Κεφαλαιο 39 : Μπλεξίματα πάλι

3.5K 338 5
                                    

"Κωστα χωριζουμε" ειπα. Δεν περίμενα το παρακατω. Αρχισε να γελα. Να γελα παρα πολυ δυνατά. Οταν σταματησε ειπε
"Κοροιδευεις;" 
"Οοοοοχι. Κωστα ξερω τι εκανες οταν εμενα με βασανιζαν ενταξει;Και δεν απόλαυσα καθολου το θεαμα. Επισης χθες.... Χθες με.. με. Γιατί εφυγες και με αφησες; Γιατι το εκανες αυτο; Γιατι με πηρες εκει;"  ειπα και δακρυα ετρεξαν απο τα ματια μου.
"Λιλυ το ηθελες και συ. Σε ρώτησα και ειπες ενταξει. Δεν το εκανα μονος μου."  θα με βγαλει εκτος εαυτου ο μαλακας. Δεν το πιστεύω.
"Κωστα δεν ηξερα τι εκανα. Δεν ημουν ο εαυτος μου. Δεν λέω ότι με εκμεταλλευτηκες αλλα δεν θα εκανα ποτε αυτά τα πράγματα εκεινη την ημέρα."  ειπα προσπαθοντας να μην του ριξω όλο το φταιξιμο.
"Λιλυ δεν θα πεις οτι σε βιασα τωρα. Δεν ειδα να παραπονιεσαι καθολου οταν τα εκανα ολα αυτα" τοτε δάκρυα ετρεξαν απο τα ματια μου και προσπαθουσα να καλυψω τους λυγμους μου καλύπτοντας το στωμα μου με το ελευθερο χερι μου και πιεζωντας τα ματια μου να μεινουν ανοιχτα.
" Κωστα αντιο. Τελειωσαμε. "
" Λιλυ μην τολμησεις να κλεισεις. Μην τολμησεις. Θα σου κανω την ζωη σου κολαση...." το εκλεισα αμεσως μη θελοντας να ακουσω τιποτα αλλο και πηγα στο δωματιο μου και αφησα τα δακρυα μου και τους λυγμους μου να βγουνε ανεξελεγκτα. Ευτυχως η μαμα και ο Μιχαλης ηταν στον κηπο ετσι δεν ακουσαν τιποτα. Αποκοιμηθηκα εκει και κατα τις 3 τα ξημερωματα ξυπνησα. Ενιωθα ανασφαλης και μονη. Φοβομουνα το σκοταδι μετα απ'οτι εγινε. Σηκωθηκα πανω. Αναψα γρηγορα οτι φωτα υπήρχαν στο δωματιο και εκατσα λιγο στο γραφειο μου. Δεν μπορουσα ήταν πολυ μικρο το δωμάτιο για μενα. Πηγα κάτω στον καναπέ και ειδα τον Πάρι να κοιμαται πάνω στον ένα καναπέ . Έτσι αποφάσησα να πάω να καθησω στον αλλο . Τον παρακολουθούσα να κοιμάται .Είχα πεινάσει κάπως . Σηκώθηκα πήγα στην κουζινα και άνοιξα το ψυγειο . Αμέσως ενας  κόμπος στο στομάχι εμφανίστηκε και αποφασησα να πιω απλά λίγο νερό. Μέχρι να επιστρέψω στον καναπέ ο Πάρις είχε εξαφανιστεί. Έλεγξα αν όλες οι πόρτες και τα παράθυρα ήταν κλειδωμένα και ευτυχώς όλα ήταν κλειδωμένα . Πήγα και ξάπλωσα στον καναπέ και αποκοιμήθηκα . Ξύπνησα το επομενο πρωί απο την φασαρία που η μητέρα μου με τον Μιχάλη έκαναν για να φτιάξουν προγευμα και έτσι πήγα γρήγορα γρήγορα πάνω στο δωμάτιο μου για να ετοιμαστώ έτσι ωστε να προλάβω να πάω με τα πόδια στο σχολείο . Όταν κατέβηκα κάτω και πήγα να βγω απο την πόρτα η μαμα με σταματησε ενω ο Παρις καθοταν στον πάγκο της κουζίνας τρώγωντας δημητριακα απο ένα μπολ.
"Που πας; " είπε . Τι που πάω;
"Σχολείο ξέχασες; "
"Δεν θα πας μόνη. Τις παλιές σου συνήθειες να τις ξεχασεις " είπε .Δηλαδή τι εννοούσε ;
" Δηλαδή τι; Θα με παρεις απο το χεράκι να με πάς στο σχολειο ;" 
"Νεαρή μου εμένα μην μου μιλας έτσι και αν χρειαζοταν ναι θα σε έπαιρνα απο το χερακι για να σε πάω στο σχολείο  . Αλλά ευτυχώς τώρα δεν χρειαζεται θα σε πάει ο Πάρις " αμέσως εγω και ο Πάρις μείναμε με ανοικτό το στώμα μέχρι που αυτος μιλησε
"Όχι δεν την παίρνω . Ας την πάρει ο μπαμπας " τιτιτιτιτιτι ; νομιζα πως  είμασταν εντάξει . Τον κοίταξα με βλέμμα που έδειχνε πόσο θυμωμένη και προδομένη ένιωθα και είπα

MbiMb  ✔ (Pt.1)Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα