Η κόρη του κάπελα

949 72 174
                                    

Ήτανε κρύα, παγερή, εκείνη η χειμωνιάτικη νύχτα στη Λακεδαίμονα, μ' έναν τρελό βοριά να ροβολάει με χλαπαταγή απ' τη μεριά που έσμιγαν Ταΰγετος και Πάρνωνας. Σύννεφα πυκνά ασημόγκριζα είχανε κρύψει τα άστρα, και το λειψό φεγγάρι έπλεε μονάχο στον σκοτεινό ουράνιο πόντο, καράβι θλιβερό, ακυβέρνητο, φωτίζοντας με οίκτο την κεραμένια στέγη ενός σπιτιού που απόψε το πλησίαζε ο μαύρος καβαλάρης. Δίπλα στο παραγώνι, όπου τα ξύλα της φωτιάς τριζοβολούσαν, μια νεαρή γυναίκα ούτε τριάντα χρόνων κείτονταν ξαπλωμένη σε φτηνό στρώμα γεμισμένο μ' άχυρα· υπέφερε μέρες τώρα από βαριά πνευμονία, και το ωραίο της πρόσωπο έλιωνε αργά σαν το κερί. Μόνο σημείο ζωής είχανε μείνει απάνω του τα μάτια της, δυο μάτια σκούρα και γλυκά, που ολοένα βυθίζονταν στις κόγχες τους.

«Λάλησε ο πετεινός;» ρώτησε με κόπο μέσα απ' τις κοφτές ανάσες του πονεμένου στήθους της τον άντρα που την παρέστεκε γονατιστός, κρατώντας στοργικά το αδύναμο χέρι της, στου οποίου τη μορφή η αγωνία της στιγμής είχε χαράξει τραχιές αυλακιές ρυτίδες.

«Όχι, Βανθώ μου, είναι νωρίς ακόμα... Μόλις διαβήκαν τα μεσάνυχτα» της αποκρίθηκε εκείνος κι έτρεμε ανεπαίσθητα η φωνή του. «Τους έδιωξα όλους τους παρωρίτες απόψε, το σχόλασα το καπηλειό κι ήρθα στο πλάι σου...»

«Πώς θα 'θελα να δω ένα ακόμα ξημέρωμα!» αναστέναξε βαθιά η άρρωστη. «Μα πολύ φοβάμαι πως αύριο δε θα με βρει ζωντανή το φως του ήλιου...»

«Κυρά, τι λες;» αντέδρασε θορυβημένος ο σύζυγός της. «Θα ζήσεις, θα δεις! Δε θα σ' αφήσω γω να πεθάνεις! Τον καλύτερο γιατρό θα βρω για να σε γιάνει, ας είναι να γυρίσω όλη την Πελοπόννησο...»

Έκανε να απαντήσει η Βανθώ, μα μια καταιγίδα άγριου βήχα ξέσκισε τα σωθικά της. Φλέμα κακό μαζί με αίμα ξέφυγε απ' τα ωχρά της χείλη και λέκιασε το προσκεφάλι της, και μόλις ο δαίμονας έπαψε να τη συνταράζει έγειρε στο πλάι το κεφάλι της κι έμεινε εκεί ασάλευτη, σχεδόν χωρίς πνοή.

«Βανθώ! Βανθώ, μίλα μου, για τ' όνομα του Θεού!» την ταρακούνησε ο κάπελας τρελός από το φόβο του, μην ήτανε ήδη αργά για την αγαπημένη του γυναίκα. Κι αυτή, παίρνοντας λίγη δύναμη, γύρισε σε κείνον το βλέμμα της, τον κοίταξε θλιμμένη, με τη μελαγχολία του ανθρώπου που έχει επίγνωση ότι σιμώνει το τέλος του, και του μίλησε σιγά, ψιθυριστά, αρθρώνοντας με βάσανο την κάθε λέξη:

«Κρατερέ... Δε μου μέλλει πια να γιάνω... Σώθηκε το λάδι στο καντήλι μου...»

«Όχι, Βανθώ! Δε γίνεται, δε μπορώ να το δεχτώ αυτό! Είσαι πολύ νέα, και το παιδί μας σε χρειάζεται!..» έκανε ο Κρατερός απελπισμένος σφίγγοντας πιο πολύ τις χούφτες της στις δικές του.

Αυγούστα Θεοφανώ, η Λάκαινα #historicalfiction2020 #TYS2020Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα