Η ΜΑΓΙΣΣΑ - Κεφάλαιο 1

1.5K 55 13
                                    

KEΦΑΛΑΙΟ 1

Παραισθήσεις και όνειρα

Το να μείνω ξαπλωμένη, μετά από τόσες ώρες ασταμάτητης προπόνησης, μου ήταν αδύνατο.  Όλο μου το κορμί  πονούσε. Μόνο που ο πόνος δεν ήταν απλά σωματικός.  Η ψυχική κόπωση με είχε καταβάλλει σε τέτοιο βαθμό που είχα διαρκώς ημικρανίες.

Ο Άλεξ, ο άντρας ο οποίος με φιλοξενούσε, είχε πειστεί πως εγώ ήμουν η κατάλληλη για να γίνω κυνηγός και γι' αυτό το λόγο έκανε τα αδύνατα δυνατά για να αποκτήσω τη δύναμη και την δεξιοτεχνία των κυνηγών.  Τον τελευταίο καιρό μάλιστα, είχε ανακαλύψει τον τρόπο να με βασανίζει πιο πολύ ώστε «Να τα δίνω όλα» όπως έλεγε και εκείνος.  Ο τρόπος ήταν απλός.  Μπορούσε να μου δημιουργεί παραισθήσεις διαφόρων ειδών, τις οποίες μπορούσα να βιώσω όχι μόνο ψυχικά αλλά και σωματικά.

Παρόλη όμως τη δύναμη που είχα αποκτήσει, ο μεγαλύτερος φόβος μου εξακολουθούσε να υπάρχει.

Εκείνος ως βαμπίρ, ζούσε μέσα στη νύχτα.  Και λόγω της φύσης του, κατά την διάρκεια της ημέρας το αρχοντικό παρέμενε σκοτάδι.  Οι μεγάλες κουρτίνες, στο χρώμα της πίσσας και του μπορντό που κάλυπταν κάθε παράθυρο πρόσφεραν την κατάλληλη προστασία για εκείνον και την μεγαλύτερη φοβία για μένα.

Όσο έμενα ξαπλωμένη, ο πόνος χειροτέρευε.   Έπρεπε να σηκωθώ.  Κοίταξα το ρολόι.  Επτά το απόγευμα.  Ο ήλιος δεν είχε δύσει ακόμα.  Σηκώθηκα από το κρεβάτι και έκλεισα την πόρτα.  Έπειτα πλησίασα προς το παράθυρο του δωματίου μου και άνοιξα τις βαριές κουρτίνες.

Το φως του ήλιου, που μπήκε στο δωμάτιο, στην αρχή με τύφλωσε, αλλά μόλις το συνώθησα, η ζεστασιά και η ασφάλεια του, με έκαναν να νιώσω άνετα.  Αμέσως όμως θυμήθηκα τον Άλεξ.  Είχε ζήσει σχεδόν όλη του τη ζωή στο σκοτάδι.  Δεν είχε τη δυνατότητα να απολαύσει τις ακτίνες του ήλιου στο δέρμα του.  Κάτι τέτοιο θα τον σκότωνε ακαριαία.

Έκλεισα αμέσως τις κουρτίνες νιώθοντας ενοχές.  Είχα ορκιστεί ότι θα παρέμενα στο σκοτάδι και στην αφάνεια.  Ήξερα πως θα υπέμενα το σκοτάδι ότι και να γινόταν.  Και τα αισθήματα μου για εκείνον, πρόδιδαν ότι αυτό θα κρατούσε για μια ζωή.

Βγήκα από το δωμάτιό μου και προχώρησα στον μακρύ διάδρομο του ορόφου.  Όλα ήταν σκοτεινά.  Το μόνο φως που υπήρχε ερχόταν από την μισάνοιχτη πόρτα του δωματίου του Άλεξ που βρισκόταν ακριβώς δίπλα στο δικό μου.

Η ΜΑΓΙΣΣΑΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα