Ευγενία

Bởi angry_bird24

66.4K 1.6K 851

Ένα παιδί χωρίς γονείς. Δύο γονείς χωρίς παιδί. Πόσο μετράει η αγάπη; Πόσο δύναμη έχει; Πόσα εμπόδια μπορεί ν... Xem Thêm

ΕΠΕΤΕΙΟΣ
ΓΝΩΡΙΜΙΑ
ΜΠΟΥΜΠΗΣ
ΔΥΟ ΔΩΡΑ
ΛΑΜΠΡΗ
ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΣ
ΑΡΝΗΣΗ
ΑΠΟΓΝΩΣΗ
ΕΛΠΙΔΑ
ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
ΤΡΕΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΔΥΟ ΜΗΝΕΣ ΜΕΤΑ
ΔΥΣΦΟΡΙΑ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
ΓΕΝΕΘΛΙΑ
ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ
ΓΕΝΝΗΣΗ
Ο ΝΟΝΟΣ
ΕΝΩΣΗ
ΤΟ ΘΑΥΜΑ
Η ΑΛΗΘΕΙΑ
ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΑΚΙ
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΜΥΣΤΙΚΟ
Ο ΚΑΒΓΑΣ
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΟΥΚΑ ΣΕΒΑΣΤΟΥ
Ο ΚΩΣΤΑΣ
ΘΥΜΟΣ
Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ
ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ
ΕΥΤΥΧΙΑ
Η ΩΡΑ Η ΚΑΛΗ
Η ΝΥΦΗ
ΟΙ ΣΥΜΜΑΘΗΤΕΣ - part 1
ΟΙ ΣΥΜΜΑΘΗΤΕΣ - part 2
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ
Η ΑΠΟΒΟΛΗ
ΟΙ ΔΙΑΚΟΠΕΣ
Η ΜΑΜΑ ΜΟΥ - part 1
Η ΜΑΜΑ ΜΟΥ-part 2
ΥΙΟΘΕΤΗΜΕΝΗ
ΝΥΧΤΑ ΓΑΜΟΥ (extra bonus)
Η ΘΕΙΑ (extra bonus)
Η ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΡΙΑ (extra bonus)
H AΛΛΗ ΓΥΝΑΙΚΑ (extra bonus)
Ο ΖΑΧΟΣ (extra bonus)
ΟΙ ΑΡΡΑΒΩΝΕΣ (extra bonus)
ΤΟ ΦΙΛΙ (extra bonus)
ΤΟ ΠΑΡΤΥ (extra bonus)
ΤΑ ΚΑΚΑ ΠΑΙΔΙΑ (extra bonus)
ΤΟ ΤΡΑΥΜΑ (extra bonus)
Η ΠΡΟΤΑΣΗ (extra bonus)
Ο ΓΙΟΣ (extra bonus)
Η ΑΔΕΛΦΗ ΜΟΥ (extra bonus)
ΔΕΣΠΩ (extra bonus)
ΤΟ ΛΑΘΟΣ (extra bonus)
ΤΑ ΠΑΚΕΤΑ (extra bonus)
ΤΡΕΙΣ ΕΡΩΤΕΣ (extra bonus)
ΕΛΕΝΗ-part 1 (Αφήγηση)
ΕΛΕΝΗ-part 2 (Αφήγηση)
ΛΑΔΙ ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ (extra bonus)
ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ «ΕΥΓΕΝΙΑ»
ΟΛΑ ΣΤΟ ΦΩΣ (extra bonus)

Ο ΠΑΠΠΟΥΣ (extra bonus)

725 26 4
Bởi angry_bird24

ΙΟΥΛΙΟΣ 1940

Η Βαλεντίνη Σταμίρη άφησε την μικρή Δροσούλα στο καλαθάκι της κι έκατσε στο τραπέζι πλάι στον άντρα της, που είχε ήδη φάει, μαζί με τις μεγαλύτερες κόρες της. <<Τη τάισες;>> γρύλισε ο Γιώργης και έπιασε το χεράκι του μωρού που εβγαζε μικρές κραυγούλες. <<Ναι. Είναι εντάξει>> απάντησε τρώγοντας λαίμαργα. <<Φάε καλά, να έχεις γάλα>> τη συμβούλευσε. Η δεκάχρονη Λενιώ κοιτούσε τον πατέρα της ντροπαλά και τα βλέμματα τους διασταυρώθηκαν. <<Τι ναι κόρη μου; Τι με κοιτάς έτσι; Θα με ματιάσεις>> της είπε κεφάτα. <<Πατέρα... Θέλω να σου ζητήσω μια χάρη>> έκανε δειλά το κορίτσι. <<Τι χάρη; Και για' το ρωτάς έτσι; Ντρέπεσαι;>>, <<Τη Κυριακή θέλω να πάω σε μία γιορτή. Θα πάνε κι οι συμμαθητές μου>>, <<Τι σόι γιορτή;>>, <<Γενέθλια>>, <<Γενέθλια; Ποιος γιορτάζει και σε κάλεσε;>> ρώτησε με περιέργεια. <<O Λάμπρος πατέρα>> ψέλλισε και χαμήλωσε το βλέμμα. Ο Γιώργης την κοίταξε αυστηρά. <<Δεν έχω πει δεν θέλω πάρε δώσε με αυτόν;>>, <<Γιατί πατέρα; Είναι καλό παιδί και φίλος μου>> απάντησε κατακόκκινη από ντροπή. <<Κομμένη. Έχεις φιλενάδες. Τόσα κορίτσια της ηλικίας σου. Δεν σου χρειάζεται ο Σεβαστός. Και ξέχασε τη, τη βεγγέρα στο σπίτι τους>>, <<Μα θα πάνε όλα τα παιδιά>, <<ΔΕΝ ΜΕ ΝΟΙΑΖΕΙ ΤΙ ΚΑΝΟΥΝ ΟΙ ΑΛΛΟΙ! Εσύ δεν θα πας και δεν θέλω άλλη κουβέντα για αυτόν. Αλλού αυτός, αλλού εσύ>> της φώναξε και το κορίτσι έφυγε δακρυσμένο για την κάμαρη της. <<ΛΕΝΙΩ!>> έκανε στεναχωρημένα η Ασημίνα κι έτρεξε πίσω της. Η Βαλεντίνη κοίταξε τον άντρα της με παράπονο. <<Γιώργη μου, η Ελένη δεν φταίει αν..>>, <<ΣΚΑΣΜΟΣ! Κανένα πάρε δώσε!  Τι θα είναι ο γιος; Τα ίδια σκατά με τον πατέρα>> πέταξε πικραμένα. Η Βαλεντίνη σηκώθηκε λυπημένη και ακολούθησε τις κόρες της στο δωμάτιο. Η Ελένη έκλαιγε, πεσμένη στο στρωματάκι της και η μικρούλα Ασημίνα, χάιδευε την πλάτη της απαλά. <<Πήγαινε κοριτσάκι μου, να προσέχεις την Δροσούλα μας>> ζήτησε ευγενικά από το παιδί κι εκείνη την υπάκουσε και τις άφηνε μόνες. <<Μη κλαις κόρη μου. Ματώνει η καρδιά μου>>, <<Γιατί μανούλα μου είπε όχι ο πατέρας; Τι του έκανε ο Λάμπρος; Εκείνος είναι καλός και παίζουμε παρέα. Είναι φίλος μου>> έκανε παραπονιάρικα. <<Μη στεναχωριέσαι κορίτσι μου. Άκου να δεις τι θα γίνει. Θα πάμε στη Λάρισα και θα του αγοράσουμε ένα δώρο αλλά θα του το δώσεις άλλη μέρα, εντάξει; Χωρίς να το πούμε στον πατέρα σου όμως>>. Η Ελένη ανακάθισε και σκούπισε τα μάτια της. <<Θέλω να πάω κι εγώ στη γιορτή, να του ευχηθώ. Με κάλεσε!>>, <<Δεν γίνεται αυτό αγάπη μου. Θα του ευχηθείς όμως και θα του το δώσεις, μια άλλη στιγμή>>. Η Λενιώ την κοίταξε παραπονιάρικα κι έγνεψε θετικά.

Έφτασε η Κυριακή και το κορίτσι χάζευε το πακέτο με το δώρο που είχε κρυμμένο κάτω από το σεντόνι της. Είχε βρεθεί με τον Λάμπρο αυτές τις μέρες, όμως δεν του το έδωσε. Αναστέναξε στεναχωρημένα και το περιεργάστηκε. Έπειτα σηκώθηκε, το έκρυψε κάτω από τη φούστα της και βγήκε στην κουζίνα. Η Βαλεντίνη μαγείρευε, τραγουδώντας έναν σκοπό στο μωράκι που έκανε χαρούμενες φωνούλες. <<Πάω μέχρι το γεφύρι>> πέταξε η Ελένη και βγήκε τρέχοντας από το σπίτι. Στο αρχοντικό των Σεβαστών, η γιορτή είχε φουντώσει και τα παιδάκια έτρεχαν παίζοντας στους κήπους. <<Να ζήσεις ανιψιέ>> έκανε σοβαρά ο Δούκας, στο παιδί που στεκόταν δίπλα στον παππού του. <<Ευχάριστώ>>, <<Βλέπεις τι γλέντι έγινε για το χατίρι σου>> σχολίασε και ο μικρός Σέργιος μούτρωσε με μιας. <<Ναι. Ευχαριστώ...>> απάντησε λυπημένα. Ο Μιλτιάδης τον πλησίασε και χάιδεψε το κεφάλι του. <<Τι έχεις γιε μου; Δε χάρηκες με τη γιορτή;>>, <<Χάρηκα πατέρα>>, <<Τότε γιατί είσαι κατσούφης;>>. Το αγοράκι χαμήλωσε το βλέμμα ντροπαλά. <<Ήθελα να έρθει και η Λενιώ αλλά δεν την άφησε ο πατέρας της>> απάντησε δειλά. <<Αγόρι μου, άστο το κοριτσάκι. Τόσοι συμμαθητές σου ήρθαν να σου ευχηθούν. Κι αφού ο πατέρας της δεν θέλει να έχετε πάρε/δώσε, εσύ που είσαι σεβαστικό παιδί, θα το δεχτείς. Παίξε με τους φίλους σου και άσε τα μούτρα>>. Το αγοράκι άρχισε να περπατάει στον κήπο, χαζεύοντας τους συμμαθητές του που έτρεχαν όλο χαρά και σταμάτησε πλάι σε ένα δέντρο. <<Λάμπρο;>> άκουσε ένα ψίθυρο κοντά του και αναπήδησε. <<ΛΑΜΠΡΟ!>> ακούστηκε πιο δυνατά. Εκείνος γύρισε απότομα και είδε πίσω από τις φυλλωσιές την Ελένη, να στέκεται ντροπαλά, κρατώντας ένα μικρό πακέτο. Έτρεξε κοντά της χαρούμενος. <<Λενιώ μου!>> είπε και την αγκάλιασε σφιχτά. Το κοριτσάκι του έδωσε το πακέτο. <<Χρόνια πολλά. Είναι τα μυστικά του βάλτου, που το ήθελες>> εξήγησε κοκκινίζοντας. <<Δεν ήταν ανάγκη. Ευχαριστώ. Έλα μέσα!>> έκανε χαρούμενα. Το κορίτσι χαμήλωσε το βλέμμα ντροπαλά. <<Δεν μπορώ... Ήρθα κρυφά...>>, <<Αλήθεια;>>. Εκείνη έγνεψε θετικά. <<Να σου φέρω λίγη τούρτα εδώ;>> πρότεινε ευγενικά. <<Όχι ευχαριστώ. Συγνώμη που δεν έρχομαι αλλά...>>, <<Θες να πάμε μια βόλτα;>>, <<Δεν είναι σωστό! Έχεις τα γενέθλια σου και ήρθε τόσος κόσμος>> τον μάλωσε. <<Σωστά...>>, <<Καλύτερα να φύγω. Θα με ψάχνουν>>, <<Θα σε πάω ως τη γωνία!>> της είπε αποφασιστικά. <<Δεν...>>, <<Θα σε πάω!>> έκανε και την έπιασε από το χέρι.

Ο Γιώργης μπήκε στο σπίτι και έριξε νερό στο πρόσωπο του, για να δροσιστεί από τον καυτό ήλιο του κάμπου. <<Ήρθες;>> ρώτησε καλοσυνάτα η Βαλεντίνη. <<Δεν με βλέπεις;>> της απάντησε κεφάτα. <<Πεινάς; Να στρώσω; Νωρίς δεν είναι;>>, <<Ε στρώσε μια και ήρθα. Οι τσούπρες;>>, <<Η μικρή κοιμάται. Η Ασημίνα παίζει μέσα με τις κουκλίτσες της>>, <<Κι η Λενιω;>>, <<Α πήγε ως το γεφύρι>> πέταξε, δίνοντας του μια πετσέτα. <<Ποιο γεφύρι; Πέρασα και δεν ήταν>>, <<Ε κάπου θα παίζει>>. Ο Γιώργης την κοίταξε αυστηρά. <<Γιατί την άφησες να φύγει; Ε; Για να πάει στον γιο του λεγάμενου;>> της είπε αυστηρά. <<Γιώργη, δεν...>>, <<ΤΙ ΔΕΝ, Ε; Φαγώθηκε να πάει και την αφήνεις να πάρει τους δρόμους; Αντί να την κρατήσεις εδώ! Τώρα θα πάω να τη βρω και έτσι και έχει πάει στον πιτσιρικά του Σεβαστού, θα τη φέρω από το αυτί στο σπίτι!>> φώναξε και έκανε να φύγει. Η γυναίκα τον έπιασε από το μπράτσο. <<Παιδάκια είναι, άστην. Ένα χρόνια πολλά θα πήγε να του πει>>, <<ΟΥΤΕ ΚΑΛΗΜΕΡΑ!>>. Βγήκε από το σπίτι και πήρε το δρόμο προς το αρχοντικό, γεμάτος νεύρα. Ο Λάμπρος περπατούσε, κρατώντας από το χεράκι την Ελένη που τον κοιτούσε λυπημένα. <<Θα σε ψάχνουν>> του είπε, χαμογελώντας αχνά. <<Σιγά. Ούτε που θα το κατάλαβαν>> απάντησε και σταμάτησε δίπλα της. <<Θα πάμε αύριο στη ρεματιά; Θα φέρω και το βιβλίο που μου πήρες, να το ξεκινήσουμε>>, <<Εντάξει αλλά νωρίς, ε;>>, <<Εντάξει>> της απάντησε εύθυμα και άφησε ένα φιλί στο μάγουλο της. Το κορίτσι πήρε το δρόμο για το σπίτι του και λίγα μέτρα παρακάτω, συνάντησε τον πατέρα της. <<Τι κάνεις εδώ;>> τη ρώτησε αυστηρά. Εκείνη τον κοίταξε ντροπαλά. <<Μια βόλτα>>, <<ΨΕΜΑΤΑ ΣΕ ΜΕΝΑ;>> της φώναξε και το παιδί βούρκωσε. <<Ήρθα να ευχηθώ>> απάντησε με ειλικρίνεια. <<ΔΕΝ ΕΙΠΑ ΝΑ ΜΗΝ ΕΡΘΕΙΣ;>>, <<Όλοι εδώ είναι. Τόσο κακό ήταν; Ο Λάμπρος είναι συμμαθητής μου>>, <<Μην το ξανακούσω αυτό το όνομα! Προχώρα, πάμε σπίτι. Κι είσαι τιμωρία! Δεν έχει γλυκό το μεσημέρι. Να μάθεις να κάνεις του κεφαλιού σου>> τη μάλωσε αυστηρά και την τράβηξε απότομα από το χέρι.

----------------------------------------------

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1945

Η Ελένη στάθηκε μέσα στη ρεματιά και έριξε λίγο νερό στα πόδια της για να δροσιστεί. Έκατσε σε ένα βραχάκι και περίμενε καρτερικά. Ο Λάμπρος την είδε από μακριά και κατέβηκε όσο πιο σιγανά μπορούσε, για να μην τον καταλάβει. Έπειτα βρήκε μια πέτρα και την πέταξε με δύναμη από μακριά, μες το νερό. Το κορίτσι τσίριξε τρομαγμένο κι εκείνος ξέσπασε σε γέλια. <<ΕΙΣΑΙ ΒΛΑΚΑΣ!>> φώναξε, πιάνοντας το στήθος της αγχωμένα. Ο νεαρός έτρεξε δίπλα της και βολεύτηκε στην πέτρα. <<Στο φύλαγα από προχτές που μου έβαλες το βατράχι μες το πουκάμισο κι έκανα αμάν να το βγάλω>> της παραδέχτηκε κι εκείνη γέλασε με τη σειρά της. Έπιασε το μπράτσο του και έγειρε στον ώμο του. <<Δηλαδή τώρα θα φύγεις;>>. Ο Λάμπρος αναστέναξε. <<Τι να κάνω; Πρέπει να πάω στο σχολείο στη Λάρισα. Ο πατέρας μου λέει είναι καλύτερα για να προετοιμαστώ για τις εξετάσεις στην  παιδαγωγική>>. Η κοπέλα μούτρωσε κι εκείνος τη σκούντησε με τον ώμο του. <<Εεε; Τι σε έπιασε;>>, <<Τίποτα... Τι να με πιάσει; Σκέφτομαι ότι θα μείνω μοναχή μου, ότι θα κάνω τόσο καιρό να σε δω...>> απάντησε με παράπονο. Το αγόρι πέρασε το χέρι του γύρω από τη μέση της, και την αγκάλιασε. <<Μη στεναχωριέσαι Λενιώ μου. Θα σου γράφω γράμματα κάθε μέρα>>, <<Κάθε μέρα; Σα πολύ δεν είναι; Τι θα μου γράφεις; Τι έφαγες;>>, <<Ναι σωστά... Τρεις φορές την εβδομάδα;>>, <<Εντάξει. Καλύτερα>> του απάντησε και χαμογέλασε αχνά. <<Δεν ξέρω πότε θα ξανάρθω. Τα οικονομικά μας, δεν είναι καλά. Σκέφτομαι να βρω καμιά δουλειά για τα Σαββατοκύριακα>> της είπε λυπημένα. <<Μα εσύ πας εκεί για να διαβάσεις. Αν ήθελες μεροκάματο, έμενες και στον κάμπο>>, <<Θα έχω χρόνο για διάβασμα, μα πρέπει να βοηθάω και τον πατέρα μου. Πόσα να μου στέλνει; Μια σύνταξη έχει όλη κι όλη>>. Ξάπλωσε πίσω στην πέτρα κι εκείνη έκανε το ίδιο, βολεύοντας το κεφάλι της στο στέρνο του. <<Μπορεί στη Λάρισα να κάνεις καμία καινούργια φίλη κι εμένα να με ξεχάσεις>> του είπε ντροπαλά. <<Αρρένων είναι το σχολείο>>, <<Ε μπορεί να τη γνωρίσεις αλλού>>, <<Μη λες κουταμάρες. Γκρινιάρα...>> τη πείραξε κι ένα νευρικό γελάκι ξέφυγε από τα χείλη της.

Περπάτησαν ως τον μεγάλο θάμνο, πίσω από το σπίτι της Ελένης, πιασμένοι χέρι-χέρι κι εκεί το κορίτσι σταμάτησε. <<Καλύτερα να με χαιρετίσεις εδώ. Μην πάμε ως το σπίτι>>. Εκείνος έγνεψε θετικά. <<Θα μου λείψεις>> της είπε ντροπαλά. Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και έπεσε με δύναμη στην αγκαλιά του, τυλίγοντας τα χέρια της στη μέση του. Ο νεαρός ένιωσε άβολα. Ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί του και ένιωσε μια ανεξήγητη φούντωση. Τραβήχτηκε απαλά και βρέθηκε να στέκεται μπροστά της, με την ανάσα της να χτυπάει πάνω στη δική του. Το ρίγος που τον διαπερνούσε, πλέον είχε γίνει ένα ελαφρύ τρέμουλο. Τα χείλη του ακούμπησαν ανεπαίσθητα πάνω στα δικά της. Ένιωσε σαν να χτυπά το σώμα του ηλεκτρικό ρεύμα και γύρισε απότομα το πρόσωπο του στο μάγουλο της. <<Μη στεναχωριέσαι, ε; Θα μου στέλνεις γράμματα!>> της είπε κεφάτα. Εκείνη έγνεψε καταφατικά. Τον φίλησε για μια τελευταία φορά και πήρε το δρόμο για το σπίτι της. Ο νεαρός έγειρε στη φυλλωσιά και πήρε μια βαθιά ανάσα. Το σώμα δεν είχε επανέλθει ακόμα από το άγγιγμα της. Την κοιτούσε να περπατάει ανάλαφρα προς το σπίτι της και η φούντωση γινόταν όλο και πιο έντονη. Σκέφτηκε πως έπρεπε να τη φιλήσει στο στόμα, όμως αυτόματα κοκκίνισε και ντράπηκε με τον εαυτό του. Πήρε τον δρόμο της επιστροφής, χαμένος στις σκέψεις του και πικραμένος από τον αποχωρισμό, όταν βρέθηκε μπροστά του ο Γιώργης που τον κοίταξε παγωμένα. <<Τι κάνεις εσύ εδώ;>> ρώτησε αυστηρά. <<Τίποτα>>, <<Χωρατά μου κάνεις; Από το σπίτι μου έρχεσαι;>> συνέχισε επίμονα. <<Ένα γεια πήγα να πω στην Ελένη. Φεύγω αύριο, θα πάω σχολείο στη Λάρισα>>, <<Και; Δεν θα το μάθαινε η κόρη μου; Έπρεπε να την ενημερώσεις;>>. Ο νεαρός χαμήλωσε το βλέμμα του. <<Απλώς ήθελα να της το πω>> δικαιολογήθηκε. <<Δεν χρειάζοταν. Μακριά απ' την Ελένη. Κορίτσι πράγμα και να σε έχουμε τριγυρίζεις στο σπίτι μας. Άντε και καλή πρόοδο>> πέταξε ψυχρά και άνοιξε το βήμα του, κουνώντας το κεφάλι ειρωνικά. <<Φτυστός ο πατέρας του. Μωρέ ας την ξαναπλησιάσει και δεν θα βρει ο παπάς να θάψει. Αυτό μας έλειπε... Θα ναι και της παντρειάς σε λίγο...>> μονολόγησε και συνέχισε τον δρόμο του.

-----------------------------------------------

ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1980

Η Ελένη, η Ασημίνα και η Δρόσω δεν παρέλειπαν ποτέ το ετήσιο μνημόσυνο του πατέρα τους, ακόμα κι αν πέρασαν 24 χρόνια από τον θάνατο του. Εκείνο το Σάββατο, το κρύο ήταν τσουχτερό και μπήκαν όλοι βιαστικά στο σπίτι, τυλιγμένοι με τα παλτά και τα κασκόλ τους, μετά την επίσκεψη στο νεκροταφείο. Ο Λάμπρος έριξε βιαστικά ένα κούτσουρο στο τζάκι και οι υπόλοιποι, μαζί με τον Φανούρη, βολεύτηκαν γύρω από το τραπέζι και στους καναπέδες. <<Να κάνω καφέδες, να ζεσταθούμε>> πέταξε η Ελένη και έφυγε στην κουζίνα με τις αδελφές της. <<Μαμά, να πάμε με την Ανετούλα να παίξουμε έξω;>> ρώτησε δειλά η Βιολέτα. <<Να πάτε στην κάμαρη, να παίξετε με κανένα από τα παιχνίδια σου. Κάνει παγωνιά κι αύριο έχεις γενέθλια. Θες να τα περάσεις στο κρεβάτι; Έχει κάνει τόσες ετοιμασίες η γιαγιά>> της απάντησε αυστηρά και έφυγαν για το δωμάτιο. <<Μαμά, παώ κι εγώ στην κάμαρη σου να διαβάσω γιατί άφησα στη μέση τα λατινικά>> ανακοίνωσε η Ευγενία. <<Αμάν ρε μαϊμουδάκι με το διάβασμα. Θα πάθεις τίποτα!>> έκανε ο Κωνσταντής νευρικά. <<Έχει εξετάσεις το κορίτσι, Κωνσταντή. Θέλει να περάσει στη φιλοσοφική>> τον μάλωσε ο Νικηφόρος. <<Χαρά στο πράγμα. Αυτή ήταν πάντοτε πρώτη μαθήτρια, τα ξέρει απ' έξω>>. Ο Λάμπρος ξεφύσηξε. <<Πήγαινε, αγάπη μου, να διαβάσεις κι άσε το θείο σου. Έμαθε κι ο Κωνσταντής από διάβασμα...>>, <<Μπαμπούνη μου, να πάω κι εγώ στη Φιλίτσα;>> έκανε παιχνιδιάρικα η Βαλεντίνη. <<Α, δεν ξέρω. Η μάνα σου ότι πει, μη με ανακατεύεις>>, <<Μαμά;>> έκανε πλησιάζοντας την και η Ελένη έσκυψε στο αυτί της. <<Μην τον ξαναδώ στην αυλή μας, τον λεγάμενο. Τράβα τώρα και πες του, αν την ξαναστήσει στις λεύκες και τον δει ο πατέρας σου, δεν θα βρει ο παπάς να θάψει>> απάντησε απειλητικά και το κορίτσι έφυγε. Η Δρόσω και η Ασημίνα, που έφτιαχναν καφέδες, έβαλαν τα γέλια. <<Φτυστή ο μακαρίτης ο πατέρας>>, <<Ούτε 12 δεν είναι και τη στήνει όλη την ώρα ο μορφονιός τη Σοφούλας στον κήπο μας. Τι θες να κάνω;>> απάντησε αγχωμένα. <<Έλα μωρέ, παιδάκια είναι και παίζουν. Τι τον πιάνει τον Λάμπρο;>> σχολίασε η Δρόσω. <<Παιδάκι θα είναι ως τα 14-15. Μετά αρχίζουν οι φουσκοδεντριές κι ο Λάμπρος το ξέρει. Γι' αυτό δεν τον θέλω όλη την ώρα, τον Νέστορα. Άντε πείστον εσύ πως δεν θα διπλαρώσει τη κοκόνα μας, που της έχει κι αδυναμία>>. Σέρβιραν τους καφέδες και έκατσαν γύρω από το τραπέζι. <<Άντε, να ζήσουμε να τον θυμόμαστε>> έκανε ο Φανούρης με το νερό και όλοι τον μιμήθηκαν. <<Κοίτα να δεις όμως συμπτώσεις, ε; Σαν σήμερα χάθηκε το αφεντικό και σαν αύριο γεννήθηκε το στερνοπούλι μας, η εγγόνα του η τελευταία>> συνέχισε και η Ελένη έγνεψε συγκινημένη. <<Κοριτσάκι μου... Η ψυχή του πατέρα μου, μας προστάτευσε και τις δύο όταν πήγαμε να πεθάνουμε. Χάθηκε νέος και δεν πρόλαβε να τις καμαρώσει, τέσσερις ζωή να χουν>>. Ο Κωνσταντής πνίγηκε με τον καφέ και όλοι έριξαν τα μάτια τους πάνω του. <<Τι με κοιτάτε μωρέ και τι να καμαρώσει; Που μπήκε ο Λάμπρος γαμπρός στην κάμαρη του κι άμα ζούσε δεν θα πέρναγε ούτε απ' έξω από το σπίτι. Όλο το χωριό ήξερε πως δεν ήθελε ούτε να ακούσει για του λόγου του>>, <<Κωνσταντή ντροπή! Ο πατέρας μου είχε μετανιώσει>> τον δικαιολόγησε η Δρόσω. <<Καλά σου λέει. Μου το χε πει κι εμένα, που τα λέγαμε όλα μεταξύ μας. Επί λέξη μου είπε πως αν της σκάρωνε κανένα κουτσούβελο, θα γλύκανε κι εκείνος κομμάτι>>, <<Κακά τα ψέματα. Ήταν λάθος του και άργησε να το καταλάβει. Όλοι πέσαμε πάνω του και δεν άκουγε τίποτα. Παρέσυρε και τον Μιλτιάδη, που δεν είχε αντίρρηση...>> είπε σοβαρά η Ασημίνα. <<Ωχού, σταματήστε πια. Τέτοια μέρα, να λέμε τέτοια>> τους μάλωσε η Ελένη. <<Τώρα τα λες αυτά, που κάθε βράδυ πλαγιάζεις πλάι στον άντρα του. Τότε, ούτε να τον δεις δεν ήθελες...>>

----------------------------------------

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1948

Από τη μέρα που έφυγε ο Λάμπρος, κάθε τραπέζι ήταν πιο σιωπηλό με την Ελένη να μην λέει κουβέντα στον πατέρα της. Σκόρπισε το ρύζι στο πιάτο και συνέχισε να κοιτάει το κενό, περιμένοντας να τελειώσουν όλοι το φαγητό τους. <<Φάγατε; Να μαζέψω;>> ρώτησε σιγανά, χωρίς να γυρίζει το βλέμμα στον Γιώργη. <<Μπουκιά δεν κατέβασες. Φάε λίγο, θα πέσεις κάτω>>, <<Καλά είμαι>> αρκέστηκε να του πει. <<Αύριο είναι του Σταυρού, στο Καρατζόλι έχει πανηγύρι. Κανόνισα να πάμε. Βγάλτε τα καλά σας φουστάνια και...>>, <<Εγώ δεν θα έρθω. Δεν έχω όρεξη>> πέταξε η Ελένη νευρικά. Ο Γιώργης χτύπησε το χέρι στο τραπέζι. <<ΠΟΥ ΘΑ ΠΑΕΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΓΙΝΑΤΙ, Ε; ΕΦΥΓΕ Ο ΛΕΓΑΜΕΝΟΣ, ΝΑ ΗΤΑΝ ΚΙ ΑΛΛΟΣ!>>. Η κοπέλα βούρκωσε, μα έμεινε ανέκφραστη. <<Πατέρα...>> πήγε να πει η Ασημίνα, μα την κοίταξε αυστηρά. <<Σκασμός! Μείνε νηστικιά, μην βγαίνεις από το σπίτι, κλάψε ως που να μην έχεις δάκρυα, ΤΟΝ ΦΟΙΤΗΤΑΚΟ ΘΑ ΤΟΝ ΞΕΧΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΑΚΟΥΩ ΚΟΥΒΕΝΤΑ! Ακούς εκεί! Μήπως να σε έστελνα και πακέτο στην Αθήνα μαζί του, να παριστάνεις την αρραβωνιάρα;>>, <<ΝΑΙ!>> φώναξε με θράσος η Ελένη. <<ΚΑΤΣΕ ΘΡΗΝΗΣΕ ΤΟΝ ΓΙΑΤΙ ΟΣΟ ΠΕΡΝΑΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΧΕΡΙ ΜΟΥ, ΔΕΝ ΘΑ ΤΟΝ ΞΑΝΑΔΕΙΣ!>> της είπε και έφυγε από το σπίτι. Το κορίτσι σωριάστηκε σε μία καρέκλα κι έβαλε τα κλάματα.

Η Ελένη περπατούσε στο χωριό πικραμένη και τα μάτια της ήταν υγρά. Στρίβοντας σε ένα στενό, έπεσε πάνω στον Μιλτιάδη που την κοίταξε ντροπαλά. <<Τι κάνεις κορίτσι μου;>> τη ρώτησε με ηρεμία. <<Καλά...>> απάντησε ψυχρά εκείνη. <<Έκλαιγες; Σου συνέβη κάτι;>> επέμεινε, αν και ήταν σίγουρος πως δεν θα του άρεσε η απάντηση. <<Τίποτα>> έκανε, με τα μάτια χαμηλωμένα. <<Εντάξει. Να μη σε ενοχλώ. Γεια σου...>> της είπε και πήγε να φύγει. Εκείνη ξεφύσηξε. <<ΓΙΑΤΙ ΕΙΠΑΤΕ ΟΧΙ;>> τον σταμάτησε η φωνή της. <<Τι;>>, <<Γιατί είπατε όχι στον Λάμπρο για να με ζητήσει; Δεν με θέλετε για νύφη σας;>> ρώτησε λυπημένα και τα μάτια της ήταν υγρά. <<Όχι κορίτσι μου, προς Θεού. Απλώς... Απλώς ο Λάμπρος έχει τις σπουδές του>>, <<Δεν μας πείραζε. Ούτε θα του ζητούσα να μείνει εδώ>> μουρμούρισε παραπονιάρικα. <<Κορίτσι μου, ο Λάμπρος θα μείνει δύο χρόνια στην Αθήνα για σπουδές κι έπειτα άλλα δύο στον στρατό. Μετά θα δουλεύει με μεταθέσεις από μέρος σε μέρος...>>, <<Και;>>, <<Είναι πολλά τα χρόνια. Δεν γίνεται να τον περιμένεις τόσο. Κοίτα να φτιάξεις την ζωή σου, με κανένα άλλο παλικάρι από τον τόπο μας. Αν ήθελε ο πατέρας σου, θα το συζήταγα κι εγώ αλλιώς, μα αφού δεν θέλει και είναι έτσι τα πράγματα...>>, <<Θα τον περιμένω>> του δήλωσε με σιγουριά, τραυλίζοντας. <<Βρε Λενιώ...>>, <<Θα περιμένω να τελειώσει το στρατό του κι έπειτα θα πάω όπου πάρει μετάθεση>> συνέχισε. <<Εντάξει. Ως τότε βλέπουμε. Αν όμως έρθει κάποια τύχη και...>>, <<Τον γιο σας τον ρωτήσατε; Συμφωνεί μαζί σας;>>. Ο Μιλτιάδης ξεροκατάπιε. <<Είστε μικροί>>, <<Άλλοι έχουν ανοίξει σπιτικό στην ηλικία μας>>, <<Δεν σπουδάζουν όμως. Κοίτα...>>, <<Θα τον περιμένω. Γεια σας>> πέταξε βιαστικά και έφυγε τρέχοντας. Ο Μιλτιάδης στάθηκε να πάρει μια ανάσα, όταν είδε τον Γιώργη, να τον πλησιάζει από μακριά, κοιτώντας τον αυστηρά. <<Τι σου έλεγε η κόρη μου;>> πέταξε, χωρίς να τον χαιρετήσει. <<Ένα γεια μου είπε>., <<Χωρατά μου κάνεις; Μια ώρα κουβεντολόι σου έλεγε γεια;>>. Ο άντρας αναστέναξε. <<Με ρώτησε γιατί δεν τη θέλω για νύφη μου>>, <<Και τι της είπες;>>, <<Πως ο γιος μου έχει τις σπουδές του και να κοιτάξει κι αυτή να φτιάξει τη ζωή της. Είσαι ευχαριστημένος;>> τον ρώτησε ειρωνικά κι ο Γιώργης κούνησε το κεφάλι καταφατικά κι έκανε να φύγει. Ο Μιλτιάδης τον έπιασε από το μπράτσο. <<Είναι πικραμένο το κορίτσι σου>>, <<Θα της περάσει>> γρύλισε αδιάφορα. <<Γιώργη, δεν είναι τόσο απλό. Από παιδιά, αγαπιούνται. Βάλε στην άκρη τον εγωισμό σου και τις διαφορές μας, κι άσε να γίνει ο αρραβώνας. Κρίμα να τους πικραίνουμε έτσι>> του ζήτησε παρακαλετά. Εκείνος τον έπιασε από τον γιακά. <<Να το σκεφτόσουν αυτό, πριν απλώσεις χέρι στη γυναίκα μου. Τώρα είναι αργά. Κράτα τον κανακάρη σου μακριά απ' την κόρη μου>>. Ο Μιλτιάδης ξεροκατάπιε. <<Αν τα έχουν κανονισμένα και την κλέψει, δεν θα μπορούμε να κάνουμε τίποτα μετά. Θα στη γυρίσει παντρεμένη, θα την έχει κάνει γυναίκα... Τι νόημα έχει;>>. Ο Γιώργης τον έσφιξε πιο δυνατά. <<Πάρτο πίσω αυτό. Δεν θα γίνει ποτέ!>>. Τον άφησε και έφτυσε στο έδαφος νευρικά και έστριψε να φύγει. <<Γιώργη... Η απόσταση τα μικρά πάθη τα σβήνει και τα μεγάλα τα θεριεύει. Παρακαλά να έχεις δίκιο εσύ γιατί αν έχω εγώ, δεν θα έχει καλή κατάληξη αυτή η ιστορία>>.

--------------------------------------------------

ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1980

Η Ελένη βολεύτηκε στα μαξιλάρια του κρεβατιού και περιεργάστηκε τη φωτογραφία που είχε στο κομοδίνο της. Ήταν από τη βάφτιση της Βιολέτας. Την κρατούσε αγκαλιά και τα λαδωμένα καστανόξανθα μπουκλάκια της, έπεφταν στα ροζ μάγουλα της. Δίπλα τους, στεκόταν η Ευγενία χαμογελαστή και πλάι της, ο πατέρας της, που κρατούσε την Βαλεντίνη στα χέρια του. Φορούσαν άσπρα φουστάνια και οι τρεις τους, αλλά και η Ελένη. <<Α ρε πατέρα. Λίγο λιγότερο πείσμα να είχες...>> ψέλλισε και σκούπισε ένα δάκρυ από το μάγουλο της. Η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα η Βιολέτα φουριόζα. Ανέβηκε στο κρεβάτι και έκατσε δίπλα της. <<Μαμά...>>, <<Δεν έχω πει να χτυπάμε;>>, <<Αφού είσαι μόνη σου>> δικαιολογήθηκε. <<Τέλος πάντων, τι έγινε;>>, <<Ο μπαμπάς μας έβαλε μία έκθεση και θέλω να με βοηθήσει αλλά λείπει>>, <<Πήγε στα χωράφια. Τι έκθεση; Εγώ θα σε βοηθήσω>>, <<Είπε να γράψουμε για τη γιαγιά ή τον παππού μας κι αν δεν έχουμε για μία αγαπημένη μας θεία>>, <<Ε και τι πρόβλημα έχεις; Θα γράψεις για τη γιαγιά που έχεις και το όνομα της>> της είπε και τη φίλησε στο κεφάλι. Η Βαλεντίνη μπήκε στο δωμάτιο κι έκατσε στο κρεβάτι. <<Εδώ είστε;>>, <<Καλώς την κι ας άργησε. Τι έγινε λεβέντισσα; Πήραμε τους δρόμους;>>, <<Μια βόλτα πήγα>>, <<Τι θα γίνει με  δ' αύτον; Θα τον βλέπω κάθε μέρα στην αυλή;>>. Η Βαλεντίνη ξεφύσηξε. <<Τι να κάνω;>>, <<Εγώ θα σου πω;>>. Το κορίτσι τεντώθηκε και ξάπλωσε στο κρεβάτι. <<Γιατί κρατάς τη φωτογραφία;>>, <<Τη χάζευα>>, <<Κάθε τετοια μέρα την κρατάς και κλαις, λες και κάνεις το δικό μας μνημόσυνο>>. Η Λενιώ χτύπησε με δύναμη το κομοδίνο της. <<Τι λες παιδί μου; Χτύπα ξύλο!>>, <<Γιατι μαμά την κρατάς;>> ρώτησε η Βιολέτα. <<Ε να, σκέφτομαι τον πατέρα μου. Δεν πρόλαβε να σας δει. Ξέρεις τι χαρά θα έπαιρνε;>>. Η Βαλεντίνη την κοίταξε στραβά. <<Εγώ δεν τον συμπαθώ γιατί δεν συμπαθούσε τον μπαμπούνη μου>>, <<Τι βλακείες είναι αυτές; Απλά ήταν δάσκαλος και δεν ήθελε να γυρνάω με μεταθέσεις γιατί είχα να κοιτάξω τις αδελφές μου>>, <<Και σας χώρισε για να κοιτάς τις αδελφές σου. Ωραίος πατέρας. Ο μπαμπούνης μου, δεν θα μας το έκανε ποτέ αυτό!>>, <<Κοίτα μη δει ο μπαμπούνης σου, τον μορφονιό που κόβει βόλτες εδώ απ' έξω γιατί εγώ θα πω πως δεν έχω ιδέα και βγάλτα πέρα μόνη σου. Χαμένη!>>, <<Λές ψέματα στον έρωτα της ζωης σου; Ντροπή>>, <<ΔΕΝ ΛΕΩ ΨΕΜΑΤΑ! Απλώς δεν χρειάζεται να ξέρει τα πάντα και να αγχώνεται>>, <<Κι εσύ έλεγες ψεματάκια στον πατέρα σου για να βλέπεις τον αγαπητικό;>> ρώτησε πονηρά η Βαλεντίνη. <<ΑΛΛΟ ΕΓΩ! Εμένα δεν ήθελε να ακούσει. Ήταν κι άλλες εποχές...>>

--------------------------------------------------

ΚΑΘΑΡΑ ΔΕΥΤΕΡΑ 1949

<<Πώπω, σχεδόν 50 μέρες νηστεία από δω και πέρα. Πώς θα περάσουν;>> αναρωτήθηκε η Ασημίνα, καθαρίζοντας το τραπέζι.  Η Ελένη την αγνόησε. <<Μιλάω ντε! Κι ο πατέρας θα έχει νεύρα. Το κάνει κέφι κανά λουκάνικο, καμιά ομελέτα...>>, <<Δεν με νοιάζει>> απάντησε η Λενιώ λυπημένα. <<Τι δεν σε νοιάζει;>>, <<Η νηστεία. Ούτε αν θα έχει νεύρα ο πατέρας>>. Η Ασημίνα έκατσε απέναντι της. <<Και τι σε νοιάζει; Κάτι έχεις εσύ>>, <<Έρχεται Πάσχα σιγά-σιγά...>>, <<Και; Οβελίας είσαι;>>. Η Ελένη ξεφύσηξε. <<Όχι αλλά θα ξανάρθει ο Λάμπρος και είμαι σίγουρη πως ο πατέρας πάλι κάτι θα σκαρφιστεί για να με πάρει από δω!>> διαμαρτυρήθηκε. Η Δρόσω τη χάιδεψε με τα μικρά χεράκια της. <<Μην κάνεις έτσι Λενιώ μου. Θα του πούμε ότι δεν θέλουμε να φύγουμε>>, <<Ναι και σκοτίστηκε...>>. Η Ασημίνα σηκώθηκε και άρχισε να περπατά νευρικά μες το σαλόνι. <<Μια λύση υπάρχει. Με το να μην του μιλάς, δεν καταφέραμε τίποτα>>, <<Τι λύση;>>, <<Να χωρίσετε>>. Η κοπέλα τινάχτηκε πάνω σαν να την χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. <<ΚΙ ΕΣΥ ΑΔΕΛΦΗ; Δεν πρόκειται να χωρίσω! Θα είμαι μαζί του, ο κόσμος να χαλάσει!>>. Η Ασημίνα ξεφύσηξε. <<Κάτσε κάτω κυρά μου. Δεν εννοώ κανονικά, εννοώ στα ψέματα!>>, <<Στα ψέματα;>>, <<ΝΑΙ! Θα πείσουμε τον πατέρα ότι τελειώσατε και έτσι θα τον βλέπεις και τώρα και το καλοκαίρι που θα έρθει και γενικά>>, <<Και μετά;>>, <<Μετά τι; Μετά θα τελειώσει τον στρατό του, θα πούμε ότι δεν σε ξέχασε ποτέ και θα έρθει να σε ζητήσει πάλι>>. Η Ελένη την κοίταξε καχύποπτα. <<Δεν μ' αρέσουν τα ψέματα Ασημίνα...>>, <<Ε κάτσε τότε και λέγε πόσο τον αγαπάς, κι άμα τον δεις, γράψε μου!>>.

Ο Γιώργης μπήκε στο σπίτι κατάκοπος και έπλυνε το πρόσωπο του. <<Ήρθες πατέρα μου;>> τον ρώτησε γλυκά η Ελένη κι εκείνος παρατήρησε μια λύπη στο βλέμμα της. Τις τελευταίες μέρες ήταν πιο καλοσυνάτη μαζί του, μα φαινόταν πως κάτι την απασχολεί. <<Ήρθα. Είσαι καλά εσύ;>>, <<Ε; Ναι.. Ναι... Μια χαρά. Να σου κάνω ένα καφέ;>>, <<Μπα. Κάτσε να πούμε δυο κουβέντες>>, <<Συμπάθα με πατέρα, μα νιώθω κουρασμένη. Θα πάω να ξαπλώσω>> έκανε μελαγχολικά. <<Σίγουρα δεν συμβαίνει τίποτα;>>, <<Όχι πατέρα μου, όλα εντάξει>>. Έβαλε ένα κρασί και έκατσε στο τραπέζι της κουζίνας. Λίγο αργότερα, ήρθε και η Ασημίνα που έκανε μπουγάδα στην αυλή. <<Μόνος σου κάθεσαι; Να σου φτιάξω ένα μεζέ;>>, <<Όχι, να κάτσεις εδώ πλαί μου>>, <<Τι έπαθες;>>, <<Δεν μου λες, τι έχει η αδελφή σου;>>. Η Ασημίνα ταράχτηκε. <<Τίποτα. Να πάω μέσα;>>, <<ΓΙΑ ΔΕ ΜΟΥ ΛΕΤΕ ΜΩΡΕ; Κάτσε κάτω!>> πέταξε αυστηρά. <<Βρε πατέρα μου, είναι δικό της θέμα και δεν ξέρω αν πρέπει να στο πω ή όχι...>>, <<Μίλα Ασημίνα. Τι θα πει δικό της; Τι έχει το κορίτσι μου;>>, <<Τέλος πάντων. Χωρίσανε με τον... Ξέρεις>>, <<Με ποιον;>>, <<Με τον Λάμπρο>>. O Γιώργης ανακάθισε. <<Πώς χωρίσανε; Αφού αυτός είναι στην Αθήνα>>, <<Από γράμμα καλέ πατέρα. Ε το έχει πάρει βαριά...>>, <<Αυτός τη χώρισε;>> ρώτησε καχύποπτα. <<Της είπε πως δεν μπορεί άλλο έτσι κι αυτή συμφώνησε, τι να κάνει; Μην της πεις τίποτα, σε παρακαλώ>>. Ο πατέρας της, έγνεψε αρνητικά. <<Μείνε ήσυχη, δεν λέω..>>, <<Να πάω μέσα;>>, <<Να πας>>. Μπήκε στην κάμαρη και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Έτρεξε δίπλα στην Ελένη, που έγραφε μια επιστολή. <<Του το πα>>, <<ΑΝΤΕ!>>, <<Δεν ξέρω αν το φαγε, θα δείξει>>. Η Λενιώ έκανε το σταυρό της. <<Αχ Παναγία μου, κάνε να το πίστεψε κι είναι για καλό σκοπό>>, <<Στα ψέματα μας μπλέκεις την Παναγία;>>. Η Ελένη μούτρωσε. <<Είναι για καλό σκοπό!! Θα του έλεγα ψέματα αν με καταλάβαινε; Και στην τελική, ο Λάμπρος με βλέπει σοβαρά, με αγαπάει κι είναι τεφαρίκι γαμπρός. Πόσοι στο χωριό είναι γραμματιζούμενοι σαν εκείνον; ΚΑΝΕΙΣ! Άσε  με τώρα, να τελειώσω το γράμμα>>, <<Του γράφεις;>>, <<Πρέπει να του πω τι σκεφτήκαμε για να πει τα ίδια στον πατέρα του σαν έρθει και να έχει το νου του. Μη κάνουμε τόσο κόπο τσάμπα και βερεσέ!>>.

Ο Γιώργης καθόταν κάτω από το αγαπημένο του δέντρο και κάπνιζε το τσιμπούκι του, όταν τον πλησίασε ο Φανούρης. <<Ο Τάκης δεν θα έρθει σήμερα. Έσπασαν τα νερά της Κουλίτσας και τρέχει η κυρά-Δέσπω με τη Ρίζω>>, <<Με το καλό>> γρύλισε σκεπτικός. <<Να σου πω βρε αφεντικό, τι έχει η Λενιώ; Κουβέντα δεν της παίρνεις>> ρώτησε με απορία κι ο άντρας του έγνεψε να κάτσει δίπλα του. <<Μου πε η Ασημίνα, πως χώρισε με τον λεγάμενο>>, <<Μη μου πεις. Ε τι να μη μου πεις; Εκεί θα κατέληγε. Μάτια που δεν βλέπονται...>>. Το αφεντικό του, του έριξε μια λοξή ματιά. <<Το πιστεύεις εσύ;>>, <<Ποιο;>>, <<Ότι χωρίσανε>>, <<Γιατί να μην το πιστεύω; Η Ελένη δεν μιλιέται>>, <<Αυτό να μου πεις>> συμπέρανε. <<Γιατί εσύ δεν το πιστεύεις;>>. Ο Γιώργης ανακάθισε. <<Μπα και θέλει να μου ρίξει στάχτη για να μην την έχω το νου μου συνέχεια, αν κουβαληθεί ο δασκαλάκος;>>. Ο Φανούρης ξεφύσηξε. <<Τι λόγια είναι αυτά αφεντικό; Το κορίτσι είναι χάλια. Κλαμμένη την είδα πριν. Πάει, τέλειωσε αυτός... Να ταν κι άλλος...>>. Ο άντρας κούνησε το κεφάλι συμφωνώντας. <<Καλά τα λες...>>. Ο επιστάτης τον άφησε μοναχό του και πήγε προς τη μεριά που καθόταν η Ελένη. <<Το πίστεψε;>> τον ρώτησε χαμηλόφωνα. <<Τι με βάζεις και κάνω μωρέ; Σαν πατέρα μου τον έχω και τον έχουμε φλομώσει στα ψέματα!>>, <<Λέγε ντε!>>, <<Έτσι κι έτσι. Έχει αμφιβολίες, μα πες πες, θα το πιστέψει>>, <<Αχ, δόξα τω Θεώ!>>, <<Φρόντισε κακομοίρα να έρθει ο λεβέντης και να πάει όλο το σχέδιο στράφη! Έτσι και τον δω, εδώ γύρω, θα πούμε βαριές κουβέντες>>. Η Λενιώ χαμογέλασε. <<Ας έρθει με το καλό και μη φοβάσαι για τίποτα>> έκανε κεφάτα.

Η Ελένη καθόταν ανήσυχα, κάτω από ένα πλατάνι στην ρεματιά και ανάσαινε βαριά, γεμάτη ανυπομονησία. Ήταν Σάββατο του Λαζάρου και είχε βρει μια αρκετά πειστική δικαιολογία για να φύγει από το σπίτι της: θα πήγαιναν με τις αδελφές της, να φτιάξουν λαζαράκια με την κυρία Μάρω. Κουνούσε νευρικά τα γόνατα της και έστρωσε το γαλάζιο φουστάνι της, που είχε σιδερώσει προσεκτικά, το προηγούμενο βράδυ. Τα μαλλιά της ήταν ξέπλεκα και οι μπούκλες της, άγγιζαν τα μπράτσα της. Έτσι άρεσαν στον Λάμπρο κι εκείνη αγαπούσε την αίσθηση από τα δάχτυλα του, καθώς τις χάιδευε παιχνιδιάρικα. Άκουσε θόρυβο από το μονοπάτι και τινάχτηκε όρθια. Μετά από 9 μήνες, εκείνος βρισκόταν μερικά μέτρα μακριά της. Άφησε την βαλίτσα του στο έδαφος και της χαμογέλασε. Είχε μεγαλώσει, είχε αντρέψει. Φορούσε ένα καρό πουκάμισο με καφέ παντελόνι, μα η Ελένη δεν τα παρατήρησε καν. Έτρεξε με όλη της την δύναμη και σχεδόν πήδησε στην αγκαλιά του, τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από το λαιμό του. <<Ψυχή μου...>> ψέλλισε εκείνος και την έσφιξε δυνατά πάνω του, σηκώνοντας την από το έδαφος. Έπιασε το πρόσωπο του με τα δυο της χέρια, και τα χείλη τους συγκρούστηκαν δυνατά λες και προσπαθούσαν να κατασπαράξουν ο ένας τον άλλον Όταν οι ανάσες τους σώθηκαν, ο Λάμπρος τραβήχτηκε και ακούμπησε το γλώσσα του στο λαιμό της, ακολουθώντας την διαδρομή ως τον ώμο της, αφήνοντας μικρά υγρά φιλιά πάνω στο δέρμα της που έκαιγε. <<Πόσο καιρό... Πώς άντεξα τόσο καιρό>> μουρμούρησε αγγίζοντας τις καμπύλες της κι εκείνη τράβηχτηκε ελαφρά από την αγκαλιά του για να τον κοιτάξει στα μάτια. <<Ήρθες άγγελε μου. Νόμιζα θα σπάσει η καρδιά μου, από την αναμονή>> είπε εύθυμα εκείνη κι ο νεαρός της χάιδεψε τα μαλλιά, όπως ήθελε. Πέρασε το χέρι του από τον ώμο της και την οδήγησε πλάι στο νερό, για να κάτσει στην αγαπημένη του πέτρα, που συνήθιζε να κάθεται πάντα. Τη βόλεψε στα γόνατα του και άγγιξε δειλά το γόνατο της. Εκείνη έμεινε να τον κοιτάζει για μια στιγμή κι έπειτα έπεσε ξανά με φόρα στην αγκαλιά του, φιλώντας τον λαίμαργα με την γλώσσα της να σπρώχνει με δύναμη τη δική του. <<Δεν ξέρεις πόσο μου έλειψες...>> ψέλλισε διακόπτοντας το φιλί τους, μα εκείνη συνέχισε να αγγίζει τα χείλη με τα δικά της, περνώντας το χέρι της γύρω από το λαιμό του. Ο Λάμπρος τραβήχτηκε διακριτικά, τρέμοντας ελαφρά από την αναστάτωση και προσπαθώντας να απωθήσει την ένταση που κυριεύε το κορμί του, αποζητώντας το δικό της. Η Ελένη ακούμπησε το μέτωπο της στο δικό του. <<Μακάρι να μην έβγαινα από την αγκαλιά σου, όσες μέρες είσαι εδώ. Μακάρι να μην ξανάβγαινα ποτέ>> του ψιθύρισε κι ο νεαρός χαμογέλασε αχνά. <<Δεν άλλαξε τίποτα, ε;>>. Το κορίτσι έγνεψε αρνητικά. <<Δεν πειράζει ζωή μου. Υπομονή. Πες μου τα νέα σου>>, <<Τα ξέρεις ήδη από τα γράμματα μου. Δεν έχω και κάτι σημαντικό. Εσύ πες μου..>>. Ο Λάμπρος έπιασε το πιγούνι της και την φίλησε γλυκά. <<Άλλη ώρα. Ούτε εμένα είναι σημαντικά. Τώρα θέλω να χορτάσω απ' την ανάσα σου. Απ' τα φιλιά σου και την αγκαλιά σου>> ψέλλισε και ξάπλωσε το σώμα της στην πέτρα. Εκείνη δαγκώθηκε ντροπαλά, μα σήκωσε τα χέρια της και το αγόρι έσκυψε και εφάρμοσε το στόμα του, πάνω στο δικό της.

Ο Μιλτιάδης έκατσε πλάι στο γιο του και τσούγκρισαν μαζί τα ποτήρια με το τσίπουρο. <<Καλώς μας ήρθες>> του είπε εγκάρδια. <<Καλώς σας βρήκα, πατέρα. Ο Γιάννος πού πήγε;>>, <<Θα παίζει στη πλατεία. Πες μου τα νέα σου>>, <<Σάμπως και έχω πολλά; Τα λέγαμε στα γράμματα. Διαβάζω, καμιά βόλτα στην Αθήνα...>>, <<Σ' αρέσει η Αθήνα;>>. Ο νεαρός αναστέναξε. <<Σαν τον τόπο σου, δεν είναι πουθενά>>, <<Σωστά τα λες. Λάμπρο, ήθελα πούμε κάτι. Τώρα που ήρθες, δεν θέλω παρατράγουδα. Ο Γιώργης...>>, <<Μη συνεχίζεις πατέρα. Με την Ελένη έχουμε χωρίσει>> έκανε ψυχρά. Ο Μιλτιάδης ανακάθισε. <<Τι; Πότε έγινε αυτό;>>, <<Πάει κανά δίμηνο>>. Εκείνος ήπιε λίγο τσίπουρο και τον κοίταξε με καχυποψία. <<Χωρίσατε... Και γιατί δεν μου το πες;>>, <<Θα στο έλεγα αφού ερχόμουν>>, <<Εσύ τη χώρισες για εκείνη;>>. Ο Λάμπρος ξεροκατάπιε. <<Ήταν κοινή απόφαση, μιας και δεν τράβαγε...>>. Ο Μιλτιάδης κούνησε το κεφάλι ειρωνικά. <<Και τόσες ώρες πού ήσουν; Με το πρωινό ήρθες, είδα το εισιτήριο στα σκουπίδια>>. Ο νεαρός αναστέναξε. <<Ανάκριση μου κάνεις; Σου λέω δεν είμαστε ζευγάρι>> έκανε νευρικά και πήγε να σηκωθεί, μα ο Μιλτιάδης τον έπιασε από τον καρπό. <<Λάμπρο, ότι κάνεις, θέλω να το ξέρω>>, <<Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς>>, <<Μια χαρά καταλαβαίνεις κι άσε τα χωρίσματα. Ότι απόφαση και να πάρεις, πες την μου, να είμαι προετοιμασμένος>>. Το αγόρι γέλασε νευρικά. <<Και τι θα κάνεις πατέρα; Ε;>>, <<Θα δω εγώ τι θα κάνω>>.Ο Λάμπρος τράβηξε το χέρι του. <<Χωρίσαμε. Αυτή είναι η αλήθεια. Αν δεν σου αρκεί, δεν μπορώ να κάνω κάτι>>.

<<Και δεν το πίστεψε;>> ρώτησε ανήσυχα η Ελένη, που είχε γείρει στην αγκαλιά του κι εκείνος τη φιλούσε κατά μήκος του λαιμού της. <<Λάμπρο, μιλάω!>> επέμεινε διακόπτοντας τον. <<Ε; Μπα... Όχι ιδιαίτερα>> πέταξε και συνέχισε να δαγκώνει παιχνιδιάρικα το δέρμα της. Το κορίτσι τραβήχτηκε. <<Και το λες έτσι;>>, <<Ε πώς να το πω;>>, <<Δεν...>>, <<Δεν είναι το πρόβλημα ο πατέρας μου βασικά. Ο δικός σου είναι>>, <<Κι αν του πει κάτι;>>, <<Εδώ δεν λένε καλημέρα, θα πάει και θα του πει ότι δεν πιστεύει πως χωρίσαμε; Σταμάτα να ανησυχείς>>. Εφάρμοσε το στόμα του στο δικό της και ρουφούσε τα χείλη της με πάθος. Το κορίτσι σταμάτησε και τον κοίταξε σοβαρά. <<Τι είναι πάλι;>>, <<Ούτε ο πατέρας σου θέλει τον γάμο μας>>, <<Δεν είπα ότι ανυπομονεί να μας ρίξει ρύζι αλλά σίγουρα έχει λιγότερο πρόβλημα από τον Γιώργη. Αν ο πατέρας σου έλεγε το ναι, δεν θα έφερνε αντίρρηση>>, <<Και τώρα τι κάνουμε;>> ρώτησε η Ελένη. Εκείνος την κοίταξε πονηρά. <<Τώρα, λέω να αφήσουμε τον πατέρα μου, που δεν πρόκειται να κάνει τίποτα, και να μου δώσεις ένα μεγάλο φιλί γιατί σε λίγο θα φύγεις και τόση ώρα λέμε κουταμάρες>>. Η κοπέλα ξεφύσηξε. <<Ο νους σου μόνο στις αγάπες είναι>>, <<Και πού να είναι βρε κορίτσι μου; Έλα τώρα... Δεν περίμενα να το πιστέψει γιατί με ξέρει. Και να σου πω και κάτι; Μην τον βλέπεις ήσυχο-ήσυχο τον Σεβαστό και δεν τον πιάνει το μάτι σου. Δεν του ξεφεύγει τίποτα. Ποτέ δεν μπόρεσα να του κρυφτώ>>. Η Ελένη αναστέναξε. <<Ει;>> έκανε κι έπιασε το πιγούνι της με το δάχτυλο του. <<Όταν έρθει εκείνη η ώρα, ο πατέρας μου θα χαρεί. Άσε με να τον ξέρω λίγο παραπάνω και μην αγχώνεσαι, εντάξει;>>. Η κοπέλα χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι καταφατικά. <<Μπράβο καρδιά μου. Φιλί;>> έκανε παιχνιδιάρικα και το κορίτσι τον φίλησε πεταχτά στα χείλη. <<Τι ναι αυτό; Κανονικό θέλω>>. Η Ελένη γέλασε πονηρά. <<Δεν κάνει, είναι Μεγάλη Εβδομάδα>>, <<Τι είναι;>>, <<Μεγάλη Εβδομάδα>>. Ο Λάμπρος την ξάπλωσε απότομα πάνω στο χώμα. <<Καλά. Πες πως είναι νηστίσιμο>> πέταξε και ρούφηξε τα χείλη της με πάθος.

----------------------------------------------

ΙΟΥΝΙΟΣ 1959

Ο Μιλτιάδης σήκωσε την τσάπα από το χώμα και σκούπισε τον ιδρώτα του, που έτρεχε ποτάμι. <<Δεν κάνουμε ένα διάλειμμα;>> φώναξε προς τους υπόλοιπους. Όλοι γύρισαν και τον κοίταξαν. <<Καλά λέει. Κουραστήκαμε κομμάτι>> συμφώνησε ο Φανούρης και γύρισε προς την Ελένη που έγνεψε θετικά. Ο Λάμπρος στάθηκε απέναντι της και την κοίταξε χαμογελώντας. Της έκανε νόημα με τα μάτια του, να φύγει λίγο παραπέρα. Εκείνη ξεφύσηξε νευρικά. <<Να σου πω...>> άκουσε τη φωνή του Μιλτιάδη πίσω του. <<Τι ναι πατέρα;>>, <<Ο Κυπραίος πού είναι;>> ρώτησε με περιέργεια. <<Ιδέα δεν έχω>> έκανε αδιάφορα ο δάσκαλος. <<Ιδέα δεν έχεις;>> ρώτησε ξανά και τον κοίταξε διερευνητικά. Ο άντρας μαγκώθηκε. <<Σάμπως φίλος μου είναι, να μου δίνει αναφορά;>>, <<Καλά τα λές. Θα ρωτήσω την Ελένη>> πέταξε, ρίχνοντας του μία λοξή ματιά για πιάσει τη νευρικότητα στο βλέμμα του, μα εκείνος έμεινε ανέκφραστος. Ο Λάμπρος άνοιξε το βήμα του και περπάτησε κατά μήκος των καλλιεργειών, χαζεύοντας τους συγχωριανούς του που ξεκουράζονταν κάτω από την σκιά των δέντρων. Απομακρύνθηκε από εκείνους και πήγε προς την άκρη του χωραφιού, πίσω από ένα μεγάλο κορμό. <<Το ήξερα πως θα ήσουν εδώ>> της πέταξε κεφάτα και η Λενιώ γύρισε και τον κοίταξε αυστηρά. <<Δεν καταλαβαίνεις έτσι; Θα τα πούμε άλλη ώρα, εδώ έχει κόσμο>>, <<Τότε γιατί ήρθες και δεν με αγνόησες;>> τη ρώτησε πονηρά. Η κοπέλα δεν απάντησε και δαγκώθηκε ελαφρά. Ο Λάμπρος την τράβηξε απότομα κοντά του και κόλλησε το πρόσωπο του στο δικό της ανταλλάσσοντας τρεμουλιαστες ανάσες. <<Αν θες να φύγεις... Αφού έχει κόσμο...>> της ψιθύρισε παιχνιδιάρικα κι έπειτα έσυρε τα χείλη του πάνω στα δικά της για να αφοσιωθούν σε ένα αργό, μακρόσυρτο, βαθύ φιλί. Τα χέρια του γλίστρησαν στα πλευρά της και θώπευσαν τις καμπύλες της. <<Μη Λάμπρο...>> ψέλλισε εκείνη, καθώς κόλλησε το κορμί της στον κορμό του δέντρου και ξεκούμπωσε ένα κουμπί από το φόρεμα της για να τη φιλήσει πιο βαθιά στο στέρνο. Η χούφτα του έσφιγγε κι άλλο την σάρκα της κι εκείνη κατάπιε ένα βογκητό στο λαιμό της. Τον έσπρωξε ελαφρά από πάνω της <<Σταμάτα! Δεν είναι μέρος>>, <<Δεν είναι;>> ρώτησε ντροπαλά. <<Λάμπρο, ο Θωμάς...>>. Ο δάσκαλος αναστέναξε. <<Γίνεται να μην ξανακούσω ΠΟΤΕ αυτό το όνομα; Τι λες;>>, <<Πριν λίγο χωρίσαμε>>, <<Εντάξει, το καταλαβαίνω. Τον πίκρανες. Δεν μπορώ να στεναχωρηθώ καρδιά μου>>. Έκλεισε τη μέση της μέσαστα χέρια μου και της χαμογέλασε σκανδαλιάρικα. <<Πάμε να φύγουμε από δω. Δεν μπορώ ούτε να σε κοιτάζω. Νομίζω θα σου ορμήσω μπροστά σε όλους και...>>, <<ΚΑΙ ΤΙ ΛΑΜΠΡΟ; Θα έχουμε ώρα για μας. Ώρες>> του είπε με ηρεμία κι εκείνος τη φίλησε ξανά. <<Φύγε τώρα, μη μας δουν να γυρίζουμε μαζί. Εντάξει;>> του ζήτησε δαγκώνοντας το χείλος του κι ο δάσκαλος της χαμογέλασε. Γύρισε πίσω στους χωρικούς και έβαλε να πιει λίγο νερό, από το παγούρι του πατέρα του. <<Δίψασες;>> τον ρώτησε ο Μιλτιάδης. <<Ε κομμάτι...>>, <<Πού ήσουν;>>, <<Πήγα να περπατήσω>>. Έκατσε δίπλα του κι ο άντρας τον χτύπησε στην πλάτη. <<Εύχομαι μην μας ανάψει καμία φωτιά ο Κυπραίος>>, <<Τι φωτιά;>> ρώτησε δήθεν αδιάφορα ο Λάμπρος. <<Είναι απρόβλεπτος>>. Εκείνος τον κοίταξε αυστηρά. <<Τι θες να πεις πατέρα και το φέρνεις απ' έξω, απ' έξω;>>, <<Εγώ; Τίποτα. Εσύ; Θες να μου πεις κάτι;>>. Ο δάσκαλος αναστέναξε. <<Το ίδιο πράγμα, μου έκανες από τότε που ήμουν παιδί...>>, <<Τις ίδιες αντιδράσεις είχες, δεν άλλαξε τίποτα. Ούτε καν η θηλυκιά>> απάντησε μασουλώντας λίγο ψωμί κι ο Λάμπρος τον κοίταξε σοκαρισμένος. <<Πατέρα...>>, <<Κάνε ότι νομίζεις γιε μου, μη μου λες πάλι ότι ανακατεύομαι. Απλά πρόσεχε. Δεν χρειάζονται βιασύνες, ούτε να πηγαίνεις για περπάτημα στην άκρη του χωραφιού. Περπατάς άλλη ώρα...>>. Ο δάσκαλος τον κοίταξε αυστηρά. <<Αν δεν με συγχύσεις, δεν μπορείς! Πάω να πιάσω δουλειά>> έκανε απότομα και έφυγε. Ο Μιλτιάδης κούνησε το κεφάλι του. <<Τι έγινε Μιλτιάδη;>> ρώτησε ο Φανούρης που στεκόταν παραδίπλα. <<Τίποτα. Του πα μια κουβέντα και θύμωσε. Παιδιά, τι να πεις... Άμα κάνει δικά του, θα με καταλάβει>>.

--------------------------------------------

ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1980

Η Ελένη χάιδεψε το μάγουλο της Βιολέτας, που κοιμόταν στην αγκαλιά της, όταν ο Λάμπρος μπήκε στο δωμάτιο. <<Καρδιά μου;>> έκανε καλοσυνάτα και έβγαλε το παλτό του. <<Καλώς τον>>, <<Γιατί δεν ήρθες στο καφενείο να πιναμε κανένα κρασάκι; Ήταν κι η Ασημίνα με τον Νικηφόρο>> τη ρώτησε κι έκατσε δίπλα τους, αφήνοντας ένα φιλί στο μέτωπο της. <<Να τις άφηνα μόνες;>>, <<Χαρά στο πραγμα, μάτια μου. Δεν είναι δα και μωρά>> είπε και τύλιξε τα χέρια του, στον ώμο της. <<Οι μεγάλες τι κάνουν;>> έκανε η Ελένη. <<Χαζεύουν στη τηλεόραση. Η μικρή κοιμήθηκε, ε;>>, <<Της διάβαζα ένα παραμύθι και την πήρε ο ύπνος. Δεν μου πήγαινε η καρδιά να την ξυπνήσω>>, <<Καλά έκανες. Θα τη πάω εγώ στο κρεβάτι της>>, <<Λάμπρο, το πιστεύεις πως πέρασαν 8 χρόνια που γεννήθηκε; Λες κι ήταν χτες μου φαίνεται...>>. Ο δάσκαλος έγνεψε θετικά. <<Δέκα χρόνια απ' τη ζωή μου έχασα μέχρι να γεννηθεί και να πάνε όλα καλά>>. Του έπιασε το χέρι τρυφερά. <<Αυτό μας το παιδί, ήταν λες και ήρθε να κλείσει έναν κύκλο, γεμάτο πίκρες και μυστικά, που είχε αρχίσει από τότε που χάθηκε ο πατέρας μου...>>, <<Τι εννοείς;>>, <<Τον έχασα κι έπειτα διαλύθηκαν όλα. Ήρθαν στεναχώριες, δάκρυα, πόνος. Δεκατέσσερα χρόνια μετά, γεννήθηκε το λουλούδι μας, μια μέρα μετά την επέτειο του θανάτου του και έκλεισε και το τελευταίο αγκάθι ανάμεσα μας, για το θάνατο του Γιάννου μας...>>. Ο Λάμπρος αναστέναξε. <<Στην Κρήτη, οι βεντέτες τελειώνουν πολλές φορές με κουμπαριές. Το λάδι που έβαλε ο Κωνσταντής στη Βιολέτα, έκλεισε τη δική μας βεντέτα για πάντα. Για αυτό νιώθω καμιά φορά πως την αγαπά περισσότερο κι απ' τη δικιά του κόρη. Τον λύτρωσε αυτό μας το παιδί>>. Τη φίλησε απαλά στα χείλη κι εκείνη τον δάγκωσε παιχνιδιάρικα. <<Πάντα μελαγχολείς τέτοια μέρα καρδιά μου. Τον σκέφτεσαι, όσα χρόνια κι αν περάσουν...>>. Έγνεψε θετικά. <<Η Βαλεντίνη, μου είπε ότι δεν τον συμπαθεί επειδή δεν συμπαθούσε τον μπαμπούνη της...>>. Ο Λάμπρος γέλασε νευρικά. <<Εγώ πάλι νομίζω, πως αν ζούσε, στη Βαλεντίνη θα είχε αδυναμία>>, <<Επειδή είναι ξεροκέφαλη, σαν και του λόγου του;>>. Ο δάσκαλος έγνεψε θετικά. Εκείνη έγυρε στον ώμο του. <<Του κρατάς ακόμα κακία για όσα μας έκανε; Έχεις αυτό το αγκάθι μέσα σου;>>, <<Όχι Λενιώ. Φταίω κι εγώ που τον άκουσα. Αν έπρεπε να έχω πικρία, θα είχα και για τον πατέρα μου, που δεν μας στήριξε όσο ήθελα...>>. Η Ελένη ανακάθισε. <<Μην τα μπλέκεις. Εκείνος ένιωθε πως του χρωστούσε. Ο Μιλτιάδης ήταν ένα μάλαμα και κάποτε τον παρακάλεσε να αλλάξει γνώμη. Μου το έχει πει ο Φανούρης>>, <<Μπα και του κρατάς εσύ κακία, Λενιώ μου;>> την πείραξε χαμογελώντας. <<Καμιά φορά, τα σκέφτομαι και στεναχωριέμαι. Είχαμε πει βαριές κουβέντες. Έπρεπε να καταλάβει το λάθος του νωρίτερα...>>

-------------------------------------------------

ΜΑΡΤΙΟΣ 1956

<<ΓΙΑΤΙ; ΕΝΑΝ ΛΟΓΟ ΠΕΣ ΜΟΥ, ΓΙΑΤΙ; ΠΩΣ ΑΦΗΝΕΙΣ ΤΕΤΟΙΑ ΤΥΧΗ;>> ούρλιαξε ο Σταμίρης, μα η Ελένη παρέμεινε ανέκφραστη. <<Μίλα πανάθεμα σε, γιατί χωρίσατε; Ο Ζάχος είναι χρυσό παιδί! Την άλλη εβδομάδα είχαμε τα αρραβωνιάσματα κι εσύ τον έδιωξες; ΤΙ ΣΟΥ ΚΑΝΕ ΚΟΡΗ ΜΟΥ;>>, <<Τίποτα. Στο είπα εκατό φορές. Και σταμάτα να φωνάζεις, δεν αλλάζω γνώμη>>. Ο Γιώργης την έπιασε από το χέρι κι έκατσε δίπλα της. <<Βρε, μήπως ανησυχείς για μας, που θα μας αφήσεις για να ακολουθήσεις τον άντρα σου; Βρε, δεν μας πειράζει! Πήγαινε στη Χίο και να δεις, θα περάσεις ζάχαρη! Σκέψου το κόρη μου, είναι μεγάλη τύχη. Κυρία Λυκογιάννη, αξιωματικού. ΤΙ ΣΕ ΕΠΙΑΣΕ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΞΕΡΑ;>>. Η Ελένη ξεφύσηξε. <<Δεν θα παντρευτώ κάποιον που δεν αγαπώ, πόσο μάλλον να φύγω και μαζί του. Πάει πολύ>>, <<Βρε κόρη μου, σιγά-σιγά, θα τον αγαπήσεις! Είσαι μικρή, δεν ξέρεις από αγάπες>>. Η Λενιώ δαγκώθηκε, μα ο Γιώργης παρατήρησε ένα δάκρυ να τρέχει από τα μάτια της. <<Σωστά. Που να ξέρω εγώ...>>, <<Άκου, τράβα για ύπνο και αύριο το ξανασυζητάμε και...>>, <<Δεν έχουμε να ξανασυζητήσουμε τίποτα. Τελειώσαμε με τον Ζάχο. Τα είπα και με την κυρά-Μάρω, κι αν θες να ξέρεις, συμφωνεί>> δήλωσε ψυχρά. <<ΤΙ ΠΡΑΓΜΑ; Κάθησες μωρή και είπες στην πεθερά σου πως δεν αγαπάς τον γιο της; Λωλάθηκες;>>, <<ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΕΘΕΡΑ ΜΟΥ! Η κυρά-Μάρω με μεγάλωσε. Είναι σαν μάνα μου>>, <<ΕΝΑΣ ΛΟΓΟΣ ΠΑΡΑΠΑΝΩ! Βρε στη Χίο θα έχεις κι εκείνη, που είστε σαν μάνα με κόρη. Ξέρεις τι ωραία θα περνάς;>>. Η Ελένη σηκώθηκε όρθια και τον κοίταξε με ειρωνεία. <<Δηλαδή, σαν να λέμε πατέρα, δεν έχεις αντίρρηση να φύγω μακριά με τον Ζάχο, κι ας είναι η δουλειά του όλο μεταθέσεις>>, <<ΤΙ ΛΕΜΕ ΤΟΣΗ ΩΡΑ; Όχι φυσικά!>> έκανε καλοσυνάτα. <<Αλλά αν δεν ήταν στρατιωτικός, θα είχες. Αν ήταν για παράδειγμα, δάσκαλος!>>. Ο Γιώργης τινάχτηκε νευρικά. <<Για αυτό γίνονται όλα, ε; ΓΙΑ ΤΟΥ ΔΑΣΚΑΛΑΚΟΥ, ΤΟΝ ΚΑΗΜΟ; Δεν σου φτάνουν τόσα χρόνια που έριξε μαύρη πέτρα; ΜΠΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙΣ ΝΑ ΓΥΡΙΣΕΙ;>>. Η Ελένη δάκρυσε. <<Τον περιμένεις. Περιμένεις αυτόν, τον λιμοκοντόρο, να έρθει πίσω!>>. Εκείνη ξεφύσηξε. <<Δεν τρελάθηκα ακόμα, μα απορώ γιατί δεν τον ήθελες για γαμπρό>>, <<ΔΕΝ ΘΕΣ ΝΑ ΠΑΡΕΙΣ ΤΟΝ ΖΑΧΟ; ΜΗ ΣΩΣΕΙΣ! Κάτσε γεροντοκόρη, να περιμένεις τον δασκαλάκο αλλα όσο ζω, άντρας σου δεν θα γίνει>>. Η Ελένη τον κοίταξε με μίσος. <<Ας γύρναγε τότε που έπρεπε, κι ούτε που θα σε ρώταγα. Άντρα που δεν αγαπώ, δεν πρόκειται να πάρω. Αν είναι να βρεθεί κάποιος, καλώς να ορίσει. Αλλιώς, από δω παν κι οι άλλοι>>.

-----------------------------

ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1980

Η Ευγενία έπλεκε τα μαλλιά της Βιολέτας σε γαλλική κοτσίδα κι εκείνη στεκόταν υπάκουα, χωρίς να κουνιέται. <<Ο μπαμπάς που είναι;>> διαμαρτυρήθηκε η μικρή. <<Φεύγει μια παραγγελία και τρέχει από το πρωί. Θα έρθει>>, <<Πότεεε;>>. Η Ελένη μπήκε μέσα και τις κοίταξε σοβαρά. <<Ακόμα; Άντε, πρέπει να φύγουμε>>, <<Δεν θα έρθει ο μπαμπάς;>>, <<Έρχεται με το θείο, το Φανούρη>>. Άκουσα την πόρτα να ανοίγει και ο Λάμπρος έτρεξε βιαστικά στο δωμάτιο. <<Πού είναι το λουλούδι μου;>>. Το κοριτσάκι χώθηκε στην αγκαλιά του. <<Να ζήσεις ζωή μου, κοριτσάκι μου μικρό>> της είπε, σφίγγοντας την πάνω του. <<Το στερνοπούλι μας. Λενιώ μου, να τη χαιρόμαστε την λουλουδένια μας>> είπε ο Φανούρης στην Ελένη, που χαμογέλασε. <<ΚΑΛΕ ΤΙ ΕΙΝ ΤΟΥΤΟ;>> φώναξε η Βαλεντίνη που χάζευε από το παράθυρο. Κατέβηκαν όλοι βιαστικά κάτω. Ο Κωνσταντής στεκόταν στην αυλή με έναν εργάτη και ένα μικρό άλογο. <<ΤΙ ΝΑΙ ΑΥΤΟ ΚΩΝΣΤΑΝΤΗ;>> φώναξε η Λενιώ. <<Το δώρο μου για την βαφτιστήρα μου. Ένα πουλάρι όλο δικό της!>>, <<ΔΙΚΟ ΜΟΥ:>> ρώτησε η Βιολέτα. <<Εμ ποιανού ρε βαφτιστήρα; Της μάνας σου που με κοιτάει με μισό μάτι;>>. Το παιδί τσίριξε χαρούμενο. <<Δικό μου πουλαράκι;>>, <<Αμέ. Θηλυκό. Δεν μπαίνει σερνικός εδώ μέσα>> έκανε παιχνιδιάρικα. Όλοι άρχισαν να το χαιδεύουν και η Λενιώ τον κοίταξε πονηρά. <<Μη μου πεις ότι δεν σ' άρεσε κουμπάρα Σταμίρη. Εσύ πετάς τη σκούφια σου για τα άλογα>>. Ο Λάμπρος τον χτύπησε στην πλάτη. <<Ευχαριστούμε Κωνσταντή. Πανέμορφο είναι>>, <<Για την βαφτιστήρα μου, τα καλύτερα πάντα. Μία την έχω>> απάντησε εύθυμα. Η Βιολέτα τον αγκάλιασε σφιχτά κι εκείνος τη σήκωσε στην αγκαλιά του. <<Να το προσέχεις, ε; Θα είσαι αφεντικό!>>, <<Σ' ευχαριστώ πολύ νονέ. Είσαι ο καλύτερος νονός του κόσμου!>>, <<Καλά αυτό είναι αλήθεια. Πριγκίπισσα την έχω την βαφτιστήρα μου. Όχι, σαν τον Φανούρη που έτρεχε τη Βαλεντίνη μες τα χωράφια και τις λάσπες από πιτσιρίκα>> πείραξε τον επιστάτη, που τον κοίταξε αυστηρά. <<Τον κακό σου, τον καιρό Κωνσταντή. Εγώ της έμαθα τη γη, όπως την έμαθε κι η μάνα της. Θα με καμαρώνει τ' αφεντικό μου, από εκεί που είναι που δεν τις άφησα να παίζουν μόνο με τα κουκλόπανα σαν όλα τα κοριτσόπουλα>>. Η Ελένη έβαλε τα γέλια. <<Άντε, δεν πάμε στο καφενείο; Θα έρθει κόσμος κι εμείς θα παίζουμε με το πουλάρι>>, <<Μα θέλω να το ταίσω!>> διαμαρτυρήθηκε η Βιολέτα. <<Θα το βάλουμε στον σταύλο με τον Ασπρούλη κι έχει και φαί και νερό. Άντε, τελειώνετε!>>.

Η Βιολέτα, κάθε χρόνο τέτοια μέρα, έκλεινε το καφενείο για τα γενέθλια της εγγόνας της, που είχε τα όνομα της. Ο χώρος ήταν μεγαλος και μπορούσαν τα παιδάκια να παίξουν ανέμελα και οι μεγάλοι να καθίσουν στα ακριανά τραπέζια και να συζητήσουν με την ησυχία τους. <<Να τη χαίρεστε>> έκανε η Σοφούλα και σήκωσε το ποτήρι να τσουγκρίσει με την Ελένη. <<Να σαι καλά Σοφία μου. Και εσύ να χαίρεσαι τον γιο σου...>>. Έσκυψε στο αυτί της. <<...που άμα τον ξαναδώ στην αυλή μου, θα τον κυνηγάω με την καραμπίνα>> έκανε αστειευόμενη και η Σοφούλα έβαλε τα γέλια. <<Λες να γίνουμε συμπεθέρες;>>, <<Μην τ' ακούσει αυτό ο άντρας μου. Εγκεφαλικό θα του έρθει. Είναι και σε επικίνδυνη ηλικία>>. Η Βιολέτα έκατσε δίπλα της και τσούγκρισε μαζί της. <<Να το χαιρόμαστε το λουλούδι μας. Η χαρά της ζωής είναι αυτό το παιδί>>. Ο Λάμπρος έκατσε στην συντροφιά τους. <<Να μας ζήσει Βιολέτα μου. Να τη καμαρώνουμε κάθε μέρα>>, <<Πουλάκι μου... Κάτι τέτοιες μέρες, σκέφτομαι τον πατέρα σου... Ήθελε ένα εγγόνι, κι όλο το μελέταγε. Δεν έζησε να τις χαρεί. Τρεις κουκλες, σαν τα κρύα νερά...>>. Η Ελένη ανακάθισε. <<Μην αρχίσουμε Βιολέτα γιατί κι εγώ από χτες, τους μελετάω. Είχα και το μνημόσυνο...>>.  Ο Λάμπρος την αγκάλιασε. <<Δεν πειράζει, καρδιά μου. Δεν είναι άσχημο να σκεφτόμαστε τους ανθρώπους μας που φύγανε>>. Η Βιολέτα έπιασε το χέρι της Λενιώς. <<Ξέρεις τι αδυναμία σου είχε; Μπορεί να μην το έδειχνε γιατί σε ντρεπόταν κομμάτι και είχε ενοχές αλλά σ' αγαπούσε πολύ...>> έκανε τρυφερά και η κοπέλα χαμογέλασε.  

Η Ελένη σηκώθηκε κι άρχισε να περπατά ανάμεσα στους καλεσμένους  Χάζευε τον κόσμο, τους συγγενείς της, την Βιολέτα που έπαιζε με τους φίλους της, την Βαλεντίνη που μιλούσε διακριτικά με τον Νέστορα, την Ευγενία (γυναίκα πια) να κάθεται με τις θείες της... Στάθηκε στη γωνία και πήρε βαθιά ανάσα. Οι σκέψεις που έκανε αυτές τις μέρες, τις τριβέλιζαν το μυαλό. Δίπλα στην πόρτα του καφενείου, υπήρχε ένα κενό τραπέζι που κάποιοι είχαν ξεχάσει δυο ποτήρια και ένα κατρούτσο με κρασί. Χαμογέλασε. Θα μπορούσε να ήταν το τραπέζι που θα καθόταν, ο πατέρας της και ο πεθερός της, και θα έπιναν στην υγειά της Βιολέτας..... <<Άντε συμπέθερε, να τη χαιρόμαστε την εγγόνα μας. Υγεία να έχει>> έκανε ο Γιώργης και σήκωσε το ποτήρι του. <<Να τη χαιρόμαστε. Να ζήσει και να ναι ευτυχισμένη>>. Ο Γιώργης ανακάθισε. <<Φτυστή η Λενιώ μου, είναι αυτή. Έτσι ήταν μικρή>>, <<Της μοιάζει αρκετά>> συμφώνησε ήρεμα ο Μιλτιάδης. <<Κι η Βαλεντίνη όμως, ε; Μύγα δεν σηκώνει στο σπαθί της. Γι' αυτό μανουριάζουν με την μάνα της. Αυτή πήρε κι από μένα>> έκανε με καμάρι. Ο Μιλτιάδης τον κοίταξε στραβά. <<Όλος ο κάμπος έχει να το λέει συμπέθερε, πως η Βαλεντίνη είναι ίδια ο γιος μου>>, <<Στη φάτσα επειδή είναι μελαγχρινή. Σ' όλα τα άλλα, πήρε απ' το δικό μας σόι>>, <<Καλό το λες εσύ αυτό; Να μην αφήνει κουβέντα να πέσει χάμο;>>, <<Για θηλυκό, καλό είναι. Να την φοβούνται, να μην την λογαριάζουν και κοριτσάκι>> απάντησε ψυχρά. <<Και ποια από τις κόρες του, του έμοιασε δηλαδή;>>, <<Είπαμε. Η Βαλεντίνη του έμοιασε στη φάτσα κι η Ευγενία που είναι γραμματιζούμενη. Γιατί στη φάτσα, παρότι δεν βγήκε απ' την κοιλιά της Ελένης μου, ίδια η Δροσούλα κι η γυναίκα μου>>, <<Η Βιολέτα είναι ήρεμο παιδί και καλοσυνάτη σαν τον Λάμπρο>>, <<Δεν είναι καλοσυνάτη η Λενιώ μου; Η Βιολέτα αγαπάει τη γη και τα ζώα, σαν τη μάνα της. Πήρε την ηρεμία του γιου σου και δεν είναι οξύθυμη, μα σ' όλα τ' άλλα...>>, <<Κι εγώ μες τη γη μεγάλωσα συμπέθερε. Σεβαστός είμαι, αν το ξεχνάς. Όλος ο κάμπος δικός μας ήταν>>, <<Για καλό το λες αυτό; Χρόνια κάνω να το ξεχάσω πως σας φορτωθήκαμε οικογενειακώς. Μέλι είχατε πια και πέσαν όλες μου οι θυγατέρες στον έρωτα σας;>>. Ο Μιλτιάδης ξεφύσηξε νευρικά. <<Δεν θα συνεχίσω γιατί θα πούμε βαριές κουβέντες. Εμ έκανες ότι μπορούσες για να τους χωρίσεις, εμ  μιλάς κι όλας...>>, <<Εγώ μια κουβέντα του είπα κι αυτός την πήρε της μετρητοίς. Αν την έκλεβε και μου τη γύριζε στεφανωμένη και χαλασμένη, τι θα έκανα εγώ; Θα την έπαιρνα πίσω;>>, <<Α ΦΤΑΙΕΙ ΚΙ ΑΠΟ ΠΑΝΩ ΘΑ ΜΑΣ ΠΕΙΣ!>>. Ο Γιώργης ήπιε λίγο κρασί. <<Κακώς με λογάριασε. Έχε χάρη που την αγαπούσε και  ήταν και κομμάτι καρπερός. Του τα συγχωρώ όλα>>, <<ΕΣΥ ΘΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΩΡΗΣΕΙΣ; Αυτός θα έπρεπε!>>, <<Εγώ έκανα ότι θεωρούσα σωστό. Ας έκανε κι αυτός ότι θεωρούσε σωστό κι όχι να λουφάξει. Ας όψεται η κόρη μου που φαγώθηκε να τον πάρει. Όχι πως δεν την ζητάγαν λεβεντάντρες, μα ήθελε του λόγου του...>>, <<ΓΙΑ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΣΥΜΠΕΘΕΡΕ...>>. Ο Γιώργης του έγνεψε να σιωπήσει και έβαλε κρασί στα ποτήρια τους. <<Σήμερα γιορτάζει το μικρό μας. Άσε τις πολλές κουβέντες. Άντε στην υγειά μας>>. Ο Μιλτιάδης του χαμογέλασε. <<Στη υγειά τους>>..... <<Λενιώ μου; Τι κοιτάς κορίτσι μου και χαμογελάς;>> διέκοψε τις σκέψεις της ο Λάμπρος και την αγκάλιασε από τη μέση. Άφησε ένα χάδι στο πρόσωπο του και έγειρε πάνω του. <<Τίποτα καλέ μου. Αφαιρέθηκα...>>

Η Βιολέτα άνοιξε ένα από δώρα της, δίπλα στο τζάκι. <<ΜΑΜΑ, η κυρία Σοφούλα μου πήρε τους πιγκουίνους που κάνουν τσουλήθρα! Θυμάσαι που σου είπα ότι το ήθελα;>> έκανε ενθουσιασμένα η μικρή. <<Πολύ χρήσιμο>> πέταξε ειρωνικά η Βαλεντίνη. <<Βαλεντίνη, κιχ! Να δω που θα τα βάλεις πάλι όλα αυτά. Έχεις γεμίσει τον κόσμο παιχνίδια>> έκανε η Ελένη και της έδωσε ένα φλιντζάνι με γάλα. <<Κακάο δεν έβαλες!>> διαμαρτυρήθηκε η Βιολέτα. <<Δεν έχω πει δεν θα πίνετε όλο σοκολάτες;>>, <<Το πρωί! Το βράδυ πίνουμε με σοκολάτα!>>. Ο Λάμπρος χαμογέλασε και πήρε το ποτήρι. <<Θα σου βάλω εγώ μάτια μου. Έλα βρε Λενιώ, γενέθλια έχει το παιδί>>, <<Τη γιορτάσαμε. Απ' το πρωί τρώνε γλυκά και σαχλαμάρες. Δεν θα χανόταν ο κόσμος, αν το έπινε σκέτο>>. Η Ευγενία έκατσε δίπλα στο κοριτσάκι και περιεργάστηκε το παιχνίδι με τους πιγκουίνους. <<Μας τίμησε η συμπεθέρα>> έκανε παιχνιδιάρικα και η Λενιώ την κοίταξε αυστηρά. <<Ευγενία, χάλασες κι εσύ και λες κουταμάρες. Για σιωπή!>>. Ο Λάμπρος της έδωσε ξανά το φλιντζάνι και στάθηκε δίπλα τους. <<Την έκθεση της έγραψες; Θα σε σηκώσω να τη διαβάσεις!>>, <<Α ωραία. Θα γελάσουμε>> σχολίασε η Βαλεντίνη. <<Θα την φας την τιμωρία σήμερα, ΓΛΩΣΣΟΚΟΠΑΝΑ!>> πέταξε η Ελένη. <<Τι έγραψες στην έκθεση σου, λουλουδάκι μου;>> ρώτησε η Ευγενία. <<Έγραψα για τη γιαγιά τη Βιολέτα, που έχω το όνομα της, μας αγαπάει πολύ, μαγειρεύει πολύ ωραία και λέει συνέχεια αστεία. Κι έγραψα ότι οι αδελφές μου έχουν τα ονόματα από τις άλλες γιαγιάδες μας αλλά εκείνες πέθαναν νωρίς και δεν τις θυμούνται ούτε ο μπαμπάς και η μαμά και θα ήθελα να έχω γνωρίσει τον παππού τον Γιώργη, που φύτεψε τις λεύκες στην αυλή μας, όπως ο μπαμπάς και τον παππού τον Μιλτιάδη, που η γιαγιά η Βιολέτα λέει πως ήταν πολύ καλός κι ότι του μοιάζω γιατί είμαι ήρεμη σαν εκείνον>> πολυλογούσε η μικρή. Η Ελένη τη φίλησε στο μέτωπο. <<Μπράβο αγάπη μου. Άριστα>>, <<Έβαλε και βαθμό η μαμά>> σχολίασε ο Λάμπρος και γέλασαν όλες. <<Κι εγώ θα ήθελα να τον είχα γνωρίσει τον παππού, τον Μιλτιαδή. Νομίζω θα μου είχε αδυναμία>> πέταξε η Βαλεντίνη. <<Ναι, μην το συζητάς. Άγιος άνθρωπος, μες την ηρεμία και την ευγένια, θα σου είχε τρελή αδυναμία που δεν αφήνεις κουβέντα να πέσει στο πάτωμα>> την πείραξε η Ευγενία. <<Εδώ που τα λέμε, ο πατέρας μου θα σου είχε μάλλον μεγαλύτερη αδυναμία. Έχεις και το πείσμα του>> της είπε η Ελένη, μα εκείνη στραβομουτσούνιασε. <<Μπα, δε νομίζω. Εγώ είμαι ίδια ο μπαμπούνης μου. Άσε που εγώ δεν συμπαθώ όποιον δεν συμπαθεί τον μπαμπά μου. Έτσι θα του έλεγα και θα τα χωρίζαμε τα τσανάκια μας>>. Η μητέρα της της έριξε μια παγωμένη ματιά, αλλά ο Λάμπρος έβαλε τα γέλια. <<Να μην σκέφτεστε έτσι. Και ο ένας παππούς και ο άλλος, ήταν καλοί άνθρωποι και θα σας αγαπούσαν πολύ. Κρίμα να μην τους γνωρίσετε>>, <<Ο θείος ο Κωνσταντής λέει πως έτσι κι αλλιώς τον έναν δεν θα τον γνωρίζαμε γιατί αν ζούσε, γάμος δεν θα είχε γίνει>>, <<ΤΟΝ ΘΕΙΟ ΤΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΗ, ΘΑ ΤΟΝ ΚΡΕΜΑΣΩ ΑΝΑΠΟΔΑ ΜΕ ΤΙΣ ΒΛΑΚΕΙΕΣ ΠΟΥ ΛΕΕΙ>> φώναξε η Ελένη. <<Α επίσης, θα έλεγα στον παππού ότι είναι τυχερός που έχει κόρη την Λενιώ γιατί εγώ σιγά μη του ζήταγα και την άδεια. Θα έφευγα με τον έρωτα μου για την Αθήνα και ας μεγάλωνε εκείνος τις αδελφές μου. Εγώ θα τη πληρώσω και ο άντρας μου; Σιγά!>> συμπλήρωσε η Βαλεντίνη και η Ελένη ξεφύσηξε. <<Αρκετά άκουσα για απόψε. Άντε να βάλετε πιτζάμες και τέρμα οι κουβέντες για παππούδες. Βιολέτα, αύριο τα υπόλοιπα δώρα. Μας πήρε το βράδυ>>. Έφυγαν για το δωμάτιο και ο δάσκαλος αγκάλιασε τη Λενιώ του τρυφερά και άφησε ένα φιλί στο λαιμό της. <<Εγώ πάντως, δεν του κρατάω κακία του πεθερού μου γιατί έκανε τη γυναίκα μου. Μη σου πω, του χρωστάω και χάρη>> της είπε ήρεμα κι εκείνη χαμογέλασε. <<Ναι αλλά δεν στην έδινε>> του απάντησε παιχνιδιάρικα. <<Δεν χρειαζόταν. Ήταν δικιά μου έτσι κι αλλιώς. Την πήρα μόνος μου>> και ρούφηξε τα χείλη της με πάθος.  

Đọc tiếp

Bạn Cũng Sẽ Thích

63K 387 23
Ιστοριουλες για να σας κρατάν συντροφιά τα βράδια Τα πάντα αποτελούν προϊόν της φαντασίας μου και μόνο. Δεν βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα διαβάστε...
2.6K 70 3
56.8K 2.1K 40
Μια αναπάντεχη άφιξη θα καταφθάσει στο Hogwarts Ένας νέος καθηγητής θα αναστατώσει όλο το σχολείο και συγκεκριμένα μια μαθήτρια Δύο διαφορετικοί χα...
553K 64.4K 96
Ο διάσημος ανά τον κόσμο τραγουδιστής Harry Styles, και πλέον πρώην μέλος των One Direction, βρίσκεται σε απόγνωση. Κανείς και τίποτα δεν μπορεί να τ...