Η πάλη της λογικής με το συναίσθημα/ part 3

162 41 95
                                    

Η Γκάμπι φώναζε το όνομα του Βλαντ ανάμεσα στις πεδιάδες μαζί με τον Μίρτσεα. Η εκπληκτική του όραση, τον βοήθησε να διακρίνει το αίμα που νότιζε τα φύλλα τα πεσμένα του εδάφους. Ο ίδιος είχε σχεδόν γονατίσει κατά γης, ψηλαφίζοντας, με την κοπέλα να τον ακολουθεί από κοντά, ελπίζοντας να μην έχει συμβεί κάτι τραγικό. Η καρδιά της παλλόταν στο στήθος της έντονα και ταυτόχρονα ράγιζε στη σκέψη πως το κορμί του θα ήταν για ακόμη μία φορά χτυπημένο. Πλέον είχε φτάσει σε σημείο και αυτό την τρόμαζε, να μην αντέχει καν στην ιδέα του ίδιου να πονά. Πώς μπόρεσε να του μιλήσει έτσι; Πώς μπόρεσε να αφήσει να αιωρείται η σκέψη του τέρατος; Ο Μεχμέτ είχε πετύχει τον σκοπό του. Τον είχε αποσυντονίσει και τελικά κουράσει. Ο Βλαντ μπορεί να ένιωθε σίγουρος για τις δυνάμεις του, ή τουλάχιστον έτσι να προσποιούνταν για να μην φανούν οι αδυναμίες του, ωστόσο χρειαζόταν βοήθεια.

«Στο Ποενάρι!» της φώναξε ο Μίρτσεα, μα τη στιγμή που ανέβαιναν σκαλί-σκαλί, με τον άνεμο τον παγωμένο να λυσσομανά ουρλιάζοντας και τον ουρανό να μαυρίζει καταπίνοντας το κυανό του ορίζοντα, τα βήματα του Βλαντ άλλαξαν. Η κούραση δεν του επέτρεπε να φτάσει ως την κορυφή και από όσο μαρτυρούσαν τα σημάδια, τελικά είχε κατευθυνθεί προς το γνώριμο Μπραν, προκειμένου να του παρασχεθεί η κατάλληλη φροντίδα από τον Μπογκτάν.

Η Γκάμπι κοίταξε για κλάσματα τον Μίρτσεα και αποφάσισε να τον ακολουθήσει ως το κάστρο. Το κινητό της χτυπούσε, καθώς η ώρα είχε περάσει και κατά πώς φάνηκε το κόλπο του Λέοναρντ, δεν κατόρθωσε να κρατήσει μακριά τους γονείς. Αύριο είχαν τα γενέθλιά τους και η παράδοση της οικογένειας ήταν να ετοιμάζουν όλοι μαζί μία μεγάλη τούρτα και για τους δύο. Αποφασίζοντας να μην απαντήσει, συνέχισε να βρίσκεται στα χνάρια του Μίρτσεα, και αρπάζοντάς τον από τον λαιμό όπως την διέταξε, πέρασαν με ταχύτητα στη διάσταση εκείνη του Μπραν που έμοιαζε διαφορετικό. Στο εσωτερικό του επικρατούσε ησυχία και βασίλευε το ημίφως. Το περιβάλλον ούρλιαζε τη λέξη μιζέρια και πόνο και πολλά ακόμη αρνητικά και αδιευκρίνιστα συναισθήματα.

«Μπορώ να τον δω;» ρώτησε τον Μίρτσεα κα εκείνος κούνησε το κεφάλι του σε ένδειξη πως δεν ήταν βέβαιος, μα πως μολαταύτα η απόφαση βάραινε την ίδια.

Με πόδια που έτρεμαν, ανέβηκε μέχρι το δωμάτιό του, σχεδόν κρατώντας την ανάσα της.

Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη και το κεφάλι της ίσα που ξεπρόβαλε από την σχισμή. Ο Βλαντ στεκόταν όρθιος, ατενίζοντας τη σκοτεινιά του ουρανού, με την κατακρεουργημένη του πλάτη γυρισμένη σε εκείνη.

Τα μυστικά της ΝτούτραμΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα