Κεφάλαιο 6ο

14.7K 1.2K 43
                                    

Δυστυχώς ο ήλιος χάραξε αλλά δε θέλω να σηκωθώ και να τον αντικρίσω ειδικά μετά από αυτό. Αναστέναξα και κάλυψα το πρόσωπο μου με το μαξιλάρι ουρλιάζοντας μέχρι να νιώσω τους πνεύμονες μου να σπάνε. Σηκώθηκα και πήγα δειλά δειλά στην κουζίνα. Ευτυχώς δεν είν- Τί θέλω και μιλάω; ''Καλημέρα..'' είπε αδιάφορα καθώς έπιασε ένα ποτήρι για να βάλει καφέ. Δεν του απάντησα, έμεινα παγωμένη. "Καφεδάκι;" ρώτησε δείχνοντας μου μία κούπα. "Όχι ε; Καλά όπως θες!" ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα και συνέχισε να βάζει καφέ. "Σίντ, με τρομάζεις αλλά με συμφέρει που δε μιλάς. Μείνε έτσι!" είπε και μου ακούμπησε απαλά την μύτη με το δάχτυλο του γελώντας ψεύτικα. "Είσαι τελείως κόπανος!" αναφώνησα μετά από λίγα δευτερόλεπτα. "Καλό ήταν όσο κράτησε.." ψιθύρισε στον εαυτό του απογοητεμένος που μίλησα. "Και γιατί είμαι κόπανος παρακαλώ; Επειδή αντέστρεψα τους ρόλους; Επειδή νόμιζες πως εσύ θα την φέρεις σε μένα; Σαν πολύ μεγάλη ιδέα δεν έχεις για τον εαυτό σου;" μίλησε με σοβαρό και ευθύ τόνο. Πρώτη φορά τον ακούω έτσι. 'Εχει ένα δίκιο. Δεν με παίρνει να πω τίποτα περαιτέρω. Ξεφύσηξα και κοίταξα αμήχανα τους αντίχειρές μου. "Έλα τώρα μην είσαι έτσι" άρχισε και τον κοίταξα δύσπιστα "Μία σου και μία μου." είπε παρηγορητικά. Είναι στ' αλήθεια καλός τώρα μαζί μου ή το παίζει; Κάποιο λάκο θα 'χει η φάβα.

'Εβαλα καφέ στο ποτήρι μου και προχώρησα στο σαλόνι. Έκατσα στον καναπέ και έκατσε δίπλα μου. Του έριξα ένα βλέμμα μίσους και σηκώθηκα αμέσως. "Έλα τώραααα, μια πλάκα ήταν!" είπε και σηκώθηκε κοιτάζοντας με λες και ήμουν κάποιο πεντάχρονο. "Ναι, μία πλάκα αλλά ξέρεις εμείς τα κορίτσια με κάτι τέτοια μπορεί να ερωτ-" κάλυψα το στόμα μου και γούρλωσα τα μάτια μου. Μα τι πήγα να κάνω; ΣΙΝΤΝΕΥ ΤΙ ΔΙΑΟΛΟ ΠΗΓΕΣ ΝΑ ΚΆΝΕΙΣ ΠΟΥ ΝΑ ΣΕ ΠΑΡΕΙ Η ΟΡΓΗ; Δεν είσαι ερωτευμένη με αυτό το απόβρασμα της κοινωνίας. 

Εκείνος έκλεισε ελαφρώς τα μάτια του και εστίασε στα χείλη μου προσπαθώντας να καταλάβει τί προσπαθούσα να πω. "Θα αργήσω στην δουλειά. Πρέπει να ετοιμαστώ!" ανακοίνωσα και έκανα να φύγω. "Κυκλοθυμικές, τί να πεις; Γυναίκες... Να γιατί δεν πρέπει να βγαίνουν από την κουζίνα τους." μονολόγησε και γέλασε με το αστείο του καθώς τον κοίταξα έκλπηκτη και αηδιασμένη ταυτόχρονα. 

Πήγα στην δουλειά όπου και με περίμενε ο Άνταμ. Ωχ! Οι τύψεις άρχισαν να με καρφώνουν σαν κοφτερά μαχαίρια στην καρδιά. Δεν μπορώ καν να τον κοιτάξω στα μάτια. "Καλημέρα" είπε και με αγκάλιασε σφιχτά. Ο λαιμός μου στέγνωσε. "Τί έχεις;" αποκρίθηκε περίεργος "Δε κοιμήθηκα καλά, είμαι κουρασμένη και δεν έχω καμία διάθεση να δουλέψω." μουρμούρισα, εκείνος με κοίταξε και ένα χαμόγελο τέντωσε τα χείλη του. "Τι θα έλεγες σήμερα μετά τη δουλειά να πάμε να δούμε μία ταινία της επιλογής σου στο σινεμά και να χαλαρώσεις;" πρότεινε καλοπροαίρετα και γέλασα αχνά. Αυτό το αγόρι είναι απλά ένας άγγελος. "Αχ ναιιι! Δε ξέρεις πόσο καλό θα μου κάνει!" αναφώνησα χαρούμενη και τον αγκάλιασα. Τα χείλη του κόλλησαν στα δικά μου και αφέθηκα σε αυτό το φιλί το οποίο διεκόπηκε από τον ήχο κάποιου που καθάρισε τον λαιμό του βήχοντας όχι και τόσο διακριτικά. "Αφήστε τα σαλιαρίσματα. Άσ' την να δουλέψει, Ανταμ." είπε αηδιασμένος ο κος Τζόνσον και πατέρας του Άνταμ. Ξεκολλήσαμε ο ένας από τον άλλον και συνεχίσαμε ο καθένας τη δουλειά του.

Οι Συγκάτοικοι {GWattys}Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα