κεφάλαιο 10

575 74 7
                                    


"Τρίτη 20 Ιούνη"

Ξεκίνησε πάλι την ανάγνωση και με μεγάλη δυσκολία σταμάτησε τον εαυτό του από το να τρέξει στην τελευταία σελίδα. Να μάθει τι συνέβη την τελευταία μέρα, πριν της αρπάξει την τσάντα.

«Ω Θεέ μου...» μονολόγησε και πάλι, κρατώντας το κεφάλι του.

"Σήμερα σηκώθηκα από το κρεβάτι αργά το απόγευμα. Είχα να βάλω κάτι στο στομάχι μου 3 μέρες. Ένιωθα τόσο κουρασμένη... τόσο αδύναμη.... Απλά ήθελα να ξαναγυρίσω στο στρώμα μου, να κοιτώ το ταβάνι και να αδειάσω το μυαλό μου. Γιατί να είναι πάντα γεμάτο από τόσο άσχημα πράγματα; Γιατί να μην μπορώ να πάρω ανάσα και συνεχώς να αισθάνομαι αυτό το πνίξιμο στο λαιμό; Με πιάνουν τα κλάματα χωρίς λόγο και αναρωτιέμαι που να έχω φταίξει και νιώθω έτσι!

Ποτέ δεν ήμουν άνθρωπος της εκκλησίας. Ακόμα και τώρα, στα είκοσι δύο μου, την ίδια σχέση έχω. Πιστεύω; Δεν ξέρω. Πρέπει να πιστεύω; Πρέπει να προσεύχομαι; Φταίει αυτό; Δεν ξέρω που να στραφώ και που να αναζητήσω βοήθεια.

Φωνάζω! Φωνάζω βοήθεια μα δεν με ακούει κανείς! Δεν με ακούει κανείς!"

"Εγώ σ' ακούω μωρό μου... Εγώ σ' ακούω!» ψιθύρισε με φωνή γεμάτο πάθος κι έτριψε τα υγρά του μάτια.

«Τι έκανες του κοριτσιού;» η φωνή της κυρά Μαίρης αντήχησε από άκρη σε άκρη στο διαμέρισμα μόλις τους είδε και τους δύο να μπαίνουν μέσα. «Τι σου έκανε Ανδριάννα, σε πείραξε ο βάρβαρος; Πες μου την αλήθεια!» ανασηκώθηκε από την πολυθρόνα και περίμενε να την σφίξει στην αγκαλιά της. Η κοπέλα την κοίταξε με τρόμο κι έπειτα το βλέμμα της συνάντησε αυτό του Άλκη. «Το χιούμορ της κυρά Μαίρης!» είπε αποδοκιμαστικά ο γιός της και κάθισε απέναντί της. «Το χέρι της πρέπει να το ξεκουράσει μερικές μέρες, οπότε δουλειές και θελήματα τέλος! Μάνα ακούς;» την προειδοποίησε και αγνόησε το παρακλητικό βλέμμα της Ανδριάννας. «Εντάξει κόρη μου, μην ανησυχείς, αν θέλεις πήγαινε μερικές μέρες στο χωριό σου, να δεις την οικογένεια σου, να θρέψει και το χέρι σου και γύρνα» της είπε τρυφερά η μεγάλη γυναίκα και της έκανε χώρο στον καναπέ. «Όχι!» τινάχτηκε από την θέση του ο Άλκης, και δύο ζευγάρια μάτια κόλλησαν πάνω του με ζωγραφισμένη την απορία μέσα τους. «Το ταξίδι θα την κουράσει... καλύτερα να μείνει εδώ... θα ξεκινήσω να φτιάχνω το δωμάτιο και θέλω να με βοηθήσει με τα χρώματα, την διακόσμηση...» άρχισε να φλυαρεί, μα καμιά τους δεν σχολίασε το παραμικρό. Η κυρά Μαίρη γέλασε κρυφά και η Ανδριάννα πήγε να ξαπλώσει. «Θέλεις κάτι;» ρώτησε την μάνα του ο Άλκης μα εκείνη δεν απάντησε, τον κοίταξε μονάχα κι έπειτα χάθηκε σέρνοντας τα βήματά της στην κουζίνα. Έμεινε μόνος του, να την σκέφτεται, και να κοιτάει την πόρτα απέναντι γνωρίζοντας ότι εκείνη βρισκόταν λίγα μέτρα μόνο μακριά του. Μα τι είχε πάθει; Γιατί την σκεφτόταν συνέχεια;

Το κορίτσι του ημερολογίουΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα