Κεφάλαιο 6

126 19 10
  • Αφιερωμένο στον/ην efakiZ
                                    

Βγήκε από το ξενοδοχείο και έστριψε στη γωνία. Έπεσε πάνω του. Ο άντρας την κοιτούσε έντονα. Η κοπέλα πήγε να φύγει, μα πριν προλάβει να κάνει μεταβολή την κράτησε από το μπράτσο.


Δεσποινίς Δεμερτζή; Η φωνή του ήταν βραχνή και βαθιά. Όσο παράξενος και να ήταν αυτός ο άντρας, σίγουρα αυτή η φωνή δεν ταίριαζε καθόλου στο παρουσιαστικό του.

Ποιος-ς είστε και ..και τι θέλετε; Προσπαθούσε να είναι ψύχραιμη αλλά έτρεμε σαν το ψάρι.

Έχω ένα μήνυμα για σας. Ελάτε μαζί μου σας παρακαλώ.

Δεν υπάρχει περίπτωση! Δεν πάω πουθενά μαζί σου! Άφησέ με αλλιώς θα αρχίσω να φωνάζω! Ήδη όμως φώναζε από τον φόβο της. Εκείνος ταράχτηκε:

Σσσσςςς!! Σε παρακαλώ κάνε ησυχία ο πατέρας σου με στέλνει , απολογήθηκε, πάμε στο απέναντι καφέ να μιλήσουμε δεν θα σε πειράξω. Άλλωστε με τόσο κόσμο να κυκλοφορεί θα ήμουν τρελός να σου κάνω το οτιδήποτε!

Ο πατέρας μου; Εντάξει, πάμε.. , κατέληξε εκείνη μετά από μια σύντομη εξεταστική ματιά. Είχε δίκιο. Με τόσο κόσμο και σε μια καφετέρια, και να ήθελε να την πειράξει , τουλάχιστον θα τον έπιαναν κατευθείαν. Μ' αυτή τη σκέψη χαλάρωσε και πέρασαν μαζί τον δρόμο απέναντι για να φτάσουν στο καφέ.


Κάθισαν σε ένα απόμερο τραπεζάκι και παρήγγειλαν. Όση ώρα περίμεναν τον καφέ τους δεν μιλούσαν για να μην τους διακόψει αργότερα ο σερβιτόρος. Η Κάτια τον παρατηρούσε με κάθε λεπτομέρεια. Πέρα από το παράξενο πρόσωπό του συμπέρανε πως δεν ήταν και τόσο τρομακτικός τελικά. Ήταν ήρεμος ίσως και συμπαθητικός. Φορούσε τζιν και μαύρο κοντομάνικο μπλουζάκι, που τόνιζε ακόμη περισσότερο το γυμνασμένο του κορμί και μαύρα αθλητικά. Δεν την κοιτούσε όπως στο ξενοδοχείο. Αντιθέτως δεν την κοίταζε καθόλου πια. Έβγαλε μια αθλητική εφημερίδα από το σακίδιό του και την διάβαζε ανέμελα. Εκείνη βέβαια ανυπομονούσε να μάθει για τον πατέρα της. Από τότε που έφυγε από την Αθήνα δεν είχε καθόλου νέα του. Όμως ο παράξενος άντρας δεν βιαζόταν να της πει.

Πέρασε αρκετή ώρα αφότου ήπιαν το καφέ τους μα εκείνος δεν έλεγε κουβέντα. Η Κάτια εκνευρίστηκε και σηκώθηκε να φύγει.


Πού πας; , τη ρώτησε γεμάτος απορία.

Φεύγω! Είμαστε μια ώρα εδώ και δεν μου έχεις πει τίποτα για τον πατέρα μου! Προφανώς και με κοροϊδεύεις! , του αντιγύρισε θυμωμένη.

Ένα ζευγάρι κόκκινες γόβες {TYS17 Winner} {GRWattys '15 Winner}Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα