κεφάλαιο 12

6.8K 517 8
                                    

Η ταινία έφτανε στο τέλος της όταν ο Στέφανος αντιλήφθηκε πως η Έλενα είχε κοιμηθεί. Στην αρχή σχολιαζε αρκετά για άσχετα πράγματα. Για τα ρούχα των ηθοποιών, για τις αποτυχημένες -κατά τη γνώμη της -ερμηνείες και για πολλά άλλα. Ήταν φανερό ότι προτιμούσε μια ρομαντική κωμωδία απο τις ταινίες που έβλεπε αυτός.
Πήρε τα μάτια του από την οθόνη και τα έστρεψε σε αυτήν. Είχε βολέψει το κεφάλι της στα μαξιλάρια του καναπέ και έγυρε πάνω τους. Εκείνος έμεινε να την κοιτάει για λίγο, η σταθερή της αναπνοή σε συνδυασμό με το χαμηλό φωτισμό του μετέδιδαν τη γαλήνη που και εκείνη ένιωθε. Απρόθυμα γύρισε το σώμα του προς τη μεριά της και τη χαϊδεψε στα μαλλιά.

Στ: Έλενα...είσαι κουρασμένη, πήγαινε να κοιμηθείς.
Της ψιθύρισε αλλά δεν πήρε απάντηση. Κοιμόταν πιο βαθιά από ότι περίμενε και δεν ήθελε να επιμένει. Χωρίς να το σκεφτεί πολύ, έκλεισε τη τηλεόραση και την πήρε στην αγκαλιά του. Την μετέφερε στη κρεβατοκαμαρα του. Χωρίς να την ξυπνήσει την ακούμπησε απαλά πάνω στα σκεπάσματα.Της ξεκουμπωνε αργά το πουκάμισο ενώ χάζευε το δαντελενιο σουτιέν της, μη θελωντας να την ενοχλήσει απομάκρυνε το πουκάμισο και συνέχισε με το παντελόνι της. Την άφησε εκτεθειμένη μπροστά του. Χαμογέλασε αχνά στη θυμηση της βραδιάς που την είχε ξεντυσει λίγες μέρες πριν. Την είδε να κουλουριαζεται. Τη σκεπασε με το σεντόνι του.
Ήταν στο μπάνιο όταν αυτή άνοιξε ελάχιστα τα βλέφαρα της επειδή μύρισε το άρωμα του, ήταν παντού στο δωμάτιο. Νόμιζε πως ονειρεύεται και έσφιξε το σεντόνι στις παλάμες της απολαμβανοντας την μυρωδιά του. Έτσι αποκοιμήθηκε.
Ο Στέφανος ήταν κάτω από το παγωμένο νερό. Ως συνήθως περίμενε το σώμα του να λυγίσει από το κρύο, να φτάσει το πάγο που είχε μέσα του, να τον ενισχύσει παγωνοντας κάθε συναίσθημα. Τα συναισθήματα είναι για τους αδύναμους. Του έλεγαν και του ξαναελεγαν άνθρωποι της νύχτας, η οικογένεια του. Χάρη σε εκείνους έφτασε ως εδώ, χάρη σε εκείνους κατάφερε τόσα.
Όταν το σώμα του μουδιασε αρκετά, τυλιχτηκε με μια πετσέτα και γύρισε στο δωμάτιο. Ήταν ακόμα εκεί, κοιμόταν και για έναν ανεξήγητο λόγο ήθελε να βρεθεί δίπλα της. Άφησε τη πετσέτα και φόρεσε ένα από τα μποξερακια. Ύστερα γλίστρησε κάτω από τα σκεπάσματα.
Την παρατηρούσε για αρκετή ώρα, τα βλέφαρα της τρεμοπαιζαν και ένα χαμόγελο είχε ζωγραφιστει στα χείλη της. Σαν υπνοτισμενος έφερε το χέρι του στο μάγουλο της και την ακούμπησε τρυφερά. Τόσο όμορφη...Σκέφτηκε. Το κρύο άγγιγμα του την έκανε να σφίξει περισσότερο το σεντόνι. Ήθελε τόσο να την αγγίζει...έμοιαζε τόσο ευαίσθητη, τα μισάνυχτα της χείλη τον καλουσαν αλλά προτίμησε απλά να τα χαζεύει, ήταν πιο ασφαλές έτσι. Έκλεισε τα μάτια του και κοιμήθηκε . Έτσι πέρασε η νύχτα. Αλλιώς τους βρήκε το πρωί.
Τους βρήκε ενωμένους. Το σώμα της κάλυπτε το δικό του. Το σαγόνι της ήταν στον ώμο του, το δεξί της χέρι αγκάλιαζε το ζεστό πλέον κορμί του και τα πόδια τους είχαν μπλεχτεί. Αυτός που άνοιξε πρώτος τα μάτια του ήταν ο Στέφανος και αυτό επειδή ένιωθε τη καρδία της. Λάτρευε να την έχει τόσο κοντά του και δε δυσανασχετουσε που δε μπορούσε να κινηθεί. Τοποθέτησε το αριστερό του χέρι πίσω από το σβέρκο και έκλεισε ξανά τα μάτια του, εκμεταλλευοταν τη κατάσταση στο έπακρο. Δεν πέρασε ώρα μέχρι να ξυπνήσει και εκείνη. Άνοιξε δειλά-δειλά τα μάτια της αλλά το φως την ανάγκασε να τα ξανακλεισει. Επανακτουσε τον έλεγχο του σώματος της. Συνέχισε να ονειρεύεται και άφησε το χέρι της να εξερευνήσει το άτομο από κάτω της.
Πέρασε τα δάχτυλα της πάνω από τον κάθε κοιλιακό και κατέληξε στο κάτω μέρος της κοιλιάς. Ακούμπησε τη παλάμη της στο στήθος του και χαιδεψε εκείνο το σημείο.Σταμάτησε απότομα όταν αντιλήφθηκε πως δεν ήταν όνειρο.

Ο δολοφόνος ή ο έρωτας σουΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα