κεφάλαιο 16

601 74 4
                                    


Την βρήκε να στέκεται στο μπαλκόνι και η καρδιά του χτύπησε δυνατά. Φόβος τον κυρίεψε και με δύο βήματα βρέθηκε δίπλα της. Γύρεψε βιαστικά το βλέμμα της και ανακουφισμένος την είδε να χαζεύει το νεοκλασικό κτίριο μπροστά τους. Ήταν σίγουρος ότι δεν θα απέβαλε ποτέ τον φόβο που τον έπνιγε όταν δεν γνώριζε τις προθέσεις της.

«Το έχεις ξαναδεί;» την ρώτησε καθώς έβλεπε την προσήλωσή της.

«Έχω περπατήσει πολλές φορές αυτόν τον δρόμο. Νύχτα. Νομίζω ότι ποτέ δεν το είδα στο φως της μέρας. Είναι πανέμορφο» του απάντησε, και αμέσως στο μυαλό του ήρθαν τα κείμενα από το ημερολόγιό της. Ένιωσε ενοχές και τύψεις, μα η ερώτησή της έσβησε κάθε άσχημο συναίσθημα που τον κατέκλυσε έστω και για λίγο.

«Την ξέρεις την ιστορία του;»

Ο Χρήστος ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν γνωρίζω πολλά πράγματα. Χτίστηκε την δεκαετία του χίλια εννιακόσια είκοσι περίπου, υπήρχαν δύο κληρονόμοι, μα λένε πως είχαν μπλέξει με τον τζόγο. Το κτίριο έμεινε έτσι, εγκαταλελειμμένο, σκοτεινό και έρημο, μα για μένα είναι η πιο όμορφη θέα κάθε πρωί».

Του χαμογέλασε απαλά και έγνεψε καταφατικά συμφωνώντας μαζί του.

«Είναι πανέμορφο, υπέροχη αρχιτεκτονική».

Έμειναν εκεί στο στενό μπαλκονάκι, στον τρίτο όροφο της παλιάς πολυκατοικίας στα Εξάρχεια, να αγναντεύουν την ξεπερασμένη αίγλη ενός εγκαταλελειμμένου κτιρίου. Και οι δυο τους χαμένοι στις σκέψεις τους. Και οι δυο τους σιωπηλοί.

Ο εκνευριστικός ήχος του κινητού του διέκοψε την ηρεμία της στιγμής και ο Χρήστος έσπευσε να το απαντήσει. «Λέγε» είπε κοφτά μόλις το έφερε στο αυτί του και προχώρησε αργά στο εσωτερικό του διαμερίσματος. «Πάλι χαρούμενο σε ακούω» άκουσε την φωνή του Άλκη στην άκρη της γραμμής και αναστέναξε βαθιά. «Τι με θέλεις, είμαι απασχολημένος» αγνόησε το ειρωνικό του σχόλιο και έριξε μια γρήγορη ματιά στην Ζωή που στεκόταν ακόμα στο μπαλκόνι. «Πότε θα βρεθούμε; Να περάσω να σε πάρω για καμιά μπίρα απόψε;» τον ρώτησε ο Άλκης μα ο Χρήστος του το ξέκοψε ευθύς. «Ούτε να το σκέφτεσαι» του είπε ψιθυριστά. Για λίγα δευτερόλεπτα δεν ακούστηκε ο παραμικρός ήχος από την άκρη της γραμμής. «Δεν θέλω να την αφήσω λεπτό μόνη ρε Άλκη, φοβάμαι... φοβάμαι μην κάνει καμιά τρέλα» του είπε αμέσως μετά και η φωνή του πρόδιδε ανησυχία. Ο φίλος του αναστέναξε βαθιά. «Ήθελα να σου μιλήσω... αλλά... άστο τότε, καταλαβαίνω, μην ανησυχείς» αποκρίθηκε εκείνος και η γραμμή έκλεισε. Ο Χρήστος κοιτούσε την φιγούρα της Ζωής που στεκόταν στο ίδιο σημείο, και η καρδιά του φούσκωνε από ευτυχία που την είχε τόσο κοντά του. «Είναι εδώ, μαζί μου!» είπε ψιθυριστά στον εαυτό του και η καρδιά του φούσκωσε από ευτυχία.

Το κορίτσι του ημερολογίουΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα