Τα βράδια μού κόβουν την ανάσα

40 5 3
                                        


Άλκης







Απλωμένος και εγώ εκεί χάμου,

στα κακόμοιρα νεκρά μωρά που θα πλαγιάζουν στα πλευρά του Χάρου


με ταλαιπωρημένα, ξηρά μάτια

σα τις στεγνωμένες παλαιωμένες κόλλες 


εξετάζω τα βουνά,

μη τυχόν και με κομματιάσουν οι όρνιθες. 



Ο Ντρέισον και ο Μπλέικ 

μου έδωσαν σινιάλο να τρέξω


να σωθώ


η βόμβα, όμως έπεσε

και διαμέλισε αυτούς τους δυο. 


Πώς να αισθανθώ γι 'αυτό;


καθώς όλα γύρω μου πεθαίνουν

και κωλώνω ακόμα να πω το θα σε παντρευτώ;



Μάλλον είναι τα βράδια,

αυτά φταίνε που δημιουργούν τα τραύματα  


μου υπενθυμίζουν πώς ό, τι όμορφο αγάπησα

έγινε σκληρό κατάλυμα. 


Μάλλον φταίνε τα ράμματα,

οι παραλήψεις


τα κατάγματα

και τα απρόσμενα φαντάσματα.


Νιώθω πώς διαπράττω φονικό,

σε έναν κόσμο φίσκα στον πανικό 


με κεφάλια μονόκλινα,

συνοδευόμενα από στόματα υπέρδιπλα. 




Κλαίω και κλαίγομαι 

Βυθίζω και βυθίζομαι 


κοντεύω στο χάνω και χάνομαι 


στον Νότο οδεύω,

για ένα στίγμα απελευθέρωσης -δες με πού έφτασα- να ζητιανεύω.


Αχχ,

πότε θα ξεκουραστώ; 



Έναν άνθρωπο δίπλα μου θέλω,

γι' όλα αυτά να παραπονεθώ


να μου σταθεί στα πάντα

και να αφεθώ επιτέλους στο να δεθώ. 










ΤΑ ΑΝΕΙΠΩΤΑ (ON GOING)Where stories live. Discover now