Κεφάλαιο 5

590 69 33
                                    

25 Ιουνίου 2021

Το χειρότερο πράγμα στην Αθήνα ήταν τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Αυτό το είχε μάθει η Μηλινόη με τον άσχημο τρόπο με διάφορες λιποθυμίες μέσα στα λεωφορεία της Καλλιθέας και τα τραμ της παρλιακής μέρες που είχε καύσωνα όμως έπρεπε να πάει κάπου. Από τότε που της αγόρασαν οι γονείς της αμάξι δεν είχε μπει ξανά σε δημόσια οχήματα και όσο μακρυά κι αν ήθελε να πάει, πάντα οδηγούσε αποφεύγοντας τον κόσμο και το άγχος που την έπιανε μέσα σε αυτόν. Η ζωή της ήταν πιο εύκολη έτσι καθώς εκτός από την πολυκοσμία, τα μικρόβια και την ασφυξία, μισούσε και την ασυνέπεια των οδηγών ή την το γεγονός πως το λεωφορείο έπρεπε να σταματήσει σε είκοσι στάσεις για να φτάσει τερματικό. 

Εκείνη την Κυριακή βέβαια, όταν το αμάξι της έμεινε στην μέση της Αμφιθέας, επέστρεψε πάλι σε έναν κόσμο χωρίς αμάξι. Ο Θεμιστοκλής της είπε πως έπρεπε να ευχαριστεί τον Θεό που δεν σκοτώθηκε ή δεν την τράκαρε κανένας, αλλά εκείνη όταν το αμάξι το πήρε γερανός το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν πως θα γυρνούσε σπίτι με λεωφορεία. Η αλήθεια ήταν πως είχε ξεχάσει ποια έπρεπε να πάρει για να γυρίσει σπίτι της ή από ποια πλευρά και από την στιγμή που ούτε ο Απελλής ούτε ο Θεμιστοκλής δεν μπορούσαν να την γυρίσουν σπίτι, αποφάσισε να πάει με τα πόδια. 

Μέσα στο μεσημέρι και στην ζέστη της Αθήνας η Μηλινόη θυμήθηκε γιατί ποτέ δεν της άρεσε η άσκηση ή ο αθλητισμός γενικότερα. Με είκοσι λεπτά περπάτημα ένιωθε τα πόδια της να την εγκαταλείπουν και είχε ιδρώσει παντού που ήταν το χειρότερο της. Παρ' όλα αυτά δεν σταμάτησε να περπατάει διότι στο σπίτι την περίμενε ένας άσπρος πίνακας με ένα άλυτο πρόβλημα που κάτι της έλεγε πως εκείνη ήταν η ημέρα που θα το έλυνε. Είχε φτάσει πολύ κοντά, με τουλάχιστον είκοσι λάθος προσεγγίσεις. Όμως για κάθε λάθος προσέγγιση, η Μηλινόη ήξερε πως απλά ερχόταν ένα βήμα πιο κοντά στην σωστή, οπότε δεν το έβαζε κάτω. Το μόνο που χρειαζόταν εκείνη την στιγμή ήταν ένα ποτήρι κρύο νερό και απόλυτη ησυχία. Μπορούσε να τα καταφέρει. 

''Μήλι!'' άκουσε κάποια στιγμή μία φωνή και σταμάτησε κουρασμένη στηρίζοντας το βάρος της πάνω σε ένα δέντρο. Το σπίτι της δεν ήταν πολύ μακρυά από το σημείο που βρισκόταν, την μικρή εκκλησία της ενορίας της. 

Τα μάτια της ήρθαν σε επαφή με τα φωτεινά, γεμάτα ζωντάνια καστανά μάτια του Ματέο ο οποίος είχε τρέξει από την μία άκρη του προαυλίου της εκκλησία σε αυτήν σε χρόνο μηδέν. Φαινόταν τόσο ιδρωμένος όσο και εκείνη με τα μαλλιά του πιασμένα σε ένα μικρό τσουλούφι για να μην πέφτουν οι μπούκλες μέσα στα μάτια του ενώ η μπλούζα του είχε παντού υγρά σημεία. 

Η θεωρία του μπαλκονιούΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα