Κεφάλαιο 11 {Β}|| Σον

1.1K 179 159
                                    


Κάποιος είπε πως φοβάσαι το σκοτάδι, σε παρακαλώ μη φοβηθείς να μ'αγαπήσεις!

[...]

Κρύος ιδρώτας έτρεχε στο μέτωπο μου. Η ανάσα μου κοφτή. Ένιωθα τα πόδια μου να με εγκαταλείπουν καθώς έτρεχα πάνω στο χιόνι, που είχε καλύψει το δρόμο, προσπαθώντας να μην γλιστρήσω. Γύρισα το κεφάλι μου φευγαλέα, μόνο για να δω τον Ντάρεν να χαζογελάει, τρέχοντας λαχανιασμένος από πίσω μου. Ξανακοίταξα μπροστά μου και συνέχισα τη τρελή πορεία μου πάνω στο κατάλευκο πέπλο που είχε απλωθεί στη μικρή μας πόλη.

Πόσο χαζό; Ήμασταν στη καρδιά του Δεκέμβρη και όμως ακόμα και το κρύο δεν μας εμπόδιζε από το να εξακολουθούμε να χανόμαστε στη κόλαση μας. Ίσως, έφταιγαν τα ναρκωτικά, τα οποία έρρεαν στο αίμα μας εκείνη τη στιγμή. Ίσως, έφταιγε η στιγμιαία δύναμη που πρόσφεραν και μας έκανε να αισθανόμαστε αθάνατοι. Τελικά, τι έφταιγε;

Κάποιος θα μπορούσε να πει πως ήμασταν απλά δύο έφηβοι, μαγεμένοι από την αδρεναλίνη που μας πρόσφερε η νεότητα.

''Σταμάτα!'' ο Ντάρεν με παρακάλεσε με μια δυνατή φωνή, γεμάτη απελπισία.

Έκανα όπως είπε, και έμεινα ακίνητος στη θέση μου. Τότε έπεσε κάτω στο χιόνι, ξέπνοος. Άρχισα να γελάω σαν ηλίθιος. Ένιωθα την ενέργεια να εξαπλώνεται σε κάθε σπιθαμί του κορμιού μου. Ένα ήταν το σίγουρο, πως αυτή η αίσθηση δεν θα κρατούσε για πολύ. Κρίμα, γιατί άμα ήταν στο χέρι μου θα την αποθήκευα μέσα μου για πάντα, μέχρι τη στιγμή που θα άφηνα τη τελευταία μου πνοή.

''Πάμε για ποτό!'' πιο πολύ δήλωσα παρά πρότεινα, θέλοντας να κατευνάσω όλο αυτό το τρομερό κάψιμο, που διέτρεχε το σώμα μου, με κάποιο τρόπο.

Ο Ντάρεν δεν απάντησε αμέσως. Χαμογέλασε, τεντώθηκε πάνω στο κρύο, λευκό πάπλωμα της γης και κοίταξε τον ουρανό, γοητευμένος από το σύμπαν.

Έστρεψα το βλέμμα μου προς το φεγγάρι. Ήταν μεσάνυχτα και παρά την ψυχρή ατμόσφαιρα, ο νυχτερινός ουρανός φαινόταν ολοκάθαρα. Τα άστρα να ζητάνε με απόγνωση τη ζεστή αγκαλιά της Σελήνης.

Για κάποιο περίεργο λόγο κάθε φορά που αντίκριζα το φεγγάρι στο μυαλό μου ερχόταν πάντα εκείνη. Η ελπίδα μου, ένα κομμάτι από το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον μου.

''Ας μη πάμε πουθενά σήμερα!'' είπε μετά από λίγα δευτερόλεπτα σιωπής, ξεφυσώντας με ανακούφιση. Φαινόταν τόσο χαλαρός, ανέμελος και ξέγνοιαστος.

Το Χρώμα του ΚαπνούΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα