~5~

188 12 6
                                    

Η μέρα που ορκιζόταν έφτασε και εγώ είχα μείνει με το παράπονο. Ότι δεν μπόρεσα να πάω στην ορκωμοσία του να τον καμαρώσω. Με τα χίλια ζόρια κατάφερα και μάζεψα τα λεφτά που θα χρειαζόμουν για το ταξίδι μου και που το κανόνιζα να πάμε με τους γονείς του με την προϋπόθεση αν έφευγε κατευθείαν για Κύπρο. Αλλά τελικά τα σχέδια άλλαξαν γιατί θα έπαιρνε 5 μέρες άδεια και θα ερχόταν στο νησί. Έκλαψα που δεν πήγα και με πόνεσε με το παραπάνω αλλά έκανα την καρδιά μου πέτρα και δεν το ξανά σκέφτηκα. Στις 1 Αυγούστου ήταν στο καράβι και ερχόταν. Εκείνη την μέρα εγώ δεν κοιμήθηκα. Ανυπομονούσα να τον δω. Είχα περιποιηθεί τον εαυτό μου, έβαψα τα μαλλιά μου, -τα οποία είχαν ασπρίσει- έφτιαξα τα νύχια μου τα έκανα όλα. Κανονίσαμε και εκείνη την μέρα να έρθει στο σπίτι μου μέχρι το βράδυ και να βγαίναμε και βόλτα. Απλά πρώτα θα πήγαινε στο σπίτι του να κάνει ένα μπάνιο, να ξεκουραστεί και να τα πει με τους γονείς του, και μετά θα ερχόταν στο σπίτι μου.

Το πρωί του Σαββάτου είχα ξυπνήσει από πολύ νωρίς για να ετοιμαστώ. Θα ερχόντουσαν οι γονείς του να με πάρουν και να πάμε στο καράβι να τον υποδεχτούμε. Του αγόρασα και ένα τριαντάφυλλο κόκκινο για το καλωσόρισμα και αναχωρήσαμε για το λιμάνι.

Όταν έδεσε το καράβι πήγαμε στο μέρος όπου περίμεναν οι συγγενείς και οι γονείς και τότε τον είδα. Φορούσε την στρατιωτική του στολή και το μπερέ στο κεφάλι. Τα μάτια του ήταν κουρασμένα, το πρόσωπο του συννεφιασμένο. Δεν είχε κοιμηθεί, καλά εκείνο το βράδυ όπως μου είχε πει στο τηλέφωνο, ήταν με 3 ώρες ύπνο μόνο. Έτρεξα πάνω του και τον αγκάλιασα ήμουν τόσο χαρούμενη που, δάκρυα χαράς κύλησαν από τα μάτια μου.

«Καλώς ήρθες αγάπη μου» του είπα γλυκά.

«Καλώς σε βρήκα.» μου είπε με το ποιο γλυκό του χαμόγελο. Είχε αλλάξει πάρα πολύ ήταν ποιο όμορφος και το πρόσωπο του ποιο άγριο. Τον αγκάλιασαν και οι γονείς του και αναχωρήσαμε για να πάει ο καθένας σπίτι του.

Ετοίμασα το σπίτι το έκανα λαμπίκο μέχρι να έρθει και ευτυχώς εκείνη την μέρα η μαμά μου και η αδερφή μου θα φεύγανε με την γειτόνισσα για το εξοχικό τους και δεν θα τους είχαμε μέσα στα πόδια μας. Ο πατέρας μου από την άλλη, η χαρά του όταν έλειπε η μαμά. Είχε ησυχία το σπίτι. Τα βγάζαμε μια χαρά οι δυο μας δεν είχαμε πρόβλημα. Και δεν μας ενοχλούσε κιόλας.

Με πήρε τηλέφωνο και μου είπε ότι έρχεται και να φτιάξω καφέ. Ποπο πτώμα ήταν. Τον κούρασε το καράβι επειδή κουνούσε και επειδή δεν είχε κοιμηθεί καθόλου όλο το βράδυ. Όταν ήρθε, ο καφές του ήταν έτοιμος και κάτσαμε στο σαλόνι. Είχε μπανιαριστεί κιόλας και μοσχομύριζε ολόκληρος. Τον αγκάλιασα και σαν ξάπλωσε πάνω μου, ήρθε κοντά στο πρόσωπο μου και με φίλησε με πάθος. Λες και ο οργανισμός του το είχε πολύ ανάγκη. Και το είχα και εγώ πολύ. Με φιλούσε παντού στον λαιμό μου στο στήθος μου παντού.

ΣΤΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα