κεφάλαιο 15

589 78 5
                                    


«Λέγε» απάντησε το κινητό στο πρώτο κιόλας χτύπημα μην τυχόν και ξυπνήσει την Ζωή. «Πως είναι;» άκουσε την φωνή του Άλκη να τον ρωτά. Με λίγα λόγια του μίλησε για την πρόοδο της υγείας της μα έκλεισε βιαστικά το τηλέφωνο μόλις άκουσε την αδύναμη φωνή της να τον καλεί. Μπήκε στο δωμάτιο και την βρήκε στην ίδια θέση στο κρεβάτι νεύοντάς του να καθίσει κοντά της. Το στρώμα βαθούλωσε στο κάθισμά του μα έμεινε ακίνητος. Εκεί, να την κοιτά, να μετράει σχεδόν τις αναπνοές της. Η καρδιά του κόντευε να πεταχτεί από το στέρνο του. Το αίμα του κυλούσε καυτό στις φλέβες του, και ένιωθε ότι δεν μπορούσε να αντέξει άλλο τέτοια ευτυχία. Τι έκανε άλλωστε για να την αξίζει; Την άφησε να κοιμηθεί εκεί, η ανάσα της ακούγονταν ρυθμικά, το στήθος της ανεβοκατέβαινε, τα μαλλιά της μπερδεμένα στο στέρνο του. Τι άξιζε και του δινόταν τέτοια ευκαιρία στη ζωή; Πάντα αλήτης ήταν και τώρα ένιωθε την καρδιά του να χτυπά σαν σφυρί στο στήθος του από την ένταση και τον έρωτα. Τι έκανε και κέρδισε τέτοια ευκαιρία, αναρωτήθηκε για μια ακόμα φορά. Δεν είχε ιδέα πόσες ώρες έμεινε εκεί. Μόνο όταν η νεαρή κοπέλα αναδεύτηκε στον ύπνο της ο Χρήστος παρατήρησε το αχνό φως που έμπαινε από τις γρίλιες. Είχε ξημερώσει.

Εκείνος δεν είχε κλείσει μάτι, μα δεν ένιωθε κουρασμένος, ίσα ίσα, μια περίεργη ενέργεια είχε καλύψει το κορμί του, μια περίεργη ζεστασιά απλωνόταν στα σωθικά του.

Γύρισε το βλέμμα του και πάλι στο πρόσωπό της και αυτό που αντίκρισε του έκοψε με μιας την ανάσα. Τα γαλάζια μάτια της θολά ακόμα από τον ύπνο, τα χείλη της πρησμένα, μα κόκκινα λες και την φιλούσε όλη την νύχτα. Τον κοιτούσε με τέτοια προσήλωση που δεν τράβηξε το βλέμμα της καθόλου. Πως θα μπορούσε να μην την είχε ερωτευτεί; Πως θα μπορούσε η καρδιά του να μείνει αλώβητη από την ομορφιά της; Μα δεν την αγάπησε γι' αυτό. Για την ομορφιά της ψυχή της την αγάπησε, για την αγνότητα που κυριαρχούσε μέσα στην σκοτεινιά της. Την μάχη που έδινε με τον εαυτό της για να σωθεί. Αυτό αγάπησε σε κείνη, και όχι μόνο τα λαμπερά της μπλε μάτια.

«Καλημέρα» μουρμούρισε εκείνος σφιγμένος και η Ζωή ανακάθισε ταραγμένη στο κρεβάτι. Κοίταξε τον εαυτό της, τα ρούχα που φορούσε κι έπειτα το δωμάτιο γύρω της. Δεν του απάντησε αμέσως. Σηκώθηκε βιαστικά από το κρεβάτι, και φανερά ταραγμένη άρχισε να ψάχνει γύρω της τα ρούχα που φορούσε τις προηγούμενες μέρες.

«Λυπάμαι» ψέλλισε δειλά και άρπαξε το παντελόνι της πάνω από το καλοριφέρ. «Σε αναστάτωσα, κοιμήθηκα στο κρεβάτι σου, δεν έπρεπε!» συνέχισε αγνοώντας το γεμάτο ανησυχία βλέμμα του Χρήστου που είχε καρφωθεί πάνω της.

Το κορίτσι του ημερολογίουΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα