Χαρά/Πρόλογος

17 1 0
                                    

Κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ενενήντα, ο Άμβρος, ένα όμορφο, μικροσκοπικό αγοράκι γεννήθηκε. Είχε μεγάλα καστανά μπιρμπιλωτά μάτια και ροδοκόκκινα μάγουλα. Μέσα στο θάλαμο ήταν το μόνο αγοράκι και όλες οι νοσοκόμες ήταν από πάνω του και τον πρόσεχαν συνεχώς, όλη η οικογένεια του ήταν μαζεμένη και το χάζευε. Ήταν περικυκλωμένο από αγάπη και στοργή. Ζούσε σε ένα μεγάλο σπίτι, με μια μεγάλη βεράντα που κάθε μέρα έπαιζε, γέλαγε, έτρεχε, πολλές φόρες χτυπούσε, αλλά ποτέ κάτι σοβαρό, κάνα σχισμένο γόνατο, όπως κάθε παιδάκι σε αυτήν την ηλικία. Μεγάλωνε μαζί με τη μαμά του, τη γιαγιά του, τη θεία του και τον παππού του, την μόνη αντρική φιγούρα μέσα στο σπίτι καθώς ο πατέρας του τον εγκατέλειψε όταν ήταν μόλις πέντε μηνών. Δεν τον πείραζε όμως, για εκείνο η οικογένεια του του έμοιαζε σαν μια φυσιολογική οικογένεια σαν τις άλλες. Οι μέρες κυλούσαν ξένοιαστα, με την οικογένεια να <<κακομαθαίνουν>> τον Άμβρο εκτός από τη μαμά. Η οποία φώναζε στους υπόλοιπους να σταματήσουν. Ήταν η αυστηρή φιγούρα μέσα στο σπίτι, σαν κάποιες αστυνομικές ταινίες που κάποιος θα υποδύεται τον κακό αστυνομικό. Κανείς όμως δεν την άκουγε όλοι συνέχιζαν να πηγαίνουν το Άμβρο στην παιδική χαρά ή στον παιδότοπο, όλοι του αγόραζαν φανταχτερά παιχνίδια, όλοι βέβαια, και κυρίως η μαμά του, τον είχαν σαν θησαυρό. Όλα ήταν υπέροχα και ο μικρούλης μας περνούσε καταπληκτικά, μέχρι που έφτασαν τα τρίτα του γενέθλια...


Όλα θα παν καλάWhere stories live. Discover now