Κεφάλαιο 3 - μέρος 3ο

Depuis le début
                                    

Είχε βγάλει επιτέλους το πουκάμισο και το παντελόνι... είχε μείνει μπροστά στον καθρέφτη να κοιτάζει το καλογυμνασμένο του κορμί... σήμερα ήταν μια πολύ σημαντική μέρα... σήμερα βγήκε από το φυλακή εκείνη... εκείνη η κοπέλα, τα μάτια της οποίας πετάνε σπίθες δεξιά αριστερά αδιαφορώντας για τις συνέπειες...εκείνος όμως θα τις έσβηνε και μαζί με αυτές θα της αφαιρούσε και το χαμόγελο... ήθελε να κάνει πολύ περισσότερο αλλά άλλαζε συνέχεια γνώμη ως προς τα σχέδια του... τελικά είχε αποφασίσει να πράξει όσα ήταν αναγκαία για να την γονατίσει... δεν ήθελε να ακούσει το συγγνώμη της αλλά να φωνάξει φτάνει πια και να παρακαλέσει... Ήταν Ιούλιος και πάλι όπως και πριν 4 χρόνια... 4 χρόνια ακριβώς... είχε αφόρητη ζέστη.. καθόταν σχεδόν μπροστά στον καθρέφτη... είχε αρχίσει να ιδρώνει... είχε αρχίσει να αισθάνεται άβολα λες και κάτι περίεργο θα συνέβαινε... μια δίψα... μια ακατανίκητη δίψα τον καθοδηγούσε... ήταν η ίδια η εκδίκηση... αυτός ήταν ο αυτοσκοπός... Πλέον διέθετε το κύρος να απαιτήσει ο ίδιος από κάποιους να του κάνουν προσωπικά χάρες... έτσι είχε καταφέρει να τη δει μερικές φορές στη φυλακή από μακριά... πάντα διάβαζε κάτι... σαν να ήθελε να ξεχαστεί... πάντα ήταν αρκετά ήσυχη ενώ το ήρεμο σχεδόν αγγελικό πρόσωπο της θα ξεγελούσε κάποιον αφελή... όχι εκείνον όμως... ήταν μια δολοφόνος... μια εγκληματίας, η οποία άξιζε περισσότερα χρόνια στη φυλακή... αλλά δυστυχώς δεν ήταν στο χέρι του... Περνούσε άπειρα βράδια στο νεκροταφείο παρέα με τη φωτογραφία της... άλλες φορές της μιλούσε και άλλες φορές όχι... ήταν καλύτερα μέσα από τη σιωπή κάποιος θα μπορούσε να εκφραστεί καλύτερα... τα δάκρυα στα μάτια του τελικά μαρτυρούσαν περισσότερα... το δε σκοτάδι πίστευε πως τον καθοδηγούσε πάντα κοντά της... Δεν είχε ούτε μια φορά στον ύπνο του... ούτε μια φορά να του μιλήσει να του πει ότι ήταν καλά... ήταν θυμωμένη μαζί του... σίγουρα η Ρίτα δε μπορούσε να κρύψει το θυμό της τόσο εύκολα... την ήξερε καλά... τον συμπαθούσε και πάντα του μίλαγε ανοιχτά χωρίς υπεκφυγές... τέσσερα χρόνια μετά του έλειπε αφόρητα...

Η φωνή της μητέρας του τον επανέφερε στην πραγματικότητα... “Στράτο... ο Μάρκος ήρθε να σε δει αγόρι μου...”

Δεν απάντησε κάτι... είχε σκοπό να κάνει ένα μπάνιο πρώτα... είχε τα χάλια του... οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια φανέρωναν την αϋπνία του. Δεν ήθελε να τον δει έτσι ο Μάρκος... είχε κανονίσει νυχτερινή έξοδο με το Μάκη... θα έφερνε μαζί του μια νέα πιτσιρικά και τη φίλη της.... σίγουρα θα περνούσε όμορφα αρκετά...

Η Μάχη βρήκε την ευκαιρία να πιάσει κουβέντα με το Μάρκο... “αγόρι μου ανησυχώ... ο Στράτος γίνεται όλο και νευρικός... απρόβλεπτος δεν μπορείς να του πάρεις κουβέντα πλέον... είναι πάντα βυθισμένος σε σκέψεις...

“Σαν τι σκέψεις...” ρώτησε ο Μάρκος έκπληκτος...

“Εάν δεν τον ήξερα καλά το γιο μου θα έλεγα πως αφορούν γυναίκα αλλά αυτός δεν λέει να συμμαζευτεί κάθε βδομάδα και με άλλη είναι... δε ξέρω τι τον βασανίζει...”

Ο Μάρκος κατάλαβε... ήταν το ίδιο μικρόβιο που βασάνιζε και τον Άρη... είχε και όνομα Χλόη Χαλκίδη... από τη μια η ξαφνική επιθυμία του Άρη να βγει έξω και από την άλλη ο διπρόσωπος χαρακτήρας του αδερφού του. Κάτι συνέβαινε σίγουρα... ξαφνικά κατάλαβε όλα ξεκαθάρισαν... έβαλε κάτω τις ημερομηνίες... ναι ήταν σίγουρος... η ρίζα του κακού είχε πάρει το δρόμο της ελευθερίας και τα δυο αγαπημένα του πρόσωπα είχαν σκοπό να την ακολουθήσουν σε αυτό το μονοπάτι... είχε σκοπό να προτείνει στον Στράτο να έρθει μαζί τους αλλά το μετάνιωσε... τουλάχιστον θα είχε έναν υπό την επίβλεψη του...

Μετά από λίγη ώρα κατέβηκε ο Στράτος ντυμένος στην τρίχα... με χαρούμενη διάθεση... αποφάσισε να τον πειράξει λίγο μιας που η μάνα του είχε αποχωρήσει... “αδελφούλη μάλλον ετοιμάζεσαι για μεγάλη έξοδο...”

“Κάπως έτσι... θα βγω με το Μάκη... ψήνεσαι να έρθεις μαζί μας... ;"

“Μπα... θα βγω χαλαρά με τον Άρη... ίσως λίγο βαρετά... τον ξέρεις φαντάζομαι... δε θα σου πω να έρθεις διότι είμαι σίγουρος πως δε θα θέλεις...” σχολίασε αδιάφορα...

“Ακριβώς... θα τα πούμε αύριο για κανένα καφέ...” απάντησε εκείνος... στο άκουσμα του ονόματος Άρης παραξενεύτηκε διότι σπανίως έβγαινε έξω... κάτι του έλεγε να μην το προσπεράσει εντελώς... τον ρώτησε αμέσως... “Που θα πάτε... μήπως και περάσω μετά...”

“Δε ξέρω ακόμη περιμένω να με πάρει τηλέφωνο...” αποκρίθηκε αμέσως ο Μάρκος για να καλυφτεί... δεν χρειάζονταν δυο πονοκέφαλους για ένα βράδυ...

“Καλώς να έχεις το νου σου στο κινητό ίσως σε πάρω τηλέφωνο...” δήλωσε με δυσπιστία...

Ο Μάρκος δεν πίστεψε στην γκαντεμιά του... χαμογέλασε αμήχανα... ενώ ο Στράτος βγήκε σιωπηλός από το σπίτι... είχε σκοπό να πάρει το καινούργιο πανάκριβο αυτοκίνητο... ήθελε περισσότερη ταχύτητα για το αποψινό βράδυ... ήταν σίγουρος πως κάτι θα συνέβαινε... κάτι του έκρυψε ο αδερφός του δεν ήταν τόσο ανόητος...


Ποτέ... Ίσως... ΜπορείOù les histoires vivent. Découvrez maintenant