Κεφάλαιο 15|| Σον

1K 198 138
                                    

Η αγάπη μοιάζει με τον ατμό. Όσο περισσότερο πιέζεται, τόσο πιο δυνατή γίνεται.

Βίκτωρ Ουγκώ

[...]

Κανένας δεν σκέφτεται τον θάνατο μέχρι να του χτυπήσει τη πόρτα. Τότε όλα αλλάζουν, αποκτούν μια διαφορετική οπτική. Δειλιάζουμε και αρχίζουμε να κλεινόμαστε στο καβούκι μας. Για τον Ντάρεν όμως τα πράγματα ήταν τόσο μπερδεμένα. Μεγάλωσε με την σκιά της απώλειας, η οποία απλωνόταν όλο και περισσότερο, μέρα με τη μέρα, πάνω από τη ζωή του.

Μια μαυρίλα είχε αρπάξει βίαια την παιδικότητα του, τις όμορφες οικογενειάκες στιγμές, το ίδιο του το μέλλον. Όλοι λένε πως η ζωή συνεχίζεται παρά τον θάνατο κάποιου αγαπημένου μας. Μα πως ζεις όταν αυτός που λάτρεψες, κάποιος που είχε το ίδιο αίμα με σένα στις φλέβες του έφυγε χωρίς επιστροφή;

Τον παρατηρούσα από μακρία, παραμένοντας ακίνητος κάτω από ένα ψηλό πεύκο. Μαχόταν με όλο του το είναι για να κρατήσει τα δάκρυα του. Τα χέρια του ήταν χωμένα βαθιά στις τσέπες του, σαν μικρό παιδί κλωτσούσε πέρα δώθε ένα πετραδάκι, μπροστά από το κρύο και άψυχο μάρμαρο. Ο αέρας φυσούσε με μανία, ανακατεύοντας τα ήδη ατίθασα μαλλιά του. Το βλέμμα του, τα καστανά μάτια του, έμειναν καρφωμένα πάνω στο λαξευμένο μνήμα για αρκετά λεπτά, που φάνηκαν σαν αιώνας. Μισούσα τα νεκροταφία... μου έφαιρναν απαίσιες, τόσο απάνθρωπες εικόνες στο μυαλό.

Ένας απότομος λόφος, με μεγάλα δέντρα και λουλούδια, που είχαν πλέον μαραθεί από το πυκνό χιόνι των προηγούμενων εβδομάδων, ήταν το καινούργιο σπίτι αμέτρητων κρύων κορμιών. Στερημένα από ψυχή τα σώματα κείτονταν μέσα σε ξύλινα, ψεύτικα, προσεκτικά φτιαγμένα κάστρα, ντυμένα με καλά ρούχα, στολισμένα επίσημα για να επισκεφτούν με μόνιμη διαμονή την κόλαση ή τον παράδεισο. Η γη να περιμένει υπομονετικά τον καιρό να περάσει, για να κατακτήσει ξανά ό,τι της ανήκει δικαιωματικά, το ίδιο της το δημιούργημα, τον άνθρωπο.

Κάπως έτσι, είχε έρθει και πάλι εκείνη η ημέρα, που κάθε χρόνο ο Ντάρεν αυτοκαταστρεφόταν ολοκληρώτικα μπροστά στα μάτια μου. Και όπως πάντα, μπορούσα να διακρίνω τα ερείπια της ψυχής του. Η στάση του σωματός του από μόνη της μαρτυρούσε όλα όσά δεν ήξεραν οι υπόλοιποι, τον ανείπωτο πόνο, τις άπειρες κραυγές στο κενό, τον επώδυνο χαμό της μεγάλης του αδερφής. Δεν τη θυμόταν, έτσι έλεγε σε όποιον τον ρωτούσε. Κι όμως όσο μικρός κι αν ήταν μου είχε αποκαλύψει μια φορά πως στη μνήμη του το προσωπό της ήταν ζωγραφισμένο με τη παραμικρή λεπτομέρεια.

Το Χρώμα του ΚαπνούΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα