18. ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΕΝΕΣ ΝΥΧΤΕΣ

59 8 12
                                    

Ο Οδαίναθος στεκόταν στην μέση της ερήμου μοναχός. Ο καυτός, μεσημεριανός ήλιος ράπιζε το ταλαιπωρημένο του δέρμα και η καστανή απόχρωση του είχε αντικατασταθεί από μία πιο ροδαλή. Το γεγονός ότι ήταν Σύριος δεν τον προστάτευε από τον απειλητικό καυτό ήλιο. Στην μέση της απέραντη ερήμου όλοι ήταν έρμαια του βασιλιά των ουρανών.

Το σώμα του τον πονούσε από την πολύωρη πορεία. Η αφυδάτωση και η πείνα έκαναν το στομάχι του να ανακατεύεται, ενώ τα χείλη του είχαν ξεραθεί. Που και που πάσχιζε να τα υγράνει με το σάλιο του, αλλά σύντομα κι αυτό θα εξαφανιζόταν, όπως οι σύντροφοι του. Δεν θυμόταν πότε ακριβώς χωρίστηκαν κι ούτε τον λόγο. Την μια στιγμή άκουγε τους αναστεναγμούς των όσων είχαν επιζήσει από την επίθεση των Περσών και την άλλη βάδιζε ολομόναχος.

Κάποια στιγμή, ακούστηκε ένας βρυχηθμός. Ο Οδαίναθος έψαξε να βρει κάποιο όπλο τριγύρω για να προστατευτεί από το άγριο ζώο, αλλά δεν υπήρχε τίποτα πάνω στην χρυσή άμμο, ενώ το σπαθί του είχε εξαφανιστεί μυστηριωδώς μαζί με τους συντρόφους του. Αμέσως έκανε την εμφάνιση του ένα νεαρό λιοντάρι, η χαίτη του οποίου ανέμιζε σε κάθε χοροπηδηχτό του βήμα.

Είχε ακούσει πολλές ιστορίες για τα άγρια θηρία της ερήμου, αλλά ποτέ δεν είχε αναφέρει κάποιος τα λιοντάρια. Ήταν σχεδόν σίγουρος ότι δεν θα έπρεπε να υπάρχει αυτό το πλάσμα εκεί πέρα. Ίσως όμως έκανε λάθος, γιατί δεν άργησε να ακουστεί και δεύτερος βρυχηθμός από μια μεγαλοπρεπή λέαινα. Ήταν προφανές ότι επρόκειτο για την μητέρα του λιονταριού, αφού προσπέρασε τον Οδαίναθο δίχως να του ρίξει μια ματιά και βάδισε προς το μικρό της. Εκείνο έγειρε για να νιώσει το δέρμα της μητέρα του κι η λέαινα έβγαλε την πιο δυνατή κραυγή που θα μπορούσε να προκύψει από ένα ζωντανό πλάσμα.

Ο Οδαίναθος έκλεισε αντανακλαστικά τα μάτια του, αλλά όταν τα άνοιξε ξανά δεν βρισκόταν στην έρημο. Ήταν στο κρεβάτι του, στο σπίτι του.

Ανασηκώθηκε βαριανασαίνοντας και λουσμένος στον ιδρώτα. Δεν έφταιγε μόνο η ζέστη από το αναμμένο τζάκι, αλλά και η αναστάτωση που του προκάλεσε το όνειρο. Σηκώθηκε για να πλησιάσει το τραπέζι με το νερό και έβρεξε το πρόσωπο του πριν ξεδιψάσει. Το μόνο αληθινό στον όλο εφιάλτη ήταν η δίψα. Ήταν όμως όντως εφιάλτης; Ναι, ήταν μόνος του στην έρημο δίχως τρόφιμα ή προστασία και δυο αρπακτικά είχαν κάνει την εμφάνιση τους. Κανένα όμως δεν κινήθηκε απειλητικά προς το μέρος του. Για ποιον λόγο λοιπόν ένιωσε τόση απογοήτευση όταν είδε τα θηρία; Τι ήταν αυτό που τον ενόχλησε στην εικόνα;

You've reached the end of published parts.

⏰ Τελευταία ενημέρωση: Jul 10, 2020 ⏰

Add this story to your Library to get notified about new parts!

Septimia Zenobia: Το δάκρυ της Παλμύρας (TYS 2020)Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα