Κεφάλαιο 17

726 75 92
                                    

5 Δεκεμβρίου 2021

Την πρώτη φορά που η Μηλινόη έπαθε κρίση πανικού ήταν δεκατεσσάρων χρονών, μόλις είχε ξυπνήσει για να ετοιμαστεί για το σχολείο και το ρολόι έδειχνε έξι. Δεν θυμάται πολλά από εκείνη την μέρα, αυτό που έχει χαραχτεί στην μεμβράνη της μνήμης της όμως και δεν θα σβήσει ποτέ είναι πως είχε την χειρότερη καταιγίδα που έζησε ποτέ η Κρήτη. Ή ίσως να ήταν άλλη μία καταιγίδα με την οργή των θεών συμπυκνωμένη μέσα σε κεραυνούς, τις κραυγές των αδικημένων μεταμορφωμένες σε βροντές και άνεμο, τα ανεκπλήρωτα όνειρα των χαμένων στοιβαγμένα στα σκουρόχρωμα σύννεφα πάνω από το χωριό της. Το παράξενο είναι πως θυμάται λεπτομερώς μόνο την καταιγίδα και τίποτα για την κρίση πανικού που ακολούθησε όταν άρχισε να βουρτσίζει τα δόντια της. Ξέρει μόνο όσα της είχαν πει, πως ήταν τρομακτική και επικίνδυνη. 

Η ψυχολόγος είχε παρουσιάσει το σενάριο πως είχε συνδέσει το συναίσθημα του πανικού με εκείνη την καταιγίδα και γι' αυτό αν και της άρεσε η βροχή και ο μουντός καιρός, ποτέ δεν τα πήγαινε καλά με τις καταιγίδες. Άλλωστε εκείνες τις εποχές η Μηλινόη δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα ήσυχο κορίτσι με την σπίθα της πολύ κρυμμένη μέσα της για να τραβάει προσοχή. Ήταν λογικό να αισθανόταν πολύ μικρή και αδύναμη μπροστά στην άγνωστη γη του πανικού, μπροστά σε μία καταιγίδα που παρουσιαζόταν σαν ένα σκούρο τέρας χιλιόμετρα ψηλό. 

Όμως όλα αυτά ανήκαν στο παρελθόν, σε έναν μικρό τάφο στο πίσω μέρος του κεφαλιού της μέσα στον οποίο είχε θάψει ό,τι την έκανε δυνατή μα δεν την όριζε πια. Το μικρό τρομαγμένο κορίτσι είχε μεγαλώσει, είχε δύο χέρια που σφίγγονταν σε δυνατές γροθιές για να κλείσουν τις μπαλκονόπορτες να μην τρυπώσει μέσα το νερό, ένα μυαλό που μπορούσε να επηρεάσει τους ανθρώπους περισσότερο απο κάθε τυφώνα, φίλους στο διπλανό διαμέρισμα που συζητούσαν με πάθος πιο δυνατά απο κάθε αστραπή. Η Μηλινόη ήταν πλέον δυνατή και ατρόμητη και είχε νικήσει κάθε χαλασμό, οπότε δεν υπήρχε λόγος να ανησυχήσει για τον σημερινό. 

Ούτως ή άλλως την αποψινή βραδιά δεν θα την περνούσε μόνη της, αλλά στο διαμέρισμα του Θεμιστοκλή με γνωστούς και αγνώστους που παρά την καταιγίδα δεν είχαν ακυρώσει την βραδιά τους. Ήταν η ζωντανή απόδειξη πως θα χρειαζόταν πολλά παραπάνω από έναν τυφώνα για να εμποδίσει είκοσι φοιτητές να μαζευτούν όταν δύσει ο ήλιος σε ένα μικρό διαμέρισμα και να ξεχάσουν πως εκτείνεται ο κόσμος έξω από αυτό. Για λίγες ώρες ο κόσμος ολόκληρες θα ήταν μόνο λίγα τετραγωνικά, ένα τραπεζάκι με κοινόχρηστη κάβα και κάτι παλιά δανεικά ηχεία. 

Η θεωρία του μπαλκονιούΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα