44

467 82 1
                                    

Η Νανά άνοιξε τα μάτια της και το κατάλαβε αμέσως πως της συνέβαινε κάτι αλλόκοτο. Πρώτα από όλα δε βρισκόταν ούτε στο σπίτι της αλλά ούτε και στο Λονδίνο, στο οποίο είχε περάσει λίγες μέρες πολύ πρόσφατα. Τότε, θυμήθηκε τα μηνύματα που είχε ανταλλάξει με τον άνδρα και συνειδητοποίησε πως τον είχε ακολουθήσει στο άγνωστο. Στο νου της ήρθε το ρολόι με τον λευκό άγγελο, οι δείκτες του οποίου έδειχναν πέντε, του είχε πει να τους ρυθμίσουν στη σωστή ώρα αλλά εκείνος δεν είχε δώσει σημασία. Γιατί όμως; Μετά, την είχε πάει σε αυτό το ωραίο σπίτι στο οποίο και την είχε ξεναγήσει. Όλα τα δωμάτια ήταν μεγάλα και όμορφα επιπλωμένα και διακοσμημένα, αλλά το πιο ωραίο από αυτά ήταν το ατελιέ στο οποίο ζωγράφιζε εκείνος όταν πήγαινε να μείνει εκεί. Μετά, της είχε φτιάξει ένα ποτό το οποίο της άρεσε πολύ, μα λίγη ώρα αργότερα, είχε αρχίσει να νιώθει περίεργες βελόνες να μπήγονται στο σώμα της κι εκείνος την είχε βοηθήσει να ξαπλώσει. Ούτε που το κατάλαβε το πότε την πήρε ο ύπνος. Η πόρτα έτριξε ανεπαίσθητα πριν ανοίξει διάπλατα. Εκείνος μπήκε μέσα χαμογελώντας. Κρατούσε στα χέρια του έναν μεγάλο ορθογώνιο δίσκο, τον οποίο κι άφησε σε ένα τραπεζάκι που ήταν πλάι στο κρεβάτι της. «Ξύπνησες βλέπω, πώς είσαι; Υποχώρησε η ενόχληση που ένιωθες πριν αποκοιμηθείς»; Πήρε ένα ποτήρι από τον δίσκο κι αφού ανακάτεψε το περιεχόμενο του με ένα κουτάλι, της το έβαλε στο δεξί της χέρι, κλείνοντας τα δάχτυλα της σε γροθιά. Το ποτήρι ήταν κρύο, αλλά εκείνη ένιωθε πως κάτι ζεματούσε τα σωθικά της. «Τι ώρα είναι; Ναι τις βελόνες δεν τις νιώθω τόσο πολύ αλλά κάτι μέσα μου με καίει». «Για αυτό σου έφερε να πιεις έναν χυμό με γεύση φράουλα, έλα, θα φύγει το κάψιμο αν τον πιεις». Η Νανά μόρφασε αλλά έφερε το ποτήρι της στα χείλη και το άδειασε. Προς στιγμήν ανακουφίστηκε. «Δε μου είπες, τι ώρα είναι; Στο σαλόνι δεν είχα ξαπλώσει; Εσύ με μετέφερες εδώ»; «Και βέβαια, κοιμήθηκες για κάτι παραπάνω από δέκα ώρες». Η γυναίκα τινάχτηκε. «Δεν είναι δυνατό, καλά τι έπαθα; Δεν ήρθα εδώ για να κοιμηθώ». «Έλα τώρα, γιατί ταράζεσαι; Ξεχνάς πως ταξίδεψες πρόσφατα; Ηρέμησε». Την πλησίασε και κάθισε δίπλα της αναγκάζοντας τη να κάνει το ίδιο. Τον κοίταξε διαπεραστικά, και κάτι στα μάτια του δεν της άρεσε. «Τι μου έκανες; Αυτό δεν το έχω ξαναπάθει ποτέ». «Τι λες Νανά; Τι θα μπορούσα να σου κάνω»; Της πήρε το χέρι της μέσα στα δικά του, κι αφού το χάιδεψε απαλά, πέρασε στον καρπό της το ρολόι με τους τρελούς δείκτες και τον λευκό άγγελο. Εκείνη έκανε μια κίνηση σαν για να τραβήξει το χέρι της και να αφαιρέσει το ρολόι, μα η λαβή του έγινε λίγο πιο σκληρή. «Ηρέμησε, είναι όλα εντάξει, γιατί ανησυχείς τόσο»; Η Νανά πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε να του χαμογελάσει. Τα κατάφερε με δυσκολία. «Με συγχωρείς, δεν ξέρω τι με έπιασε, είχα την εντύπωση λανθασμένα πως ήθελες να μου κάνεις κακό». «Εγώ; Φοβάμαι πως κάτι σε πείραξε, λοιπόν, έλα να κάνουμε κάτι οι δυο μας για να χαλαρώσεις». Το βλέμμα της έγινε λάγνο μα σύντομα χανόταν και η λαγνεία από αυτό, καθώς τον έβλεπε να σηκώνεται και να παίρνει κάτι από ένα συρτάρι. Τότε άρχισε η φαγούρα στο χέρι της στο οποίο ήταν περασμένο το ρολόι. Το ανασήκωσε αρχίζοντας πάλι να ανησυχεί, και προσπάθησε να το ξεκουμπώσει με το αριστερό, μα άρχισε να τρέμει κι αυτό, κι έτσι δεν τα κατάφερε. Ο άνδρας στο μεταξύ, είχε πάρει ξανά τη θέση του δίπλα της. Είχε πάρει ένα λεύκωμα γεμάτο φωτογραφίες από το συρτάρι, και τώρα το άνοιγε. «Τι είναι αυτό»; «Εδώ υπάρχουν φωτογραφίες από ορισμένα έργα μου, εσύ δεν ήσουν που ήθελες να ρίξεις μια ματιά»; «Ναι μα αρνιόσουν πεισματικά να μου τα δείξεις κάθε φορά που σου ζητούσα να τα δω». «Επειδή πολύ απλά αυτή δεν ήταν η σωστή στιγμή». «Και τώρα είναι»; «Και βέβαια, κάποια από αυτά τα ζωγράφισα εδώ μέσα, ορίστε, δες». Της έδωσε το λεύκωμα κι εκείνη το πήρε και κοίταξε χωρίς όρεξη την πρώτη εικόνα. Έδειχνε δυο άνδρες με πανοπλίες και σπαθιά, τα οποία ήταν έτοιμα να διασταυρωθούν. «Ανατριχιαστική είναι, αλλά παραπέμπει σε άλλη εποχή. Ποιος κέρδισε»; «Αυτός στα δεξιά». Ο άνδρας της έδειξε μια άλλη εικόνα, στην οποία ο Γκαλαντρέν ήταν λουσμένος στο αίμα το οποίο δεν ήταν το δικό του όμως. Η Νανά ένιωσε το στομάχι της να ανακατεύεται. «Δε νομίζω πως θα μου φτιάξουν το κέφι οι εικόνες αυτές όμορφε, μα το χέρι μου»... Άρχισε να τραβάει με όση δύναμη είχε το ρολόι για να το βγάλει. Η φαγούρα που είχε νιώσει προηγουμένως γινόταν όλο και πιο έντονη. Ο άνδρας δοκίμασε να τη σταματήσει, μα εκείνη τον έσπρωξε μακριά της. «Τι μου έκανες; Λέγε; Γιατί με έφερες εδώ»; Ιδέα δεν είχε πως εκείνος είχε επιλέξει να μην της δώσει πολλά ηρεμιστικά μαζί απλά και μόνο για να επιτείνει τόσο τη δική του διασκέδαση, όσο και τη δική της αγωνία. Τη σιχαινόταν κι αυτή όσο σχεδόν και την Κλέλια Δαμιανού, κι αν δεν ήταν επαγγελματίας ψυχολόγος, ποτέ δε θα καταδεχόταν να ασχοληθεί μαζί της. «Σου αρέσει το κόκκινο Νανά»; «Τι; Τι λες; Νομίζω πως θέλω να φύγω από εδώ μέσα». Παράτησε το χέρι της να πέσει στο πλευρό της και προσπάθησε να τρέξει προς την πόρτα, ενώ εκείνος έβγαζε από άλλο ένα συρτάρι μια δερμάτινη θήκη, γεμάτη με κόκκινες μπογιές σε διάφορες αποχρώσεις. «Είσαι τρελός; Η πόρτα αυτή είναι κλειδωμένη, τι θα μου κάνεις άθλιε»; «Γιατί δε σκίζεις το πτυχίο σου όμορφη; Δεν έχεις ιδέα πόσο λάθος με ψυχολόγησες»... Την πλησίασε και πίεσε κάτι στο ρολόι της. Μέσα σε λίγες στιγμές, τα γόνατα της γυναίκας λύθηκαν και σωριάστηκε στη μοκέτα, που είχε κι αυτή καλυφθεί με πλαστικό σε όλη της την επιφάνεια. «Έτσι μπράβο, ειλικρινά σου το λέω πάντως πως σαν ψυχαναλύτρια δεν αξίζεις τίποτα, λάθος επάγγελμα διάλεξες, θα έπρεπε να γίνεις λαική τραγουδίστρια». Την σήκωσε εύκολα βάζοντας τη στο κρεβάτι καθιστή. «Για να δούμε όμορφη, πώς θα μπορέσω να σε κάνω ακόμη ομορφότερη»;

Στο κόκκινοΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα