όρεξη για νταβαντούρι, δέχομαι και μας βρίσκει η γιορτή μου, σφουγγάρια από την υγρασία, να βγάζουμε τα μάτια μας κατάχαμα, πάνω στο χώμα, κι εμένα δεν ξέρω τι με έπιασε, αλλά ένιωθα παρθένα 18 χρονών, που τη γλεντάει 3η-4η φορά ο λεβεντης κι έχει περάσει ο πόνος κι έχουν μείνει όλα τα άλλα. Κι αφού τα κάνουμε όλα εκεί, πάνω στο χώμα, γυρνάμε σπίτι και μπαίνουμε στο μπάνιο παρεούλα και ξανά πάλι το πάθος το εορταστικό. Ήθελε και τρίτη φορά ο λεβέντης αλλά του το έκοψα γιατί δεν είναι και για χόρταση, άνθρωπος είμαι κι εγώ. Και πέφτουμε για ύπνο όπως μας γέννησε η μανούλα μας, μιας και δεν έχω να σηκωθώ το βράδυ γιατί η Βαλεντίνη είδε στον ύπνο της πως ήρθε λιοντάρι στην αυλή να μας φάει, και κάπου προς το ξημέρωμα, ξυπνάω και έχω μια αναστάτωση άλλο πράγμα. Λες και κάτι συνέβη εκείνο το βράδυ. Λες και αλλάζει η ζωή μας από εδώ και πέρα. Κι επειδή πού να πάει το μυαλό μου ως εκεί, ξαναπέφτω για ύπνο.

Κι ας κάνω εδώ μια παρένθεση. Η Βιολέτα επέστρεψε στο Διαφάνι έξι μήνες μετά το θάνατο του πεθερού μου, με τσακισμένα φτερά και αφού είχε μαζέψει (κάπως) τα κομμάτια της για να βρεθεί και πάλι στους λιγοστούς δικούς της ανθρώπους και στο καφενείο της. Όλοι την έβλεπαν με το χαμόγελο και έλεγαν <<Εύκολα τον ξεπέρασε τον Μιλτιάδη, μπράβο>> με λίγο ειρωνεία στα χειλη. Μόνο εγώ, που έχω σηκώσει πολλά βάρυ στη ζωή μου, έβλεπα την ματωμένη της ψυχή, πίσω από χαμόγελα και καλημέρες. Η Βιολέτα πάντα ήταν η πιο στενή μου φίλη κι ο άνθρωπος που συζητάγαμε τα πάντα, ως και τα πιο προσωπικά. <<Πλαγιάζετε συχνά μωρή;>> με ρώταγε χαμηλόφωνα όταν της έλεγα τους προβληματισμούς μου που δεν πιάνω παιδί. <<Πόσο πιο συχνά βρε Βιολέτα; Όλο ανάσκελα είμαι>> απάντουσα εγώ. Σαν άρχισα τις διαδικασίες για να πάρω την Ευγενία, παρότι εκείνη είχε αποτύχει παλαιότερα, με στήριζε περισσότερο κι από τις αδελφές μου κι όταν μετά γέννησα την Βαλεντίνη, έγινε η γιαγιά που δεν είχαν τα κορίτσια και που μου στάθηκε καλύτερα κι από πεθερά στο μεγάλωμα τους. Όταν τόλμαγα να την ευχαριστήσω, με έπαιρνε από τα μούτρα διότι εκείνη τι ήταν; Ένα κούτσουρο στην κοινωνία κι εγώ της έδινα την ευκαιρία, αφού δεν έκανε παιδιά, να αποκτήσει εγγόνια. Έτσι μου έλεγε, κι ερχόταν σπίτι μας με τα χέρια γεμάτα, και τους τηγάνιζε τόνους κεφτέδες κι όταν μεγάλωσαν έτρεχαν να της πουν τα προβλήματα τους κι αυτή να τους ψήνει καφέδες και να τους χώνει κατοστάρικα στη τσέπη <<Να πιουν ένα καφέ>>. Όταν λοιπόν έμεινα έγκυος για τρίτη φορά, παρότι με έτρωγε, αν ήταν κορίτσι το παιδί να δώσω το όνομα του πατέρα μου και να το πω Γιωργία, αποφάσισα πως οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους κι οι ζωντανοί με τους ζωντανούς, κι αν ήθελε ο κυρ-Γιώργης να ακούσει το όνομα του, να με πάντρευε όταν έπρεπε, κι εγώ αν βγάλω πάλι κόρη, θα την πω Βιολέτα. Βιολέτα Σεβαστού.

Μπαίνει ο Ιούλιος, περνάνε και τα γενέθλια της Βαλεντίνης κι εκεί προς το τέλος του μήνα, καταλαβαίνω πως μου κόπηκε η περίοδος. Τι είχαμε, τι χάσαμε δηλαδή. Θα τελειώσει και το μαρτύριο κάθε μήνα, θα χαρεί κι ο Λάμπρος που κάθε τόσο έρχεται ξεσηκωμένος κι εγώ του λέω <<Μη βρε καρδιά μου, έχω τα ρούχα μου>> σαν δεκαεννιάχρονη. Από την άλλη είμαι μόνο 41 και λέω <<Για να είμαστε 100% σίγουροι πως δεν έχω κανένα γυναικολογικό πρόβλημα και τρέχουμε, ας πάω και στο γυναικολόγο να μου πει πως ήρθε κι επίσημα η κλιμακτήριος>>. Πριν πάω όμως εκεί, μαζευόμαστε για καφέ στης Ουρανίας και τους λέω τα καθέκαστα. Κι όλες το περνάνε στα ψιλά, εκτός από τη Ρίζω, που με κοιτάζει από πάνω μέχρι κάτω, σαν να είδε φάντασμα. <<Δεν γίνονται αυτά βρε Λενιώ από τη μία μέρα στην άλλη. Μπα κι είσαι έγκυος;>>. Παγώνουν όλες και μένω εγώ ατάραχη, γιατί έγκυος δεν είμαι. Καταρχάς θα το καταλάβαινα από τις ζαλάδες και ζαλάδες δεν έχω. Και να επιμένει η Ρίζω και να αγχώνεται η (όντως έγκυος) Δρόσω και λέω δε βαριέσαι, ας πάω να μου βάλει χέρι, να δει ότι δεν είμαι, να τελειώσει το έργο με την εγκυμοσύνη μου. Εκείνη τη μέρα, πρέπει να βούιξε το χωριό πως ο Λάμπρος ο Σεβαστός, ο δάσκαλος, ο καλοσυνάτος και λιγομίλητος σοβαρός άντρας, μάλλον έχει κρυφά χαρίσματα και η γυναίκα του, στα πίσω πίσω, γκαστρώθηκε μετά βαίων και κλάδων. Και χάνω εγώ τον κόσμο! Παιδί στα 42; Δηλαδή άλλες θα καμαρώνουν εγγόνια κι εγώ θα γεννήσω ακόμα έναν Σεβαστό; Έτρεμα ολόκληρη κι οι άλλες πανηγύριζαν, λες και κέρδισα κανένα λαχείο πρωτοχρονιάτικο. Το λέω στον άντρα μου, ενθουσιάζεται κι αυτός. Πέρα βρέχει όλοι! Κι αρχίζει το στεφάνι μου πως το παιδί μας το έστειλε ο Θεός και πως η ρεματιά μας έκανε το θαύμα της κι εγώ να λέω μέσα μου <<Άμα στο κόψω το συνήθειο Σεβαστέ, θα σου πω εγώ για τη ρεματιά και το θαύμα της, που με φούσκωσες μεγάλη γυναίκα! Φρόντισε να έρθει και τέταρτο και θα σου πατήσω μετά στείρωση λες κι είσαι τσοπανόσκυλο>>. Το λέμε και στα κορίτσια και οι αντιδράσεις τους ήταν αντιστρόφως ανάλογες (αυτά τα δασκαλίστικα του Λάμπρου, μου αρέσουν και τα λέω κι εγώ!) με την πραγματικότητα: η Βαλεντίνη πανηγύρια και χαρές, η μεγάλη μέτρια πράγματα. Τελικώς η Ευγενία και η μικρή της αδελφή, θα αποκτήσουν μια σχέση μάνας/κόρης γεμάτη λατρεία ενώ με τη μεσάια, που χάρηκε κι όλας το σκασμένο, θα τρώγονται μια ζωή σαν το σκύλο με τη γάτα.

Το Φεβρουάριο του 1972, μια μέρα μετά το μνημόσυνο για τα 14 χρόνια από το θάνατο του πατέρα μου (στο οποίο πήγα με την κοιλιά στο στόμα κι ο Λάμπρος γκρίνιαζε καθ' όλη τη διάρκεια που ο παπάς διάβαζε τη δοξολογία, πως έτσι και μου σπάσουν τα νερά, θα με σκοτώσει), γεννήθηκε η τρίτη και τελευταία μου κόρη, που ήταν το πιο καλοσυνάτο και ευγενικό πλάσμα που έβγαλαν ποτέ οι Σεβαστοί, μετά τον πατέρα της. Το μικρό μας Λουλουδάκι, αυτό το καστανόξανθο πλάσμα με τα χαριτωμένα μπουκλάκια, ήταν το πιο ήσυχο παιδάκι που θα μπορούσε να μου δώσει ο Θεός. Μόλις τη θήλαζα και την άφηνα στο κρεβατάκι της, κοιμόταν με μιας. Δεν έκλαιγε σχεδόν ποτέ. Αν πεινούσε, έβγαζε μικρές κραυγούλες. Μεγάλωνε και γινόταν, ένα ήσυχο και χαριτωμένο κοριτσάκι, που έπαιζε με τις κουκλίτσες της και αγαπούσε τα ζωάκια. Πάντα ένιωθα ενοχές για τη Βιολέτα μου, για πολλούς και διάφορους λόγους, μα ο βασικός ήταν πως τη γέννησα μεγάλη και δεν είχα πια τις αντοχές να τρέχω από πίσω της. Στην πραγματικότηα δεν χρειάστηκε και ποτέ. Ένα ελάττωμα είχε πανάθεμα τη και μου έσπαγε τα νεύρα: μόλις δεν της γινόταν το χατίρι (αν και δεν ζητούσε και τίποτα παράλογο, το Λουλούδι μου το μικρό), έμπηζε τα κλάματα κι εμένα με καβαλούσαν όλοι οι διάολοι του κόσμου. Έφταιγε το παιδί; Όχι! Ο Λάμπρος έφταιγε που μόλις την έβλεπε κλαμμένη, άρχιζε τα <<Μην κλαις Λουλουδάκι μου, μη μου στεναχωριέσαι πριγκίπισσα μου μικρή. Να, κράτα τα δυο κουνέλια που έφερε ο χαμένος ο νονός σου κι ας τρέχει η μάνα σου πίσω τους λες και δεν έχει πολλές δουλειές. Δεν πειράζει αρκεί να μην πικραίνεσαι Βιολετάκι μας>>. Είχε μάθει η Βιολέτα και μόλις ζόριζαν τα πράγματα, έτοιμο το είχε το δάκρυ κάτω από το μάτι. Κι επειδή είχα μια ζωή άγχος τη μεγάλη μου την κόρη, που δεν την είχα βγάλει από την κοιλιά μου, και φοβόμουν μήπως η σχέση με τις αδελφές της θύμιζε την σχέση του Δούκα με τον πεθερό μου και στο τέλος βγουν τα μαχαίρια για 20 στρέμματα κάμπο, ο Θεός τελικά μου το έκανε το χατίρι αλλά με το τίμημα του: μια χαρά σχέση είχε η Ευγενία μου με τις αδελφές της, οι αδελφές της μεταξύ τους δεν είχαν. Τρίτη μέρα στο σπίτι η Βιολετούλα, έρχεται η γλωσσοκοπάνα η Βαλεντίνη,  με ύφος σιχασιάς, όπως κοίταζε η Τασσώ Καββαδία τη νύφη της Μπέτυ Λιβανού σε εκείνη την ταινία, και μου λέει <<Δε μου αρέσει το μωρό, όλο κοιμάται>>. Της απαντάω μες το κέφι <<Και τι να κάνουμε αγάπη μου; Να το δώσουμε πίσω;>>, <<Ναι>> μου απαντάει. Βρε κακό μπελά που βρήκαμε! Ο Λάμπρος στον κόσμο του. <<Θα μεγαλώσει και θα είναι δυο αγαπημένες αδελφούλες>> έλεγε και ταχτάριζε την Λουλούδι μας, αφού κοιμόντουσαν φυσικά οι μεγάλες γιατί όλη την υπόλοιπη μέρα, ασχολιόταν με τη Βαλεντίνη που δεν τον άφηνε να κουνήσει ρούπι, λες και φοβόταν μη χάσει το γαμπρό. Κούνια που τον κούναγε! Μέχρι να φύγει η Βαλεντίνη για σπουδές στην Αθήνα και να φτιάξουν ΚΑΠΩΣ οι σχέσεις τους, εγώ θα κάνω το διαιτητή για περίπου 14 χρόνια, σε αγώνα Ολυμπιακός/Παναθηναϊκός, από αυτούς που πλακώνονται στο ξύλο με το καλημέρα σας.  <<Δική μου είναι η κούκλα>> η Βαλεντίνη, τσιρίδες η μικρή που ήθελε να την βάλει να πιει τσάι σε ένα σουαρέ με αρκούδους και αλογάκια ροζ. <<ΤΟ ΠΟΥΛΟΒΕΡ ΜΟΥ ΦΟΡΕΣΕΣ; Βγάλτο τώρα, είσαι ατσούμπαλη και θα μου το χαλάσεις!>>, <<ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ, ΔΕΝ ΤΟ ΒΓΑΖΩ>> κι άντε πάλι φωνές, κι άντε πάλι ουρλιαχτά κι εγώ να τις απειλώ ότι θα τους ξεριζώσω το μαλλί έτσι και δεν σκάσουν, και να κλαίει η Βιολέτα, και να μου λέει η Βαλεντίνη <<Ξερίζωσε το, τουλάχιστον θα έχω σώσει το πουλοβερ>>. Κι η Ευγενία μήλον της έριδος ανάμεσα τους, διότι η μικρή τη λάτρευε παθολογικά και η Βαλεντίνη της έλεγε κάθε τόσο πως εντάξει, σε αγαπάει η Ευγενία αλλά περισσότερο σε ανέχεται που είσαι κλαψιάρα και δεν θέλει να σε βλέπει βαλαντωμένη στο κλάμα. Τέτοιες ωραίες στιγμές θα ζούμε καθημερινά.

Όταν ήμουν έγκυος στη Βαλεντίνη (τότε που ζαλιζόμουν όλη μέρα) και μπήκα στο μήνα μου, η Ευγενούλα ήταν σχεδόν έξι χρονών, οπότε δεν είχαμε έννοια τι θα γινόταν αν έσπαγαν τα νερά. Την είχα όλη την ημέρα μαζί μου και μόλις σπάσαν, πήγε το πουλάκι μου και φώναξε τον πατέρα της, που ήταν στα χωράφια μας, λίγο παρακάτω. Όταν όμως ήμουν έγκυος στη Βιολέτα, η Ευγενία πήγαινε σχολείο κι η άλλη, η τσουράπω, δεν ήταν ούτε 4, οπότε δεν μπορούσε να ειδοποιήσει κανέναν. Κάθε μέρα λοιπόν, μου κουβαλιόταν και κάποιος άλλος, να με προσέχει, μη γεννήσω μόνη μου, παρέα με τη Βαλεντίνη που θα μου έλεγε <<Σήμερα η Μπάρμπι, παντρεύεται τον πρίγκιπα. Δεν μπορώ να ασχοληθώ με τη γέννα σου>>. Πότε η Ασημίνα (γιατί η Δρόσω είχε ήδη γεννήσει την Ανετούλα μας και ήταν λεχώνα), πότε η Μερόπη, πότε η Βιολέτα, πότε περνάγαν εναλλάξ οι εργάτριες που είχα στα τουρσιά, γενικώς μόνη δεν έμενα. Σε αυτό το σημείο να πω, πως η εγκυμοσύνη μου η δεύτερη (στα πίσω-πίσω) ήταν ένας παράδεισος και καμία σχέση δεν είχε με την πρώτη. Δηλαδή δεν ζαλίστηκα ποτέ, δεν είχα αναγούλες, μαγείρευα τα πάντα χωρίς πρόβλημα (από πατάτες τηγανιτές μέχρι πατσά με σκορδοστούμπι-δεν με ενοχλούσαν οι μυρωδιές), είχα μια μικρή χαριτωμένη κοιλίτσα κι όχι ένα καρπούζι κάτω από το στήθος μου, πήγαινα στα χωράφια, κοιτούσα τα κορίτσια, δεν είχα πρόβλημα στο.. ξέρετε με το Λάμπρο (όπως στη μεσαία, που του έλεγα συνέχεια <<Μη με κουνάς, ζαλίζομαι>> μόλις πήγαινε να κάνει μια κίνηση ο άνθρωπος κι είχαμε ξεχάσει πως γίνεται μέχρι να ξεπεταχτεί το παιδί) και γενικώς όλα καλά κι όλα ανθηρά. Ε λέω κι εγώ, τόσο εύκολη εγκυμοσύνη, με ένα πόνο θα βγει το παιδί και δεν θα το καταλάβω καν. Κούνια που σε κούναγε Λενιώ Σταμίρη!

Ξημερώνει Κυριακή, φτιάχνω πρωινό, καθόμαστε σαν ευτυχισμένη οικογένεια στο τραπέζι και αρχίζω να τσακώνομαι με το Λάμπρο που δεν θέλει να πάει στο Βόλο με το Φανούρη, να δούνε έναν πελάτη που πρόκειται να μας αφήσει πολλούς παράδες, γιατί φοβάται μη γεννήσω. Έξαλλη εγώ! Μες τα νεύρα. Μα είναι δυνατόν; Μου ήθελε τρία παιδιά, έχουμε τόσους εργάτες να περιμένουν από μας για να ζήσουν, τρέχουν οι λογαριασμοί κι αυτός δεν θέλει να πάει στο Βόλο γιατί φοβάται μη γεννήσω, παρότι ούτε πονάκια έχω και το παιδί είναι ψηλά. <<Πήγαινε Λάμπρο>>, <<Δεν πάω>>, <<Ή θα πας εσύ ή θα πάω εγώ και κάτσε εσύ εδώ να φυλάς τις κόρες σου. Να με δουν και έγκυο ετοιμόγεννη, να μας λυπηθούν, να τους πουλήσω ότι τουρσί έχω στην αποθήκη>>. Είδε κι απόειδε, σηκώνεται να φύγει, μα τρωγόταν ο άντρας μου ο γλυκός, που αν δεν είχε πεισμώσει, τώρα μπορεί να μη ζούσα εγώ. Και ποιον μου έστειλε τελικά στο σπίτι, μιας και πέσαμε σε μέρα που δεν μπορούσε κανένας να έρθει; Τον στυλοβάτη της οικογένειας, τον Μέγα Κωνσταντίνο που ξαναέχτισε την Πόλη. Ακούω τη γνωστή τσιρίδα <<ο θείος, ο θείος>>, τον βλέπω μες την αυλή, λέω μιας και ήρθες, κάτσε να πιούμε καφέ, να σε ξεμερδίσουν οι ανιψιές σου, να φύγει και ο καημός από το στεφάνι μου. Κι όπως πάω να τον ρωτήσω αν τον θέλει μέτριο ή τουλούμπα με 4 κουταλιές ζάχαρη τον καφέ, πέφτω από τις σκάλες και βρίσκομαι φαρδιά/πλατιά μες την αυλή  με το αίμα ποτάμι ανάμεσα στα πόδια μου και το κορμί μου να πονάει λες και με δέρνανε τρεις μέρες σερί. Με βουτάει ο Κωνσταντής (πώς με σήκωσε ο άτιμος;), με πετάει μέσα στην κούρσα του, παίρνει και τις τσούπρες και φεύγουμε καρφί για το νοσοκομείο στη Λάρισα.

Φτάνουμε με τα πολλά, εγώ βουτηγμένη στο αίμα, η Ευγενία να τρέμει ολόκληρη και να πλαντάζει κι η Βαλεντίνη να κοιτάζει μισή ώρα αμίλητη από το σοκ, που αυτό για το παιδί το δικό μου είναι θαύμα, γιατί μιλάμε για μεγάλη γλωσσοκοπάνα (όχι αστεία!). Βάζει τις φωνές ο Κωνσταντής, με φορτώνουν σε ένα φορείο και βουρ για το γιατρό. Και πάνε τα όνειρα που έκανα, πως θα γεννούσα στην κάμαρη μου, με την Ασημίνα στο πλάι μου (η άλλη είπαμε, λεχώνα) και τον άντρα μου να μου λέει πως είμαι ο έρωτας της ζωής του και να κάνω ένα κουράγιο ως να βγει το παιδί κι εγώ να κοιτάζω τη φωτογραφία στο κομοδίνο μου που είναι οι κόρες μου παρανυφούλες στο γάμο της Δρόσως και να παίρνω κουράγιο. Βρέθηκα μοναχιά μου, σε ένα νοσοκομείο, με ένα γιατρό που δεν είχα ξαναδεί ποτέ και μου εξηγούσε πως από το γκρεμοτσάκισμα, έπαθα αποκόλληση, την οποία πάει κι έρχεται, την αντιμετωπίζαμε με μια καισαρική (θα μου έμενε σημαδί αλλά σκοτίστηκα. Τέτοια ώρα, τέτοια λόγια!), όμως σπάσαν και τα νερά και κατεβαίνει το παιδί! Κι εκεί που λέω <<Κομμάτια να γίνει, ξεγέννησε με να τελειώνουμε>>, μου εξηγεί πως δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα και το παιδί κινδυνεύει κι αν πρέπει να σώσει εμένα ή αυτό, θα σώσει εμένα γιατί έχω κι άλλα δύο παιδιά και κρίμα να μείνουν ορφανά τα κακόμοιρα. Κακούργα μάνα, κακούργα! Δε φτάνει που έκανες τα αίσχη σου μεγάλη γυναίκα, και γκαστρώθηκες λες κι ήσουν παιδούλα, δε φτάνει που δεν σου καλόκατσε η εγκυμοσύνη και ρώταγες συνέχεια <<Μα καλά, πώς έγινε αυτό; Μου λέτε;>> (λες και έγινε με τον κρίνο κοτζάμ κορίτσαρος, όχι που σε γλένταγε ο πατέρας της!), πήγες και γκρεμοτσακίστηκες και τώρα μπορεί να θάψεις παιδί πριν καν το δεις. Κακούργα! Και πιάνω το ντόκτωρ και του λέω <<Άκου να δεις, εγώ στη ζωή μου έχω αντέξει όσα εσύ δεν θα άντεχες σε τρεις ζωές. Άσε τα ιατριλίκια και ξεγέννησε το παιδί, κι εγώ αντέχω και πόνους και όλα. Να βγει το πουλάκι μου γερό, γιατί άλλους θρήνους δεν μπορώ σε αυτή τη ζωή!>>. Και να σου να χάνω αίμα (έδωσε ο Κωνσταντής μετά, να ναι καλά!), και να λιποθυμάω, κι ότι ζαλάδα δεν ένιωσα 9 μήνες, την ένιωσα στη γέννα μου και να πονάει το κορμί μου ολόκληρο, κι είχα και μια νοσοκόμα να μου λέει <<Κάντε λίγη υπομονή>> λες και γκρίνιαζα εγώ, και αφού βράδιασε κι ήρθε κι ο άντρας μου (γιατί εγώ το ένιωσα πως ήρθε ο καλός μου, και έτρωγε τις σάρκες του μέχρι να βγει η Βιολέτα μας), ακούω το κλάμα της και πάλευα να μη λιποθυμήσω για να δω το στερνοπούλι μου που το ταλαιπώρησα. Κι όπως είχε προβλέψει ο Κωνσταντής, που έλεγε πως εγώ σερνικούς δε βγάζω μα δέκα παιδιά να μου κάνει ο Σεβαστός (που ήταν κι ερωτιάρης όσο να πεις), το μωρό ήταν πάλι κορίτσι.

Ο Λάμπρος λέει πως εκείνη τη μέρα, έχασε δέκα χρόνια από τη ζωή του. Ελπίζω να μην ισχύει αλλά η αλήθεια είναι πως πιο ταραγμένο τον άντρα μου, δεν τον είχα ξαναδεί, μήτε όταν έχασε τον κύρη του που τον λάτρευε σα Θεό. Μπήκε στο δωμάτιο, σωριάστηκε δίπλα μου τρέμοντας κι άρχισε να με φιλάει στο κεφάλι λες και δεν περίμενε να με βρει ζωντανή. Πρώτα με φίλησε, και μου πε πως δεν πειράζει που έκανα του κεφαλιού μου και τον έστειλα στο Βόλο να πουλάει τουρσιά, κι ύστερα κοίταξε την κόρη του που τη γέννησα με αίμα, δάκρυο κι ιδρώτα για να τη φωνάζει εκείνος <<Λουλουδάκι μου>> μια ζωή ολόκληρη. <<Αυτή Σεβαστέ, πάλι καλά, πήρε κι από μένα. Δε θα γεννάω μαυρομαλλούσες κοπελιές σα και του λόγου σου>> σκέφτηκα, μα δεν το είπα γιατί ήταν ακόμα ταραγμένος και λέω άσε μην ακούσουμε τίποτα βραδιάτικο. Κι έρχεται ο Κωνσταντής στο δωμάτιο, κι από πίσω ο Φανούρης και μου φέρνει τις γαλιάντρες μου που ακόμα δεν έχουν συνέλθει από αυτό που ζήσαμε, ειδικά η Ευγενία που να χάσει τη μάνα της δεύτερη φορά, ε πήγαινε πολύ! Μου εύχονται για το παιδί και τότε ο Λάμπρος του ζητάει να βάλει λάδι στο στερνοπούλι μας, που το έσωσε από του χάρου τα δόντια. Δέχεται ο προκομμένος, μα σαν τον είδα και ταράχτηκε λες και δεν το περίμενε αυτό. Τους φορτώνω τα παιδιά να τα γυρίσουν στο χωριό, ο Λάμπρος ούτε να ακούσει κουβέντα και να φύγει και μένουμε τα δυο μας, να χαζεύουμε το Λουλουδάκι μας κι εγώ να λαγοκοιμάμαι γιατί εξαντλήθηκα σπρώχνε/ανάσαινε όλη μέρα. Του άντρα μου ομως δεν του κόλλαγε ύπνος και βγήκε να τον χτυπήσει λίγο ο αέρας μπα και ηρεμήσει. Τσουπ, να τος ξανά πίσω ο Κωνσταντής, μα τώρα δεν ήρθε με κέφι να το κάψουνε για το νέο μέλος της φαμίλιας μας, αλλά για να του πει πως αν θέλει να γίνουμε κουμπαράκια και να μας έρχεται φορτωμένος με λαμπάδα/αυγό και παπουτσάκια κάθε Πάσχα, πρέπει πρώτα να μάθει κάτι που εγώ, το λέω και ανατριχιάζω, το είχα καταλάβει χρόνια τώρα.

Το Γιάννο τον έφαγε μπαμπέσικα ο Δούκας κι αυτό το ξέραμε όλοι, κι ας μην είχαμε αποδείξεις πως ήταν αλήθεια. Όπου Δούκας, σημαίνει Μελέτης γιατί ο Δούκας σιγά μη βούταγε τα χέρια του στο αίμα για το χαζό τον ανιψιιό του, όπως τον έλεγε. Από κοντά όμως, ήταν κι ο Κωνσταντής που τότε ήθελε να πάρει τη θέση του καθάρματος που πήγα και παντρεύτηκα και να γίνει ο Σέργιος στη θέση του Σέργιου. Για να χωρίσει η Δροσούλα με του λόγου του και να μείνουν τόσα χρόνια χώρια, χωρις να μας λέει το γιατί και για να παλεύει με τόση λύσσα ο μελλοντικός μου κουμπάρος να ξαναενώσει την οικογένεια, μόνο ένα πράγμα το δικαιολογούσε: ο Κωνσταντής ήταν μέσα σε αυτούς που σκότωσαν το Γιάννο. Πώς να το αντέξει αυτό η αδελφή μου; Δε φτάνει που πήρε πάνω του το φονικό, ο καλός μου, για να μας σώσει, δε φτάνει που τον έβγαλαν από τη μέση γιατί το αίμα ξεπλένεται μόνο με αίμα (όπως ξεπλύθηκε και του πατέρα μου Δούκα, μην τα ξεχνάς αυτά!), να παντρευόταν και το φονιά του έτσι απλά, ήταν πολύ για  εκείνη. Το λέει ο Κωνσταντής στον άντρα μου και πέφτει ο άντρας μου, να πεθάνει. Γιατί έπεσε να πεθάνει; Από το σοκ; Δεν είναι χαζός ο δάσκαλος, μην λέμε ότι θέλουμε. Φυσικά και το είχε καταλάβει, μα είχε πείσει τον εαυτό του πως δεν ήταν αλήθεια. Κακά τα ψέματα, όλα αυτά τα χρόνια, ο Κωνσταντής είχε μπει στο σπίτι μας σα θείος και τα κορίτσια τον λάτρευαν, και έτρεχαν να πέσουν πάνω του για να τις μαλώσει τάχα μου πως θα τον ξεμερδίσουν το θείο, τα <<μαιμουδάκια>>. Κι ο άντρας μου, που τον ένιωθε πια διαφορετικά, και του εμπιστευόταν τα παιδιά μας, που μόλις άκουσαν πως θα βαφτίσει την αδελφούλα τους, είπαν πόσο τυχερή θα είναι που θα τον έχει νονό κι όχι μόνο θείο, διαλύθηκε με αυτό που άκουσε και έμεινε να ξενυχτάει τις νύχτες και να κοιτάζει τα παιδιά μας, μπα και βρει μέσα από αυτά τη γαλήνη που ζητούσε. Από την άλλη εγώ του Κωνσταντή, του χρωστούσα. Του χρωστούσα την πρώτη μου την κόρη, που για εκείνη έτρεξε και πίεσε την Καψάλη να βρουν τρόπο να μου τη δώσουν και του χρωστάω και τη μικρή μου, που μας έσωσε και τις δύο. Κι έχω να το λέω, πως αυτός, που μεταξύ μας τον λάτρευε τον αδελφό του, με συγχώρεσε για το φόνο του. Το δέχτηκε. Κι ακόμα κι όταν βγήκα από τη φυλακή, και δεν ήμασταν τότε η Αγία οικογένεια του κάμπου, δεν ζήτησε εκδίκηση για του λόγου του, χωρίς να ξέρει τι κάθαρμα ήταν. Για μένα λοιπόν, την άξιζε τη συγχώρεση κι ο άντρας μου το κατάλαβε. Κι επειδή ο Λάμπρος μου, δεν έχει μέσα του εγωισμό όταν κάτι αφορά εμένα ή τα παιδιά μας, του την έδωσε τη συγχώρεση και το ερχόμενο καλοκαίρι του 1972, μου βάφτισε την κόρη μου, της έδωσε το όνομα της καλής μου της Βιολέτας και οργάνωσε ένα γλέντι στον κήπο μας, για να γιορτάσουμε το μικρό μας το Λουλούδι, που καταλήξαμε όλοι με μαστίχες για να χωνέψουμε το φαγί και καφέδες για να ξεμεθύσουμε από τα τσίπουρα.

Όταν πήραμε την Ευγενία, μέσα στα άπειρα χαρτιά που μας ζήτησαν για την υιοθεσία της, ήταν και η περιουσιακή μας κατάσταση για να δουν ότι δεν θα πεινάσει το πουλάκι μου μαζί μας. Τότε, εγώ είχα 17 στρέμματα κάμπο (και πολλά δάκρυα που έριξα για τα 30 της προίκας μου, που τα έχασα νύχτα με τον καταραμένο που μπλέξαμε!), μια μικρή επιχειρησούλα με τουρσιά και ο Λάμπρος τον μισθό του δασκάλου. Τρεις κι εξήντα δηλαδή, γιατί οικογένεια με το μισθό του δασκάλου, δε ζει και όλοι τρέχουν στα ιδιαίτερα και στις δεύτερες δουλειές για να τα βγάλουν πέρα. Τέλος πάντων, για ένα παιδί, τον είχαμε τον τρόπο μας. Δεν θα κακοπέρναγε το κοριτσάκι μου. Μετά ήρθε και δεύτερο παιδί, που όσο να πεις εξελίχθηκε στο πιο πολυέξοδο μέλος του σπιτιού, μα και πάλι έβγαινε ο μήνας. Σαν όμως ήρθε και το τρίτο, εμένα με ζώνανε τα φίδια γιατί άλλα όνειρα είχα για τα παιδιά μου και με τρία παιδιά, δύσκολο να τα πραγματοποιήσω. Πόσες οικονομίες να κάνουμε για να τις σπουδάσουμε και να τις μορφώσουμε όπως ήθελα; Έλεγε ο Λάμπρος να μην αγχώνομαι, μα εγώ τρωγόμουν όταν γεννήθηκε η Βιολετούλα και σκεφτόμουν τι άλλο να κάνουμε για να αυξηθεί το εισόδημα μας. Τι να κάνεις δηλαδή κυρά-Λενιώ που εχεις δυο μωρά να τρέχεις από πίσω; Χαζές σκέψεις. Κι όταν η Βιολέτα, ήταν 1.5 χρονών και πήγαινε για 2, η Ευγενία θα έκλεινε τα 11 κι η Βαλεντίνη 5.5 σχεδόν, πεθαίνει ο Δούκας Σεβαστός κι ο κάμπος χάνει το μεγαλύτερο τσιφλικά στην ιστορία του. Μεγάλη απώλεια, μη μου πείτε!

Ξημερώνει Σάββατο και φορτώνω στο Λάμπρο τα μικρά τα παιδάκια μας, να τα πάει στην παιδική χαρά που έφτιαξε ο Τόλιας και τρελαίνονται να χοροπηδάνε στις τσουλήθρες και τις τραμπάλες, μπα και κάνω καμία δουλειά στο σπίτι και ξεβρωμίσουμε εδώ μέσα. Μένω με την Ευγενία μου, που διαβάζει ιστορία γιατί γράφει διαγώνισμα τη Δευτέρα και πάνω που έχω σφουγγαρίσει και μαγειρεύω κοτόπουλο λεμονάτο (γιατί δεν αντέχω τη γκρίνια για το φαγητό Σαββατιάτικο κι αυτό το τρώνε όλες!) χτύπαει η πόρτα και μπαίνει ο Φανούρης, που καημό το έχει να μου φέρνει τα νέα, μια ζωή ολόκληρη. Δούκας γιοκ. Τον βρήκε η Αγορίτσα πεθαμένο και μάλλον λένε καρδιακό στον ύπνο του. Ο καλύτερος θάνατος δηλαδή, λες και του συγχώρεσε ο θεός τις αμαρτίες του και τον έστειλε ανώδυνα να βρει τη Μυρσίνη, που μας είχε αφήσει 6 μήνες νωρίτερα. Πάμε στο αρχοντικό, λέμε ένα <<Να ζήσετε, να τον θυμάστε>> (ναι, άλλη όρεξη δεν είχαν) και μετά κάνω νόημα στο Λάμπρο που είχε πιάσει το λακιρντί για σηκωθούμε να φύγουμε γιατί εγώ δεν κάθομαι εκεί μέσα, πάνω από ένα τέταρτο, να βλέπω στο φέρετρο τον άνθρωπο που έστειλε τον πατέρα μου πακέτο στον άλλο κόσμο για 30 στρέμματα γης. Τον κηδεύουμε, τον κλαίει και λίγο η Αγορίτσα κι από δω παν κι οι άλλοι. Λίγες μέρες μετά, κι ενώ μόλις έχω τσακωθεί με τη Βαλεντίνη που θέλει να πάει με το ποδήλατο στο χωράφι να ποτίσει τα μαρούλια της, χτυπάει το τηλέφωνο (βάλαμε και τηλέφωνο στο σπίτι, μεγαλεία!) και μου λέει ένας συμβολαιογράφος πως ανοίγει η διαθήκη του Δούκα και να πάμε γιατί μας αναφέρει. ΕΜΑΣ; Εμένα και το Λάμπρο; Τι λέει δηλαδή; <<Πάρτε την κατάρα μου, φυλακτό, να σας κυνηγάει μια ζωή>>; Να με φάει μια περιέργεια, άλλο πράγμα. Το στεφάνι μου, ατάραχο. Τι είχαμε, τι χάσαμε. Εγώ; Να μην μπορώ να κοιμηθώ τη νύχτα. Και πάμε στο άνοιγμα της διαθήκης, και έρχεται η κατραπακιά η βαρβάτη: 40 στρέμματα στο Λάμπρο για χάρη του Μιλτιάδη που τον ρίξανε στη διαθήκη του μπαρμπά-Σέργιου και τα 30 της προίκας μου σε μένα, για να προικίσω τις γαλιάντρες σαν μεγαλώσουν και λαχταράνε γαμπρούς. Και 20 που είχαμε μοναχοί μας; 90 στρέμματα κάμπος.

Να αγχωθώ; Να κλάψω; Να γελάσω; Τι να κάνω ακριβώς; Φεύγουμε από τον συμβολαιογράφο. Ο Λάμπρος εξακολουθεί να είναι ατάραχος σε σημείο αναισθησίας. Σταματάει δίπλα στα χωράφια μου, μου λέει <<Θες να κατέβεις;>>. ΝΑΙ ΘΕΛΩ! Θέλω να κλάψω που μετά από 7 χρόνια και τρία παιδιά, γύρισα ξανά στα κτήματα του πατέρα μου, που τα αγόρασε με τον ιδρώτα του για να μας μεγαλώσει τόσα στόματα. Κάθομαι μοναχή μου και λίγο μετά αριβάρει κι ο κουμπάρος μου, κλαμμένος κι αυτός (μόνο ο Φανούρης θα με καταλάβει, που τον είχε το Σταμίρη πιο πάνω από ότι τον είχα εγώ), γιατί γυρίσαμε στα χώματα μας, τα Σταμιρέικα και τώρα ποιος μας πιάνει. Θα τα καταφέρουμε του λέω, με 90 στρέμματα, εμείς που βγάλαμε τόσα χρόνια με λίγα και καλά; Και με όλον τον κάμπο θα τα καταφέρναμε, μου απαντάει. Μου πρότειναν οι γαμπροί μου, να κρατήσω τα καπνά και να πουλάω σε αυτούς, με καλύτερες τιμές αλλά μείναν με την όρεξη, γιατί εγώ καπνά δεν καλλιεργώ. Μια φορά το έκανα κι έστελνα το Λάμπρο να τα βλέπει κι εγώ καθόμουν σπίτι να μαγειρεύω μακαρονάδες γιατί ήμουν και φρέσκια νύφη, μη μας φύγει ο γαμπρός. Τόσο πολύ τα αντιπαθούσα! Στα χωράφια του κυρ-Γιώργη, θα μπούνε στάρια, να μας βλέπει από κει πάνω και να μας καμαρώνει να τα καλλιεργούμε πάλι, και στα άλλα, τα 40 του άντρα μου (που αυτός είναι για βιβλία και ποιήματα, δεν είναι να παίρνει αποφάσεις για ντομάτες και πιπεριές, οπότε μου λέει <<Κάντα ότι θες Λενιώ μου, σε εμπιστεύομαι>> κι εγώ ήμουν έτοιμη να του κάνω και τέταρτο παιδί απ' τη χαρά μου), θα βάλουμε τα ζανζαβάτια μας και θα αυξήσουμε την παραγωγή στο τουρσί που είναι πια φημισμένο. Και θα αυγατήσουν οι παράδες μας, και θα κακομάθουν κι οι τσούπρες κομμάτι, κι εγώ θα φωνάζω μα χαλάλι τους. Καλά να είμαστε, να πληρώνουμε περιοδικά και συνολάκια της μόδας, απ' αυτά που κάνουν κέφι.

Όταν η Ευγενία μου, πήγε στο δημοτικό, ο Λάμπρος μου είπε πως το κορίτσι μας έχει προοπτικές κι εκείνος ξέρει από παιδιά. Δεν έδωσα μεγάλη σημασία, διότι πού το κατάλαβε ο Σεβαστός ότι η Ευγενία, που έγραφε το όνομα της και διάβαζε πιο καθαρά από τα υπόλοιπα παιδάκια, θα μπει στο πανεπιστήμιο; Εκτός αν πέρα από δάσκαλος, είναι και μάντης Κάλχας. Περνάει το δημοτικό, όλα της άριστα ήταν. Δεν είχε κοκκινίλες το τετράδιο της. Καθόταν η μία και η άλλη κι έλεγαν <<Πώς να μην είναι άριστη; Και το δικό μου το παιδί, άμα είχε πατέρα δάσκαλο να της τα λέει, όλα 10 θα τα έπαιρνε>>. Έξαλλη εγώ! Ο Λάμπρος δεν ήθελε καν να τις βοηθάει, για να μην αδικούνται τα άλλα παιδιά που οι γονείς του δεν ήξεραν τόσα γράμματα όσο εκείνος. Καθόμουν εγώ (που δεν μου έφτανε η κούραση μου!) και κυνηγούσα τις γαλιάντρες να διαβάσουν. Εγώ! Και ο πατέρας τους ήταν δάσκαλος. Πάει στο γυμνάσιο, άριστη κι εκεί. Παραστάτρια, παραστάτρια, σημαιοφόρος. Να τη βλέπω στην παρέλαση και να πλαντάζω από το κλάμα, κι η αδελφή μου να με σκουντάει και να λέει <<Χριστός και Παναγία, όταν την πας νύφη, τι θα κάνεις;>>. Κι έρχεται η ώρα, να δώσει εισιτήριες εξετάσεις, που τις ξαναβαφτίσαν σε πανελλήνιες εκείνη τη χρονιά. Τι θες να γίνεις Ευγενία; Φιλόλογος. Βρε με το καθηγητιλίκι εδώ μέσα, θέλουν όλοι να διδάσκουν λες και δεν υπάρχουν άλλα επαγγέλματα. Θα μου πεις, τόσο πολύ δεν σου αρέσει; Μωρέ με ξεσήκωσε ο κουμπάρος μου, ο δικηγόρος, να τη στείλω νομικά για να τη βάλει στο γραφείο με την Ευτυχία (που με τη δικιά μου είναι σαν αδελφές, αφού γνωριζόντουσαν από τότε που ήταν και οι δύο στο ίδρυμα) κι εμένα μου καλάρεσε, να την κάνω δικηγορέσσα, μα αυτή η σκασμένη, ούτε να το ακούσει. Σιγόνταρε κι ο πατέρας της από δίπλα, λες και ζούσαμε πέντε στόματα με το μισθό του δασκάλου, και φοβήθηκε μη στερηθεί η Ευγενία τα πλούτοι. Δίνει τις εξετάσεις της, σιγά που δεν θα έγραφε τέτοια μαθήτρια άριστη και περνάει στη φιλοσοφική της Θεσσαλονίκης. Πώς να την αφήσω, που τόσα χρόνια, δεν έχει πάει ούτε μια νύχτα να κοιμηθεί σαν κορίτσι σε μια φιλενάδα της, να πάει σε ολόκληρη πόλη μοναχιά της; Και δεν μου φτάνουν όλα, πέφτει και η μικρή να πεθάνει, που έφυγε η αδελφή της, που τη μεγάλωσε στα πόδια της, να της κάνει τα μαλλιά κοτσίδες πεταχτές σαν αυτές που έβλεπε στα περιοδικά και να την κοιμίζει στο κρεβάτι της, επειδή φοβόταν τη βροχή μη μας ρίξει το σπίτι. Και για πρώτη φορά μετά από 13 χρόνια, θα αποχωριστώ το κορίτσι μου κι ο Λάμπρος δεν θα ξέρει ποια να πρωτοπαρηγορήσει: εμένα, την Ευγενία ή τη Βιολέτα;

Η κόρη μου, η μεγάλη (όπως την φωνάζαμε όλοι), γεννήθηκε στο Συκουριό από μία Ευτέρπη κι έναν Νίκο, που (όπου ο φτωχός κι η μοίρα του) πέθαναν, όταν ντελαπάρισε ένα αγροτικό που είχαν καβαλήσει για να πάνε στα χωράφια να δουλεψουν. Εγώ, γνωστή πονόψυχη, τους έκανα πότε-πότε κανένα τρισάγιο, στα κρυφά, μοναχιά μου ή με τη Βιολέτα (τη γιαγιά, όχι το Λουλουδάκι), ίσα για την ψυχή τους και για να ξέρουν από εκεί που είναι πως εγώ τους ευγνωμονώ που γέννησαν το κορίτσι μου, που το πήρα μπουμπουκάκι και το έφτασα γυναίκα δυο μέτρα, πανέμορφη σα Σταρ Ελλάς και σπουδαγμένη φιλόλογο με πτυχίο. Η Ευγενία από την άλλη, γεννήθηκε το 1962, στο Διαφάνι από μένα (που τότε ήμουν φυλακή) και τον πατέρα της, το Λάμπρο (που τότε ήταν σαν την καλαμιά στον κάμπο, να μπαινοβγαίνει στα επισκεπτήρια) και ουδεμία σχέση δεν έχει με Συκουριό και Ευτέρπες. Δεν δεχόταν καμία κουβέντα για το παρελθόν της κι εγώ, δεν είχα τολμήσει καν να της πω πως έχω κάποια πραγματάκια της, που τα μάζεψα χρόνια πριν από το σπίτι της γιαγιάς της, για να θυμάται πως ήταν μωράκι, διότι δεν ήθελε να θυμάται πως ήταν και, ακόμα και όταν μεγαλώσει κι άλλο και γίνει μάνα, θα λέει πως γεννήθηκε στην επέτειο του γάμου μου, που τη βρήκα στην αποθήκη του σπιτιού μας και πριν απλά υπήρχε. Έλα που η μεσαία, η τσούπρα μου, έχει ένα μυαλό διαολεμένο και το κατάλαβε πως δεν τη γέννησα εγώ, μα είναι υιοθετημένη. <<Ευχή και κατάρα σου δίνω, αν θες να έχεις μάνα και αύριο, δεν θα της κάνεις ποτέ κουβέντα>> την ορκίζω κι εκείνη το δέχεται. Βασικά, δεν το δέχεται. Και πάει και το ξεφουρνίζει με υπονοούμενα στη μικρή, ίσα για να το ξέρει και να μην πέσει από τα σύννεφα όταν κάποια στιγμή, το μάθαινε. <<Μαμά ζουν οι γονείς της;>> με ρωτάει κλαμμένη η Βιολέτα κι εγώ της λέω όχι, οπότε ηρεμεί γιατί δεν θα έρθει ποτέ καμία κυρία Ευτέρπη να μας την πάρει (λες και θα πήγαινε...).

Εδώ θα κάνω πάλι μια παρένθεση: πάει η Ευγενία στη Θεσσαλονίκη, κάθεται ένα χρόνο, γυρνάει για καλοκαίρι, προσπαθώ να την ψαρέψω εγώ αν έχει κανά μορφονιό, μου το ξεκόβει. Η Ελένη όμως έχει μάτι σε αυτά και δεν χρειάζομαι και πολλές απαντήσεις, το καταλαβαίνω μόνη μου πως δεν υπάρχει μορφονιός. Φεύγει πίσω και μου ξανάρχεται τα Χριστούγεννα, αλλά αυτή τη φορά, εμένα με καβαλάει πως μορφονιός υπάρχει γιατί με την αδελφή της, είναι όλο πίτσι-πίτσι και κρύβουν λόγια. Από την άλλη, η Βαλεντίνη, μεγάλωσε μαζί με το Νέστορα, τον εγγονό της Παγώνας, κι εγώ έβλεπα πολλές ομοιότητες με μένα και τον πατέρα της. Ώσπου, στα 14, θα μου σκάσει το παραμύθι πως ο λεγάμενος, την αγαπά αλλιώς και όχι σα φιλενάδα του. Γιατί αυτή η γλωσσοκοπάνα, σε αντίθεση με την άλλη, τη χαμηλοβλεπούσα, μου τα λέει όλα. Κι όταν στα 18 θα είναι να φύγει για την Αθήνα, κι εκεί θα μένει κι ο Νεστοράκος ο γαμπρός μας, κι εγώ σα μάνα θα θέλω να τη συμβουλεύσω, για να μη μου φέρει κανένα εγγόνι δώρο, να το μεγαλώνω όσο αυτή τάχα μου σπουδάζει, εκείνη θα μου πει να μην αγχώνομαι γιατί ήδη με το Νεστοράκο, το ποτίζουν το χωράφι κι εγώ από τη μία θα θέλω να της βγάλω το μαλλί κι από την άλλη θα σκέφτομαι <<Κοίτα πρόοδος! Εγώ με τον πατέρα της, δίναμε κάτι φιλάκια κι ένιωθα λες και έκανα τη μεγαλύτερη αμαρτί του κόσμου>>. Τουτηνής όμως τα ήξερα, της άλλης με καίγανε! Γιατί δεν μίλαγε η σκασμένη, που τη μεγάλωσα σαν πριγκίπισσα, να αδικώ τις άλλες, και να μην τη μαλώνω για τίποτα, και κρυβόταν από τη μάνα της! Ακούς εκεί! Λέω <<Θα πάω στη Θεσσαλονίκη, να δω τι σόι πράγμα είναι αυτός και μας τον κρύβει, μην της τον βασκάνουμε>>, κι εκεί με σταματάει η Βαλεντίνη και μου τα λέει όλα χαρτί και καλαμάρι. Κώστας, μαθηματικός, καλό παιδί και δεν μου το λέει γιατί φοβάται μη με αγχώσει. Ε ρε πού μπλέξαμε! Και τέλος πάντων, το καταπίνω, της λέω και το γνωστό <<ΜΗ ΜΑΘΕΙ ΤΙΠΟΤΑ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΣΟΥ>> και λήγει το θέμα. Αυτό το τελευταίο, διότι ο Λάμπρος μας προέκυψε Γιώργης Σταμίρης και σου λέει <<Μωρά παιδιά, θα έχουν αγαπητικούς; Όχι Ελένη μου, δε συμφωνώ>>. Ναι Σεβαστέ, γιατί θα σε ρώταγαν, όπως ρώτησα κι εγώ το Γιώργη, που μας βγήκε και συντηρητικός ο Λάμπρος!  Που άμα δεν κράταγα τα μπόσικα εγώ, θα με καβάλαγες από τα 17 στις ρεματιές. Ακόμα λοιπόν και στον Κωστάκη, το αίσθημα που θα λιώνει για χάρη του και θα την κάνει γυναίκα κι ύστερα μάνα, μετά από 2.5 χρόνια, θα του πει πως δεν την γεννήσαμε εμείς, κι αφού ήδη θα το έχει συζητήσει με τις αδελφές της.

Το καλοκαίρι που ήταν στο 3ο έτος και με τον λεγάμενο στα μέλια, αυτός ο μπαγλαμάς, μας κουβαλήθηκε στο χωριό, για να τη δει και τότε μάθαμε τα καθέκαστα κι επίσημα πια. Μας το πε η κόρη μας η προκομμένη; Όχι, τους είδε ο Λάμπρος και κόντεψα να μείνω χήρα, με 3 παιδιά, να τον μοιρολογώ με πλερέζα και μαύρο γυαλί. Τέλος πάντων, κουβέντα στην κουβέντα, τη βάζω και μας τον φέρνει σπίτι, να τον τραπεζώσουμε, να δούμε τι φιντάνι είναι, και τι σκοπούς έχει γιατί εγώ χαζή δεν είμαι και θέλω να ξέρω: τη γλεντάει στη Σαλονίκη μέχρι να πάρει το πτυχίο του ή θέλει να πάνε και παρακάτω. Έρχεται σπίτι, του κάνω εγώ 3-4 φαγητά, τον περνάω κι από ανάκριση να δω τι σκέφτεται για το κορίτσι μου, κι αφού φάμε, κάνει το μοιραίο λάθος χωρίς να το ξέρει: ζητάει να δει φωτογραφία την Ευγενία μωρό. Παγώνει η Ευγενία, ατάραχη εγώ, λέω <<Ναι βεβαίως, γιατί όχι;>> και φέρνω τη μία και μοναδική φωτογραφία που την έχω μωράκι, και την είχα μαζέψει από το σπίτι της γιαγιάς της, πεταμένη σε ένα συρτάρι. Η κόρη μου; Να πεθάνει. <<Δεν είπαμε γεννήθηκα 4.5 χρονών; Τι φωτογραφία είναι αυτή;>>. Τη βλέπει ο λεβέντης, χαίρεται που ήταν κουκλάκι, φεύγει στο καλό και μένω εγώ να τσακώνομαι πρώτη φορά στη ζωή μου με το παιδί μου το μεγάλο, και να απαιτεί να μάθει πόθεν πως εγώ έχω τέτοιο πράγμα. Της απαντάω εγώ και πάνω στο νταβαντούρι μαθαίνει και για ένα λογαριασμό τραπέζης, που της άνοιξα όταν ήταν μικρούλα κι έβαλα κάτι λεφτουδάκια που πήραμε γιατί πουλήσαμε το σπίτι της γιαγιάς της που ήταν κληρονομία στο Συκουριό. Να μου φωνάζει πως την ξεχωρίζω από τις άλλες κι εγώ να κρατιέται να μη την βρίσω, που θα μου πει εμένα πως την ξεχωρίζω από τις άλλες επειδή τις έβγαλα από το... Άντε τώρα! Το μετάνιωσε φυσικά και την άλλη μέρα, μου ζήταγε συγνώμες κι έκλαιγε στην αγκαλιά που αδίκησε τη μάνα της, αλλά εγώ της τα πα χύμα και τσουβαλάτα γιατί δεν είναι πια μωρό, να τη χαϊδεύουμε και πάρτο απόφαση Ευγενία πως δεν σε γέννησα, να πάμε παρακάτω τη ζωή μας. Ένα μήνα αργότερα, θα πει από μόνη της στη Βαλεντίνη πως είναι υιοθετημένη, για να της απαντήσει η τσούχτρα η κόρη μου πως θα έπρεπε να είναι χαζή για να πιστεύει πως δεν το είχε καταλάβει. Κι επειδή η Βαλεντίνη δεν αστειέυεται, θα πάνε και μαζί στο Συκουριό, στους τάφους των γονιών της, ίσα για να σπάσει η χολή της και να το ξεπεράσει πια.

Pokračovat ve čtení

Mohlo by se ti líbit

476 47 34
The Mystery of Love indeed.
8K 633 24
Σε ένα παράλληλο σύμπαν από αυτό της σειράς "Η Μάγισσα", ο Αντρέι και η Θεοφανώ πρέπει να βρουν μια λύση για να σώσουν τις οικογένειές τους πριν να...
484 21 2
Αν τα γεγονότα μετά το 43 γίνονταν κάπως διαφορετικά για τον Αντρέι και την Θεοφανώ. Μια ιστορία σε 2 μέρη.
111K 3.6K 42
"ΓΙΑ ΠΟΙΟ ΠΟΥΣΤΗ ΛΟΓΟ ΤΟΝ ΑΦΗΣΕΣ ΝΑ ΣΕ ΑΓΓΙΞΕΙ;" μου φωναξε και αρχισε να με πλησιαζει. "Δεν σε αφορα το τι κανω Αρη. ΠΑΡΑΤΑ ΜΕ!" Φωναξα και πηγα να...