Μερος 84

188 22 0
                                    


Ένα μικρό έντομο φόβου φτερούγισε στο δέρμα μου μόλις συνειδητοποίησα πως ο απαίσιος αφηγητής είχε σταματήσει να μιλά. Ακίνητος στην ξύλινη καρέκλα του, με παρατηρούσε με εκείνο το διαπεραστικό βλέμμα του αδυσώπητου θηρευτή. Δεν τόλμησα να κουνηθώ. Σχεδόν δεν έπαιρνα ανάσα, λες και η παραμικρή μου κίνηση θα ενεργοποιούσε μια αναπάντεχη βόμβα. Ούτε να τον κοιτάξω τολμούσα όσο βρισκόμασταν σε αυτή την ηλεκτρισμένη ησυχία. Εκείνο το βλέμμα το αισθανόμουν.

«Βλέπεις Αμαλία...δεν είχε χαθεί τελείως η ελπίδα να επιστρέψω...» είπε αργά, διασκεδάζοντας και μόνο τότε σήκωσα τη ματιά μου. «Υπηρχε μια τελευταία ευκαιρία για να ξαναγίνω όπως ήμουν πριν...

...και την έχασα, εξαιτίας σου.»

°°°°

Το αγόρι θυμόταν αχνά τι είχε συμβεί μετά από αυτό το γεγονός. Θυμόταν ότι έψαξε αργά, βαριεστημένα το γραφείο του άθλιου και βρήκε ένα μικρό σημειωματάριο. Όταν το άνοιξε και διάβασε λίγο, χαμογέλασε ψυχωτικά. Ήξερε πως θα του φαινόταν χρήσιμο. Το πήρε μαζί του.

Ξεκλειδωσε την πόρτα και χωρίς να κοιτάξει πίσω του, βγήκε στο διαδρομο και άρχισε να περπατάει αργά προς το δωμάτιό του.

Τώρα πια θα ήταν μόνος του σε εκείνο το δωμάτιο.

Η σκοτεινή δύναμη άρχισε σιγά-σιγά να ηρεμεί καθώς περπατούσε. Δεν έφυγε, συνέχισε όπως μια απαλή βροχή μετά την καταιγίδα.

Είδε φως να έρχεται απ'το δωμάτιο. Συζητήσεις χαμηλές.

Κοίταξε γύρω του αδιάφορα. Τι ώρα ήταν;

Ξαφνικά είδε τη Γεωργία να βγαίνει απ'το δωμάτιο αναστατωμένη. Τα μάτια της δακρυσμένα και πρησμένα. Κοίταξε γύρω της. Φαινόταν σαν να έψαχνε για κάποιον.

Και μάλλον τον βρήκε.

Το βλέμμα της χαλάρωσε μόλις είδε τον Αχιλλέα. Εκείνος την κοίταξε ανεκφραστος.

«Μάρκο, ο Αχιλλέας...»

(Όπως τα λες.)


Τα μπερδεμένα ονόματα για ένα δεύτερο τον παραξενεψαν. Ύστερα όμως θυμήθηκε.

Τα μάτια της γυναίκας άνοιξαν διάπλατα μόλις είδε το ματωμένο νυστέρι στο χέρι του αγοριού.

Ο Αχιλλέας συνειδητοποίησε πως το κρατούσε ακόμα. Και οτι το πρόσωπό του ήταν ακόμα στιγματισμένο από μικρές σκούρες σταγόνες.

«Τι...τι είναι α-αυτό;» ρώτησε η γυναίκα φοβισμένη.

Ο μικρός κοίταξε ανεκφραστος το όπλο στο χέρι του. Το πέταξε μακριά του αδιάφορα σαν να μην ήταν τίποτα.

«Θέλω να κοιμηθώ.» άκουσε τον εαυτό του να λέει από κάπου πολύ μακριά. Η όρασή του άρχισε να σκοτεινιάζει. Είχε φτάσει στα όρια.

Οι δυνάμεις του τον εγκατέλειψαν.

Το επόμενο πρωί περιέργως ξύπνησε στο κρεβάτι του. Οι ακτίνες του ήλιου τον τύφλωσαν αθώα. Τινάχτηκε και κάθησε στο στρώμα. Κοίταξε δίπλα του.

Ο Μάρκος έλειπε.

Θυμόταν ολοκάθαρα τι είχε συμβεί. Ένιωσε ενα μικρό τσίμπημα στην καρδιά.

Δεν είχε πει αντίο.

Ύστερα θυμήθηκε αχνά το γεγονός. Σαν σκοτεινό πλάσμα, οι σκέψεις σε ένα ζοφερό, μπερδεμένο κουβάρι στέκονταν στο πίσω μέρος του μυαλού του. Αναρωτήθηκε ποιες θα ήταν οι συνέπειες της πράξης του.

Παραξενεμενος σηκώθηκε και πήγε στην πόρτα. Γύρισε το χερούλι. Ήταν ανοιχτά.
Έβγαλε το κεφάλι του έξω και κοίταξε τις νοσοκόμες που περνούσαν στο διαδρομο.

Θα μπορούσε άνετα να το σκάσει. Γιατί δεν ήταν κλειδωμένη;

Ανοιγοκλεισε τα μάτια ανεκφραστος.

Άφησε την πόρτα ανοιχτή και πλησίασε το μπαούλο με τα παιχνίδια του. Κάθησε στο πάτωμα.

Δεν ένιωθε λύπη. Δεν μετανιωνε γι'αυτό που έκανε. Δεν αισθανόταν ένοχος.

Δεν αισθανόταν τίποτα. Απολύτως τίποτα. Λες και μια ομίχλη τον εμπόδιζε να συνειδητοποιήσει ακριβώς τι ήταν αυτό που έκανε.

Μια ομίχλη που μπερδευε και εμπόδιζε εντελώς τα ανθρώπινα στοιχεία του.

Και...αλλαξε.

Κοίταξε τα χέρια του ενθουσιασμένος. Εκείνα έτρεμαν καθώς θυμόταν ακόμα την ένταση της προηγούμενης νύχτας.

Τα είχε καταφέρει. Τον είχε βγάλει από τη μέση.

Το χιόνι έξω έπεφτε αργά.

Για πρώτη φορά στη ζωή του...

Ένιωθε τόσο κενός. Τόσο ευχάριστα κενός. Ήταν ελεύθερος.

(Υπό Διόρθωση) Το Παιχνίδι Του ΔολοφόνουΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα