...Ξέρω ότι πονάς,να βοηθήσω θέλω...{04}

Ξεκινήστε από την αρχή
                                    

Αγαπούσε την Αμέλια,δεν υπήρχε καμία αμφιβολία για αυτό.Λάτρευε τα πάντα πάνω της!Την καλοσύνη,την γενναιότητα της,το πείσμα της,την αγάπη της για την ζωή..αυτό την σκότωσε.
Την κρατούσε σαν θησαυρό!Αλλά ένα κομμάτι του,είχε ποθήσει την Ρενέ Έλλιοτ.
Και είχε νιώσει ανακουφησμένος όταν εκείνη έφευγε για συχνά ταξίδια στο εξωτερικό.
Από την μία αισθανόταν υπέροχα που ταξίδευε,αλλά από την άλλη έβλεπε την Αμέλια να μαραζώνει αφού η Ρενέ είχε κόψει επαφές με εκείνη και βλέποντας την έτσι κάτι έσπαγε μέσα του.
«Η ζωή με την Ρενέ θα ήταν κόλαση...»Σκέφτηκε σκυθρωπά ο Νόα.Έβγαλε από μέσα του ένα άκεφο γέλιο.Η ζωή του ήταν ούτως ή άλλως μία κόλαση,κάθε μέρα ένιωθε πως σήκωνε έναν βαρύ σταυρό,τον οποίο θα αναγκαζόταν να κουβαλάει για το υπόλοιπο της ζωής του.
Κάθε μέρα σκεφτόταν πως είχε αποτύχει στο πιο βασικό του καθήκον,στο να προστατέψει την γυναίκα του!
Η Αμέλια τον τελευταίο καιρό φαιρόταν περίεργα,έμοιαζε τρομαγμένη.Περίεργα τηλεφωνήματα με άγνωστο αριθμό φαινόταν να την κάνουν νευρική και απόμακρη και αμέσως μετά έπεφτε στην αγκαλία του αναστατωμένη,σχεδόν έτοιμη να βάλει τα κλάμματα.Και όσες φορές είχε ζητήσει μία εξήγηση εκείνη κλεινόταν στον εαυτό της και περνούσε ώρες ατελείωτες στο δωμάτιο της μικρής Αλίσιας.
Η Αλίσια!Δεν μπορούσε να αντικρίσει το γλυκό και αθώο προσωπάκι της χωρίς να θυμηθεί το όμορφο πρόσωπο της Αμέλιας.Και ήταν αβάσταχτο...
Άλλη μία αποτυχία σαν άνθρωπος...
Πνιγμένος στην θλίψη του δεν άντεχε να ακούει το αδύναμο κλάμμα της ή τα ασταμάτητα γέλια της,πονούσε και ο πόνος δεν ήταν απλός πόνος,ήταν λες και μία λεπίδα μαχαιριού είχε χωθεί στα σωθηκά του και κάθε φορά που άκουγε το κλάμμα ή το γέλιο της,κάποιος του το έμπηγε πιο βαθειά!
Ο Νόα γύρισε στο τραπέζι προσπαθόντας να συνεφέρει το μυαλό του και να συνεχίσει την δουλειά που είχε αφήσει στην μέση.
Έπιασε το σημειωματάριο του,το οποίο έλεγε το ποσό της παραγωγής αυτού του μήνα,έπρεπε να δοκιμάσει κάθε είδος κρασιού που είχε φτιάξει.
Πίεσε τον εαυτό του να σταματήσει να σκέφτεται και άρπαξε το ποτήρι ατσούμπαλα,και μόλις δοκίμασε το περιεχόμενο του έκανε έναν μορφασμό.
«Στυφό!»έπιασε το ποτήρι με το νερο για να ξεπλήνει το στόμα του από την πικρή γεύση που του είχε αφήσει το κρασί.
Και τότε είδε την Ρενέ από την μικρή χαραμάδα να μιλάει με κάποιον που δεν μπορούσε να καταλάβει ξεκάθαρα.
Ποιος διάολος ήταν...
Σηκώθηκε λοιπόν αποφασισμένος και άνοιξε ελάχιστα την πόρτα του οινοποιείου.
Διάολε!Τα μάτια του άστραψαν από οργή μόλις είδε την Ρενέ να μιλάει με τον Άντριαν.
Ο Άντριαν Ντίσον στην αρχή του φαινόταν συμπαθής και τον είχε προσλάβει χωρίς πολλά πολλά,το βιογραφικό του άλλωστε δεν τον άφηνε αδιάφορο.Αργότερα είχε διαπιστώσει πως έκανε τα γλυκά μάτια στην Αμέλια και του είχα δώσει ρητές εντολές να μην ξαναπλησιάσει την γυναίκα του.Ο τύπος όσο καλός φαινόταν,άλλο τόσο κάθαρμα ήταν,αλλά δεν μπορούσε να τον απολύσει,του ήταν απαραίτητος.
«Νόα είσαι καλά;»άκουσε την φωνή του Μαρκ,του καλήτερου του φίλου και έστρεψε το σώμα του για να τον αντικρήσει.
«Μου φαίνεται πως η κατάσταση σου χειροτερεύει φίλε μου.»
«Είμαι καλά Μαρκ.»γρύλισε και απομακρύνθηκε από την πόρτα.Ο φίλος του γέλασε άκεφα και πέταξε κάτι φακέλους στο τραπέζι.
«Η καινούργια παραγωγή του προηγούμενου μήνα,συνεπείρε τους πελάτες του εστιατορίου του φίλου του πατέρα σου Νόα,τι λες μπορούμε να τα καταφέρουμε;»
«Δεν νομίζω αδερφέ..»είπε πικραμένα και του έδειξε το κρασί στο τραπέζι.
Ο Μαρκ άπλωσε το χέρι του και έπιασε το ποτήρι.
«Μμ πικρό...»αναφώνησε«Όμως μπορούμε να το διορθώσουμε Νόα,μην σε πέρνει από κάτω.»

Σαν το καλό κρασιΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα