Κεφάλαιο Τριακοστό Πρώτο

305 56 53
                                    

Επιτρέπουν στους εαυτούς τους την πολυτέλεια να κοιμηθούν το βράδυ, αφού ούτως ή άλλως έχουν ανάψει το τζάκι και έχουν στρώσει σεντόνια και κουβέρτες επάνω στην φθαρμένη μοκέτα, για να ξεκινήσουν το ταξίδι τους το πρωί. Ο Έρικ έχει την καλοσύνη να τους αφήσει να χρησιμοποιήσουν τα στρωσίδια του, κι εκείνος βολεύεται στο κρεβάτι επάνω στο πατάρι τυλιγμένος σ' ένα παλιό σλίπινγκ μπαγκ. Δεν φαίνεται να τον ενοχλούν η υγρασία και το κρύο.

Η Άιβορι καταφέρνει να κοιμηθεί έχοντας αποκλείσει το γεγονός ότι ο Τζόναθαν και τα ωραία, επιδέξια χέρια του είναι βολεμένοι μόλις μερικά χιλιοστά μακριά της. Ο ύπνος της είναι βαθύς και ανήσυχος, γεμάτος όνειρα από το παρελθόν της, και περισσότερο την κουράζει παρά την ανακουφίζει. Είναι σχεδόν χαρούμενη όταν ξυπνάει το πρωί, τόσο από τη μυρωδιά του τζακιού που η φωτιά του έχει αρχίσει να σβήνει, όσο κι από την σιγανή, ακατάληπτη μουρμούρα του Τζόναθαν και του Έρικ που κάθονται στο τραπέζι μακριά της.

Χωρίς να κουνηθεί, ανοίγει τα μάτια της ίσα για να υπολογίσει τη θέση του ήλιου στον ουρανό. Δεν καταλαβαίνει και πολλά. Η μικρή, στρογγυλή καλύβα είναι τόσο πιστή στον ρόλο της ως καταφυγίου βομβαρδισμών, που, παρόλο που εξέχει ευδιάκριτα από τον λόφο που την βαστά, δεν αφήνει τίποτα να περάσει από τις ξύλινες σανίδες της. Ούτε ένα απειροελάχιστο ψήγμα φωτός. Στρέφει τις κόρες των ματιών της προς το πατάρι, και χαμογελάει στον εαυτό της όταν εντοπίζει ένα μικρό, ολοστρόγγυλο φινιστρίνι ακριβώς επάνω από το κρεβάτι. Είναι μισάνοιχτο, και επιτρέπει την είσοδο σε μια λιγνή αχνοκίτρινη δέσμη. Είναι σίγουρα μετά τις εννέα αλλά πριν τις δέκα το πρωί.

Κλείνει ξανά τα μάτια της με τη σκέψη ότι μπορεί να κοιμηθεί λιγάκι ακόμη. Δεν έχει προλάβει να βυθιστεί στον παράδεισο της ιδέας της, όταν νιώθει κάποιον να την χαϊδεύει στο μέτωπο και τα μαλλιά. Τινάζεται, πραγματικά παραξενεμένη, και οι μύες της χαλαρώνουν όταν αντικρίζει το πρόσωπο του Τζόναθαν, που κάθεται στις φτέρνες του στο πλάι της, ν' ατενίζει το δικό της με τρυφερότητα.

«Συγγνώμη που σε ξυπνάω» της ψιθυρίζει, και η στενοχώρια του είναι τόσο απτή που την κάνει να χαμογελάσει. «Αλλά είναι ώρα να φεύγουμε».

Η Άιβορι μορφάζει αλλά ανασηκώνεται. Στη ζωή οι ευχάριστες στιγμές κρατάνε πάντα λίγο, σκέφτεται. Στέκεται στα πόδια της αργά, πιάνει την οδοντόβουρτσα και την πάστα της από τη μικρή θήκη του σακιδίου της, και χώνεται χωρίς πολλές κουβέντες στην κλειστοφοβική καμπίνα του λουτρού. Θέλει πάρα πολύ να λούσει τα μαλλιά της, που τα αισθάνεται σαν έναν πελώριο κόμπο επάνω στο κεφάλι της, όμως βλέπει ότι μια τέτοια ευκαιρία μάλλον θα αργήσει να της παρουσιαστεί. Τα πιάνει γρήγορα σ' έναν χαλαρό κότσο στην κορυφή του κεφαλιού της, με τη σκέψη ότι δεν θα έπρεπε να την ενοχλούν τόσο. Άλλωστε δεν έχει ούτε δυο μέρες από την τελευταία φορά που τα έλουσε. Οι τελευταίες σαράντα οκτώ ώρες, ωστόσο, υπήρξαν τόσο έντονες, τόσο περιεκτικές, που ευλόγως της φαντάζουν σαν μια ολόκληρη εβδομάδα.

Αιωνιότητα: Οι Συλλέκτες των ΝεκρώνΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα