Κεφάλαιο 9ο

468 60 27
                                    


𝒜𝓂𝑒𝓁𝒾𝒶


Κάθε φορά που η Αμέλια ξυπνούσε στο διαμέρισμα της και ο Έιντζελ είχε ξεχάσει να κλείσει τις κουρτίνες νόμιζε ότι πέθανε και ταξίδεψε στην μετά θάνατον ζωή, γεγονός που την προβλημάτιζε διότι από ότι είχε διαβάσει η κόλαση υποτίθεται θα έπρεπε να είναι σκοτεινή με καζάνια να βράζουν και ένα διαβολικό γέλιο να ακούγεται από παντού. Η Μοράλεζ της είχε υπενθυμίσει αρκετές φορές πως η συγχώρεση του Θεού ήταν κάτι που όσο κι αν προσπαθούσε η Αμέλια ποτέ δεν θα έπαιρνε. Οπότε θα ήταν εύλογο να ξεχάσει κάθε πιθανότητα για θέση στον παράδεισο, κάτι που δεν ενοχλούσε ιδιαίτερα την Αμέλια διότι αν χρειαζόταν για να μην δει ποτέ ξανά την Μοράλεζ να τους χωρίζουν τα σύνορα του πάνω και του κάτω κόσμου σίγουρα δεν θα ήταν και τόσο άσχημα. 

Βέβαια όπως είχε ειπωθεί και στο παρελθόν από πολλούς, η Αμέλια πίστευε πως η θρησκεία και ο Θεός ήταν μία πολύ ηλίθια απάντηση σε μία πολύ ηλίθια ερώτηση · όπως κάθε σύγχρονος άνθρωπος με λίγη δόση λογικής πίστευε ότι όταν πέθαινε το μόνο που θα έμενε πίσω θα ήταν η τέχνη της οπότε καλύτερο θα ήταν να συγκεντρώνεται εκεί παρά στο τι υπάρχει πάνω από τους ουρανούς. Η κοπέλα θα μπορούσε πιο εύκολα να πιστέψει σε μάγισσες και τέρατα παρά σε ένα βιβλίο χιλιάδων χρόνων και προτιμούσε αυτοί που πίστευαν στις λέξεις αυτές να έμεναν όσο πιο μακρινά μπορούσαν από εκείνη. Αυτό φυσικά δεν ήταν πρόβλημα καθώς στην Νέα Υόρκη του εικοστού πρώτου αιώνα δεν υπήρχε χώρος για τον Θεό, εκεί χωρούσαν μόνο αληθινά και απτά πράγματα. 

Με αυτές τις σκέψεις περί αθανασίας και Θεού σηκώθηκε από το κρεβάτι της και πήγε στην κουζίνα, έβαλε ένα μπολ δημητριακά και τρώγοντας το κατευθύνθηκε προς τον χώρο που βρισκόταν τα έργα της. Ένα από τα καλά του να είχε πλούσιου πατέρα ήταν πως το στούντιο διαμέρισμα της ήταν τεράστιο και έτσι είχε πάντα τον δικό της χώρο για να δουλεύει. Με μία δουλειά όπως αυτή που είχε δεν θα μπορούσε ούτε στα πιο τρελά της όνειρα να νοικιάσει ένα τέτοιο διαμέρισμα ή ένα διαμέρισμα γενικά. Τα νοίκια στην μεγάλη πόλη ήταν τεράστια και με οχτακόσια δολάρια έφταναν μόνο για μία γκαρσονιέρα. 

Στον δρόμο της πέρασε από το ακατάστατο γραφείο του Έιντζελ και το επεξεργάστηκε για μία στιγμή. 

Έκλεισε το φως που είχε αφήσει ανοιχτό και μετά κοίταξε τα παλιά βιβλία που ήταν αραδιασμένα πάνω στην επιφάνεια. Ο Έιντζελ αγόραζε βιβλία κάθε Κυριακή από έναν κιόσκι τα οποία κόστιζαν ένα δολάριο και τα έφερνε σπίτι για να τα σχολιάσουν με την Αμέλια. Συνήθως ήταν βλακείες ή πολύ παλιά αλλά μερικές φορές κρύβονταν και διαμάντια. Προτού γυρίσει το βλέμμα της αλλού, η ματιά της έπεσε πάνω στο προκλητικό εξώφυλλου ενός βιβλίου με την σκιά μίας γυμνής γυναίκας. 

Πριν σβήσουν τ' αστέριαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα