Ουρανία

7 1 0
                                    

Ουρανία, προστάτιδα της αστρονομίας



Γιατί τα αστέρια είναι τόσο όμορφα;

Από μικρός αναρωτιόταν αυτό το πράγμα. Ήταν ένα τεράστιο "γιατί", μια ερώτηση που τον σημάδεψε και τελικά έγινε η πιο γλυκιά εμμονή του.

Γιατί ο ουρανός φαίνεται τόσο απέραντος; Είναι όντως ή είναι απλά μια ψευδαίσθηση, ένας καθρέπτης του σύμπαντος;

Η μελέτη των αστεριών τον έκανε να νιώθει κάτι παραπάνω από άνθρωπο. Τόση αγάπη είχε γι'αυτά όπου ξαγρυπνούσε κάθε βράδυ, και κοιμόταν τα πρωινά. Τις νύχτες, κάθε εποχή, είτε ήταν καλοκαίρι είτε χειμώνας, τα κοιτούσε, τα μελετούσε, προσπαθούσε μέχρι και να τα μετρήσει.

Ήξερε ότι δεν θα έβγαζε πουθενά η απαρίθμησή τους, μα εκείνος αγνοούσε αυτή του την γνώση, και τα μετρούσε έτσι κι αλλιώς.

Είμαστε κι εμείς αστέρια. Είμαστε φτιαγμένοι από αστρόσκονη. Έχουμε λίγο από τα αστέρια μέσα μας! 

Δεν είμαστε απλά μέρος του σύμπαντος, είμαστε το ίδιο το σύμπαν. 

Δεν υπάρχει τίποτα πιο ανατριχιαστικό, τίποτα που να προκαλεί περισσότερο δέος, θαυμασμό και φόβο από αυτό.

Φόβο γιατί συνειδητοποιούμε πόσο μικροί είμαστε.

Μικροί, ασήμαντοι, φαύλοι.

Όχι εσθλοί, κακοί.

Η ανθρωπότητα ανέκαθεν ήταν φαύλη και άπληστη. Θεωρούσε τον εαυτό της κατακτητή, φυσικά κυρίαρχη ύπαρξη που μπορεί να επιβληθεί στους πάντες και στα πάντα.

Η απληστία αυτή εξελίχθηκε σε μισαλλοδοξία, καθώς οι άνθρωποι φθονούσαν ο ένας τον άλλο.

Η σκέψη του κατευθύνθηκε στο πένθος του και σ'εκείνη, όπου μαζί ατένιζαν τον νυχτερινό ουρανό, ξαπλωμένοι στο ίδιο χορτάρι που εκείνος πατούσε, κάνοντας τα ίδια όνειρα. 

Όχι. Το πένθος του δεν είχε σχέση με αυτό. Καμία σχέση απολύτως, τα αστέρια... Τα αστέρια...

Έσφιξε την γροθιά του από τον θυμό του. Σήκωσε το βλέμμα του από το χορτάρι στα πόδια του και το κατηύθυνε στον απέραντο, μαύρο και καθάριο ουρανό. Χιλιάδες λευκά φωτάκια φώτιζαν με όλη τους την δύναμη τον νυχτερινό ουρανό, πολλά από τα οποία όταν συνδέονταν μεταξύ τους σχημάτιζαν αστερισμούς.

Άρτιες ομάδες αστεριών, αστεριών νεκρών τα οποία εκείνος είχε το προνόμιο να βλέπει να πεθαίνουν κάθε βράδυ, καθώς βρισκόταν αναρίθμητα έτη φωτός μακριά τους.

Τα αστέρια έλαμπαν καθώς πέθαιναν, σβήνοντας αθόρυβα και ατάραχα στην ανυπαρξία.

Κύκνειο άσμα.

Ήταν μια νύχτα άπνοιας, χωρίς φεγγάρι.

Τα θνητά τους σώματα ήταν ατελή, μα οι ίδιοι ως ουσία όχι. 

Εκείνη δεν ήταν.

Εκείνη και εκείνος  ήταν ουράνια σώμα. Δεν θα επέτρεπε να τον φθείρουν οι μικρότητες και η μικροψυχία. 

Αν φθειρόταν το ήθος του θα φθειρόταν η ψυχή του. Και καθώς η ψυχή είναι αθάνατη, δεν θα μπορούσε να γίνει ένα με τον γαλαξία.

Δεν θα του το επέτρεπε η αγνότητα των ουράνιων σωμάτων. Κι εκείνη, τόσο αγνή που ήταν, ήταν σίγουρος που είχε γίνει αυτό που ήταν προορισμένο να γίνει.

Είχε υποσχεθεί να την ακολουθήσει. Δεν την αγάπησε με το σώμα, με το μυαλό ή την καρδιά του. Αγαπήθηκαν σε έναν σάπιο και απατηλό κόσμο με τις ψυχές τους, τις ψυχές τις αθάνατες, τις αγνές.

Με ένα γενναίο βήμα προς το κενό άφησε τον εαυτό του να συναντήσει την γη, κάτω από την οποία οσονούπω θα ξαναντάμωνε. Με την αναπόφευκτη καταστροφή της θα επέστρεφε εκεί που είχε γεννηθεί, που είχε πρωτοϋπάρξει πριν γίνει άνθρωπος. 

Τις τελευταίες του στιγμές ούτε ένιωσε πανικό, ούτε φόβο. Μόνο μία προσμονή να μπορέσει να ενωθεί με αυτό που πόθησε περισσότερο στην ανθρώπινη ζωή του.

Το αχανές διάστημα.

ΆλγοςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα