part 3

14 2 0
                                        

Η κοιλιά μου πονούσε αφόρητα.
Είχα μείνει στο ίδιο σημείο που με άφησε για περίπου 15 λεπτά και κρατούσα σφιχτά το μέρος στο οποίο με χτύπησε.

Όταν σήκωσα ελαφρά την μπλούζα μου παρατήρησα πως είχε εμφανιστεί μια τεράστια μελάνια και αμέσως έπνιξα έναν λυγμό.

Η πόρτα χτύπησε ελαφριά και μπήκε μέσα ο πρασινομάτης.

Δεν έκανα καμία κίνηση εφόσον δεν μπορούσα να κουνηθώ. Απλώς τον κοιτούσα.

Μου έδωσε το χέρι του και με βοήθησε να σηκωθώ. Και ενώ περίμενα να με χτυπήσει ξανά, εκείνος με κοιτούσε στα μάτια καθώς με είχε πια σηκώσει και ήταν όρθιος σε απόσταση αναπνοής από εμένα.

«Νικόλ..», ψυθιριζει το όνομα μου κι εγώ τον κοιτάω παραξενευμένη.

Δεν ήξερα πως γνωρίζει το όνομα μου.

«Γιατί με έχεις εδώ;»
Του λέω αδύναμα ενώ συνεχίζει να είναι πολύ κοντά μου και σχεδόν οι ανάσες μας γίνονται ένα όταν κάνει ένα βήμα πιο κοντά μου.

Νιώθω πως είμαι έτοιμη να λιποθυμήσω, έτσι αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο, νιώθω τόσο αδύναμη ώστε να κάνω κάτι για να με κρατήσω όρθια. Εκείνος το καταλαβαίνει και αμέσως βάζει τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό του ώστε να με κρατήσει όρθια και με πιάνει από την μέση. Με είχε πια στην αγκαλιά του.

«Γιατί πρέπει να σε σκοτώσω, σου το είπα και πριν.», λέει ήρεμα και μου χαϊδεύει τα μαλλιά. Το κεφάλι μου είναι πια στο στέρνο του.
Τα μάτια μου κλείνουν απότομα με το άκουσμα των λέξεων του

Δεν καταλαβαίνω.

Σηκώνω ελαφρά το κεφάλι μου για να τον κοιτάξω.
Τα μάτια του είναι κόκκινα όμως δεν μπορώ να καταλάβω αν έχει πιει. Με κοιτάζει σχεδόν σαν υπνωτισμένος καθώς το χέρι του κάνει βόλτες στην γυμνή και εκτεθειμένη μου κοιλιά.

Με απομακρύνει ελάχιστα ώστε να μπορεί να κοιτάζει την μελάνια που μου προκάλεσε και η έκφραση του μοιάζει σαν να μετάνιωσε, μα δεν έχει αισθήματα και είμαι σίγουρη για αυτό.

«Πονάς;» Ρωτάει ενώ συνεχίζει να εξετάσει την μελάνια μου.

Δεν απαντάω.

«Σε ρώτησα γαμω την παναχαικη μου.Σε ρώτησα αν πονάς.» Φωνάζει και χτυπάει τον τοίχο ακριβώς δίπλα από το κεφάλι μου με μπουνιά.

«Ναι.» λέω με το ζόρι.

Με σηκώνει αγκαλιά και με ξαπλώνει στο κρεβάτι δίπλα μας.

Πάει να φύγει.

«Δεν θέλω να μείνω μόνη. Πες μου γιατί με έχεις εδώ. Θέλω να φύγω.» κλαψουρίζω λίγο πριν φύγει

«Μιλάς πολύ Νικόλ, δε θα χρειαστεί»

Με κοιτάει λίγο πριν κοπανήσει την πόρτα πίσω του.

«Σε μισώ, σε μισώ τόσο πολύ!» φωνάζω

Ακούω την πόρτα να ανοίγει και αυτή τη φορά μπαίνει μέσα ένας άγνωστος ντυμένος με μαύρα ρούχα και μια μαύρη μάσκα προσώπου, σαν αυτές που φορούσαν στη ληστεία.

«Γεια σου.» Μου λέει και βλέπω τα χείλη του να σχηματίζουν ένα χαμόγελο.

Δεν ξέρω αν είναι ειρωνικό ή όχι, μα στ' αλήθεια χρειαζόμουν ένα χαμόγελο να κρατηθώ . Έστω κι ένα ψεύτικο .

«Γεια..» λέω μετά από λίγα λεπτά και σηκώνομαι αργά από το κρεβάτι .
Κάθομαι πια.

«Σε λίγο θα έρθει ο Σεμπάστιαν. Θα σε πάει κάπου.», μου λέει

Κοιτάζει έξω από το παράθυρο.

«Ποιος;» ,τον ρωτάω

«Εκείνος που έφυγε πριν λιγο.»

«Τι κάνω εδώ;» Ρωτάω ξανά μετά από λίγο.

Είναι καλός. Τουλάχιστον καλύτερος από εκείνον.

«Ο αρχηγός σε θέλει νεκρή. Κι εμείς εκτελούμε τις διαταγές του.»
Λέει σαν να μην συμβαίνει τίποτα παράξενο.

Σαν να είναι όλα ένα παιχνίδι.

«Που είναι ο μπαμπάς μου;»

«Κάνεις πολλές ερωτήσεις.»

«Που είναι;» Ρωτάω ξανά.

Με κοιτάζει καθώς έρχεται πιο κοντά μου πια.

«Εκείνος σε έφερε σε αυτό το σημείο. Μην ρωτάς για αυτόν πια.»

Είπε και έφυγε .

You've reached the end of published parts.

⏰ Last updated: Dec 02, 2019 ⏰

Add this story to your Library to get notified about new parts!

HustleWhere stories live. Discover now