Κεφάλαιο 70ο

1.1K 122 45
                                    

«Όπως κάποιοι καταλάβατε είμαι η Βασίλισσα Κασσάνδρα. Άλλοι πάλι μπορεί να με ξέρετε ως λαίδη Ντινάιλ- Λουιζίδη ή να μην με γνωρίζετε καθόλου. Αυτό που έχει σημασία όμως δεν είναι το ποια είμαι αλλά αυτά που έχω να σας πω. Επί διακόσια χρόνια οι Γαλαζοαίματοι σας εκμεταλλεύονταν. Αδιαφορούσαν για τα δικαιώματα σας. Υποτίμησαν την αξία της δικής σας ζωής αλλά και των παιδιών σας. Σήμερα είναι η μέρα που αυτό θα τελειώσει. Και ο τρόπος να συμβεί αυτό είναι να ξεσηκωθείτε όλοι σας. Οι Γαλαζοαίματοι μπορεί να έχουν την εξουσία αλλά εσείς έχετε την δύναμη. Φτάνει μόνο να το αναγνωρίσετε. Βγείτε στους δρόμους και δείξτε τους ότι θα αντισταθείτε. Ότι θα σταματήσετε να είστε έρμαιο των διαθέσεων τους. Εγώ η Βασίλισσα Κασσάνδρα σας υπόσχομαι ότι από σήμερα θα είστε ίσοι με εμάς. Εγώ η ίδια θα παλέψω στο πλάι του Μάξιμου Ορφανού και της Επανάστασης. Δεν μένει παρά να κάνετε και εσείς το ίδιο με εμάς»

Η φωνή μου ακουγόταν σε κάθε μεγάφωνο όχι μόνο της Ποσειδωνίας αλλά όλων των Δουκάτων του Βασιλείου. Η εικόνα μου εξέπεμπε σε κάθε κανάλι στην τηλεόραση. Το κλειδί για να νικήσουμε σε αυτό τον πόλεμο ήταν η βοήθεια των κοινών. Και γνωρίζοντας τους ήξερα ότι ο λόγος μου θα ήταν ικανός να τους ξεσηκώσει. Ο Μαξ ήρθε στο μέρος μου και με φίλησε.

«Ήταν τέλειο» ακούστηκε η φωνή του Αρθούρου πριν ανοίξει η πόρτα του δωματίου που βρισκόμασταν και φύλακες εισβάλουν μέσα. Μας τράβηξαν και τους τέσσερις έξω και μας έσυραν σε μια κλούβα.

«Η Βασίλισσα και ο Βασιλιάς θέλουν να σας δουν» αυτός ήταν ο στόχος μας άλλωστε. Να ξεσηκώσουμε πρώτον τους κοινούς και δεύτερον να μπούμε στο παλάτι. Ο στρατός απείχε ελάχιστα από το να φτάσει στο παλάτι και οι κοινοί θα έτρεχαν σε αυτό σύντομα έπειτα από την συμβολή μου μέσω του μηνύματος που τους είχα στείλει.

Η διαδρομή μέχρι το παλάτι πέρασε το δίχως άλλο σαν νερό. Οι φρουροί μας μετέφεραν και τους τέσσερις στην αίθουσα του θρόνου, πάνω στον οποίο καθόταν η Αναστασία. Ο Δούκας του Σαχ δεν ήταν πουθενά. Εκείνη χαμογελούσε. Πίστευε ακόμη ότι είχε το πάνω χέρι. Πόσο παρανοϊκή πια αυτή η κοπέλα.

«Φέρτε τους» διέταξε και η πόρτα άνοιξε ξανά για να μπουν μέσα οι θνητοί με δύο ακόμη φυλακισμένους. Όμως παρατηρώντας τους καλύτερα κατάλαβα. Ο ένας ήταν ο Κρις και η άλλη η Μαρίνα.

«Έπεσες κατευθείαν στην παγίδα. Η αλήθεια ήταν ότι περίμενα εσένα στην Νέα Ασία και όχι τον Κρίστοφερ αλλά δεν μπορώ να αρνηθώ και αυτό το δώρο.»

Φυλακισμένες ΨυχέςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα