Laughing Jacks origins

2.5K 157 163
                                    

Αφιερωμένο στον/στην elli1s4unicorn
Και όλους όσους ήταν αρκετά υπομονετικοί και δεν με σκότωσαν.

Όλα άρχισαν ένα χριστουγεννιάτικο βράδυ τον Δεκέμβριο του 1500 στο Λονδίνο της Αγγλίας, σε ένα μικρό σπίτι όπου έμενε ένα μοναχικό εφτάχρονο αγόρι με το όνομα Ισαάκ.
Ο Ισαάκ δεν είχε κανέναν φίλο στο κόσμο και ήταν πάντα θλιμμένος. Ενώ αλλά παιδιά περνούσαν τα Χριστούγεννα με την οικογένεια τους, χαρούμενα ανυπομονώντας να ανοίξουν τα δώρα που ήταν κάτω από τα πανέμορφα στολισμένα χριστουγεννιάτικα δέντρα, ο Ισαάκ τα περνούσε μόνος του πάνω στην κρύα, σκονισμένη σοφίτα που χρησιμοποιούσε σαν δωμάτιο. Οι γονείς του ήταν πολύ φτωχοί, έτσι ο πατέρας του αναγκαζώταν να δουλεύει συνεχώς για να μπορεί να παρέχει τα απαραίτητα στην οικογένεια του. Πολλές φορές γύριζε μεθυσμένος στο σπίτι αφού τον είχαν διώξει έξω από κάθε μπαρ στο Λονδίνο και μάλωναν με την γυναίκα του. Πολλά βράδια έφτανε ακόμα και στο σημείο να την χτυπάει ή ακόμα και να την βιάζει και εκείνο το βράδυ ήταν ένα από αυτά. Μόνο όταν τα ουρλιαχτά και οι φωνές σταμάτησαν ο Ισαάκ κατάφερε να κοιμηθεί. Ονειρεύτηκε πως θα ήταν να είχε και αυτός έναν φίλο, πως θα ήταν αν ήταν χαρούμενος σαν τα άλλα παιδιά του Λονδίνου.
Το επόμενο πρωί τον περίμενε μια έκπληξη. Όταν σηκώθηκε από το κρεβάτι πρόσεξε ένα παράξενο ξύλινο κουτί δίπλα από το πόδι του κρεβατιού του. Ο Ισαάκ κοίταξε το κουτί παραξενεμένος. Δεν ήταν συνηθισμένος σε δώρα. Τα μόνα παιχνίδια που είχε τα είχε βρει πεταμένα στον δρόμο ή μέσα σε κάδους απορριμμάτων. Το έπιασε στα χέρια του και άρχισε να παρατηρεί τα σχέδια που ήταν ζωγραφισμένα στο κουτί. Πάνω του έγραφε Laughing Jack in a box. Του φάνηκε παράξενο γιατί είχε ακούσει για Jack in a box αλλά όχι για Laughing Jack in a box. Πρόσεξε πως το κουτί είχε έναν μοχλό. Άρχισε να γυρνάει τον μοχλό και περίμενε για τον ψεύτικο κλόουν να πεταχτεί, αλλά τον βρήκε απογοήτευση όταν το κουτί δεν έκανε τίποτα παραπάνω από το να παίξει το "Pop goes the weasel". Σκέφτηκε πως μάλλον ήταν χαλασμένο ή κάτι τέτοιο. Άκουσε την μητέρα του να του φωνάζει να κατέβει στο σαλόνι. Η οικογένεια του Ισαάκ δεν είχε αρκετά λεφτά για να τον στείλει σχολείο, έτσι η μητέρα του του έκανε μάθημα στο σπίτι. Ο Ισαάκ έτρεξε τις σκάλες και βρέθηκε στο σαλόνι με την μητέρα του. Πρόσεξε πως στο πρόσωπο της υπήρχε μια μεγάλη μελανιά από χθες το βράδυ. Ο Ισαάκ μόρφασε και προσπάθησε να αποφεύγει να κοιτάει το πρόσωπο της. Όταν ήρθε η ώρα για διάλειμμα ο Ισαάκ έτρεξε πάνω στο δωμάτιο του και κλείδωσε την πόρτα του. Κάθισε πάνω στο κρεβάτι του και άρχισε να κλαίει. Γιατί δεν μπορούσε η οικογένεια του να είναι ευτυχισμένη όπως οι άλλες οικογένειες;
Γιατί δεν μπορούσε να έχει έναν φίλο όπως τα υπόλοιπα παιδιά;
"Γιατί κλαις;" ο Ισαάκ αναπήδισε έκπληκτος όταν άκουσε μια φωνή να έρχεται από την άκρη του κρεβατιού του. Κοίταξε προς την κατεύθυνση απ'όπου είχε έρθει η φωνή. Εκεί στεκόταν ένας άντρας με κόκκινα μαλλιά, βαμμένο πρόσωπο και πολύχρωμα ρούχα. Ήταν... Ένας κλόουν;
Μα τι γυρεύει ένας κλόουν μέσα στο δωμάτιο του;
"Ποιος είσαι;" τον ρώτησε μπερδεμένος ο Ισαάκ. "Είμαι ο Γελαστός Τζακ!" του απάντησε ο κλόουν χαμογελώντας. "Τι κάνεις στο δωμάτιο μου;" ρώτησε ο Ισαάκ ακόμα μπερδεμένος "Είμαι εδώ για να παίξουμε!" "Να παίξουμε;" "Ναι, να παίξουμε!" "Πως μπήκες στο δωμάτιο μου;" ρώτησε ο Ισαάκ. Ο Τζακ έδειξε με το δάχτυλο του το πολύχρωμο κουτί που είχε βρει το πρωί. Είχε ανοίξει! Μα πως χώρεσε ο Τζακ εκεί μέσα;
Ήταν πολύ ψηλός...
"Από το κουτί; Μα... Πως χώρεσες εκεί μέσα;" ο Τζακ γέλασε "Εγώ δεν είμαι φυσιολογικός άνθρωπος, είμαι ένας φανταστικός φίλος!" ο Ισαάκ είχε ξανακούσει για φανταστικούς φίλους, πως ήταν ψεύτικοι και ότι μόνο τα παιδιά που τους είχαν για φίλους μπορούσαν να τους δουν. "Δηλαδή είσαι... Ψεύτικος;" ο Τζακ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του "Όχι, είμαι αληθινός, απλώς μπορώ να κάνω πράγματα που οι φυσιολογικοί άνθρωποι δεν μπορούν να κάνουν." "Σαν τι δηλαδή;" ο Τζακ άπλωσε το χέρι του στον Ισαάκ. Κρατούσε καραμέλες. "Θέλεις μερικές; μπορείς να πάρεις όσες θες, δεν τελειώνουν ποτέ!" ο Ισαάκ θυμήθηκε που οι γονείς του του έλεγαν να μην παίρνει γλυκά από ξένους "Τι συμβαίνει, δεν σου αρέσουν οι καραμέλες;" ρώτησε ο Τζακ κάπως ανήσυχος. "Όχι δεν είναι αυτό. Είναι που... Οι γονείς μου μου λένε να μην παίρνω γλυκά από ξένους." ο Τζακ τον κοίταξε μπερδεμένος "Μα... Αφού είμαστε φίλοι, σωστά; και εγώ δεν είμαι ξένος, αφού σου είπα το όνομα μου, σωστά;" ο Ισαάκ αφού το σκέφτηκε για λίγο, τελικά άπλωσε το χέρι του και πήρε μια από τις καραμέλες, την ξετύλιξε και την έφαγε. Είδε με την άκρη του ματιού του τον Τζακ να χαμογελά "Ισαάκ, θα περάσουμε τέλεια! Θα παίζουμε, θα λέμε αστεία, θα..." "Τι θα παίζουμε;" τον ρώτησε ο Ισαάκ με το στόμα του ακόμα μπουκουμένο με την καραμέλα. "Ότι παιχνίδι θέλεις!" του απάντησε ο Τζακ ενθουσιασμένος. Ο Ισαάκ χαμογέλασε... Αλλά το χαμόγελο του εξαφανίστηκε όταν θυμήθηκε πως το διάλειμμα είχε τελειώσει και πως τώρα έπρεπε να πάει να του κάνει η μητέρα του μάθημα. "Δεν μπορώ να παίξω τώρα... Έχω μάθημα με την μαμά." "Δεν πειράζει, θα σε περιμένω!" του απάντησε ο Τζακ πάντα χαμογελαστός. Ο Ισαάκ τον κοίταξε για μια τελευταία φορά πριν κατέβει στο σαλόνι όπου τον περίμενε η μητέρα του.
Όταν το μάθημα τελείωσε, ο Ισαάκ έτρεξε ενθουσιασμένος στο δωμάτιο του. Η μητέρα του πρόσεξε πως ο γιος της έμοιαζε πιο ενθουσιασμένος απ'ότι συνήθως "Γιατί βιάζεσαι τόσο;" τον ρώτησε. "Θέλω να δω τον καινούριο μου φίλο, τον γελαστό Τζακ!" της απάντησε ο Ισαάκ με ένα χαμόγελο ως τα αυτιά. "Γελαστός Τζακ; τι είναι αυτό, κάποιου είδους αστείο;" "Όχι, είναι πάνω, στο δωμάτιο μου. Αν θες έλα να τον γνωρίσεις!" η μητέρα του τον ακολούθησε καθώς εκείνος ανέβαινε τρέχοντας τις σκάλες. "Τζακ, έλα, η μαμά μου θέλει να..." ο Τζακ δεν ήταν πουθενά. "Λοιπόν;" ρώτησε η μητέρα του με έναν εκνευρισμένο τόνο στην φωνή της. "Μα... Ο Τζακ... Δεν καταλαβαίνω... Αφού..." ένιωσε ένα δυνατό χαστούκι στο μάγουλο του. "Δηλαδή όλο αυτό ήταν ένα αστείο;" του φώναξε εξοργισμένη η μητέρα του. "Νομίζεις πως εγώ έχω χρόνο και ενέργεια για τα ανόητα αστεία σου; έτσι και αλλιώς ποιος θα ήθελε ποτέ του να γίνει φίλος με κάποιον άχρηστο σαν εσένα;". Ο Ισαάκ έκλεισε τα μάτια του σφιχτά, προσπαθώντας να μην κλάψει. "Συγγνώμη μαμά..." της είπε τελικά, ξέροντας πως ότι άλλο και να της έλεγε απλώς θα την θύμωνε περισσότερο. "Ωραία, αλλά να ξέρεις πως δεν έχει βραδινό για απόψε." και με αυτά τα λόγια η μητέρα του βγήκε από το δωμάτιο και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Ο Ισαάκ στάθηκε ακίνητος για μερικά δευτερόλεπτα και μετά ακούμπησε το μάγουλο του, εκεί που ένιωθε το τσούξιμο από το χαστούκι. "Συγνώμη..." ο Ισαάκ γύρισε και κοίταξε πίσω του και είδε τον Τζακ να βγαίνει από το ντουλάπι του. "Γιατί κρύφτηκες;" ρώτησε ο Ισαάκ νιώθοντας προδομένος "Συγνώμη... Έπρεπε να σου το είχα πει... Βλέπεις, αν οι γονείς σου με δουν δεν θα μας αφήσουν να παίζουμε μαζί." ο Ισαάκ κοιτούσε το πάτωμα θλιμμένος "Μικρέ... Συγγνώμη, εντάξει;" "Δεν πειράζει." είπε τελικά ο Ισαάκ "Δεν είναι και η πρώτη φορά που η μαμά μου είναι κακιά μαζί μου." ο Τζακ χαμογέλασε "Λοιπόν, τι θες να παίξουμε;" ο Ισαάκ έμεινε για λίγο σιωπηλός. "Δεν ξέρω..." "Λοιπόν, έχω μια ιδέα!" του απάντησε ο Τζακ. Με ένα τίναγμα του χεριού του οι ξύλινοι στρατιώτες του Ισαάκ πήραν ζωή και άρχισαν να περπατάνε στο δωμάτιο. Ο Ισαάκ κοιτούσε τον Τζακ εντυπωσιασμένος και ο Τζακ του χαμογελούσε. Μετά ο Τζακ και ο Ισαάκ άρχισαν να λένε ιστορίες με φαντάσματα ο ένας στον άλλον. Ο Ισαάκ ρώτησε τον Τζακ αν ήταν φάντασμα και ο Τζακ του απάντησε πως ούτε ο ίδιος δεν ήταν σίγουρος για το τι ήταν. Λίγο πριν πάει ο Ισαάκ για ύπνο, ο Τζακ έβγαλε μερικές καραμέλες από την τσέπη του και του τις έδωσε. Ο Ισαάκ έφαγε τις καραμέλες σαν να μην είχε γευτεί ποτέ του κάτι τόσο γλυκό. Από τότε ο Τζακ και ο Ισαάκ έπαιζαν κάθε μέρα και μετά από τόσα χρόνια που ο Ισαάκ ζούσε χωρίς φίλους και χωρίς να χαμογελά, επιτέλους τα πράγματα έμοιαζαν να καλυτερεύουν για αυτόν... Μέχρι αυτό που συνέβη τρεις μήνες μετά.

Creepypasta (Greek)Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα