Λένε πως υπάρχουν πολλοί άνθρωποι δίπλα σου στα καλά αλλά λίγοι στα άσχημα.
Τι γίνεται όμως αν αυτοί που σου δυσκολεύουν τη ζωή είναι πολλοί και αυτοί που την κάνουν όμορφη τόσο λίγοι;
Αυτό είναι το ερώτημα που βασανίζει την Αναστασία τα τελευταία...
К сожалению, это изображение не соответствует нашим правилам. Чтобы продолжить публикацию, пожалуйста, удалите изображение или загрузите другое.
Κάθε φορά που ο Γιώργος βρίσκεται στην Αθήνα μαζί μου, αισθάνομαι λες και μπορώ να κατακτήσω τον κόσμο όλο.
Την πρώτη μέρα που ήταν κοντά μου δεν κάναμε τίποτα ιδιαίτερο. Ήθελα απλά να βρίσκομαι στην αγκαλιά του και να μη βγω ποτέ.
Ακόμα νιώθω μερικές φορές ότι θα φύγει μακριά μου και πως το φιλί του Ορέστη θα καταστρέψει τη σχέση μας.
Όμως, τώρα που ξημερώνει η Κυριακή και είναι δίπλα μου, τα γεγονότα της Παρασκευής μου φαίνονται σαν μακρινή ανάμνηση.
Τον κοιτάω να κοιμάται και δεν μπορώ να μη χαμογελάσω. Είναι τόσο όμορφος που κανονικά θα έπρεπε να είναι παράνομο. Από τις μακριές του βλεφαρίδες μέχρι τα γεμάτα χείλη, δεν υπάρχει σημείο του προσώπου του που να μην έχω αγγίξει ή φιλήσει τις τελευταίες ώρες.
Βλέπω τα μάτια του να πεταρίζουν και σταδιακά ανοίγουν. Όταν εστιάσουν πάνω μου, αμέσως ένα χαμόγελο φωτίζει το πρόσωπο του.
Σηκώνει το χέρι του, το τοποθετεί γύρω από τον λαιμό μου και με τραβάει πάνω του. Τα χείλη του βρίσκουν τα δικά μου σε ένα τρυφερό φιλί.
Γιώργος: Καλημέρα.
Η φωνή του ακούγεται βραχνή και κάνει περίεργα πράγματα στο στομάχι μου.
Γιώργος: Γιάντα κοκκίνισες;
Κρύβω το κεφάλι μου στον λαιμού του και τον ακούω που γελάει. Είμαστε μαζί τόσους μήνες αλλά και πάλι κοκκινίζω όταν είμαι κοντά του.