''Εγώ κατάλαβα πουλάκι μου, εσύ δεν κατάλαβες... Απλά πήρα να ρωτήσω, το τραπέζι μετά το γάμο θα το κάνετε στο σπίτι σας; Η Τριανταφυλλιά έκλεισε το κέτερινγκ;''

Ο γιος της πήρε μια βαθιά ανάσα να καλμάρει τα νεύρα του που ούτως ή αλλιώς τεντώνονταν εύκολα, πόσο μάλλον τη στιγμή που δεν είχε πιει καφέ, δεν είχε κάνει ένα τσιγάρο και δεν είχε δει τον Έρωτα που θα αισθανόταν περίεργα τόσες ώρες μόνος, ενώ είχε μάθει να ζει μες στις αγκαλιές και τα χάδια επί έναν μήνα. Κατέβασε απαλά τα βλέφαρα να συντονιστεί στο παρόν κι έπειτα στάθηκε μπροστά από το ψυγείο, κοιτώντας το ημερολόγιο.

''Γιατί τέτοια καούρα με το γάμο;'' τη ρώτησε με τα μάτια του να καρφώνονται στον αριθμό έξι και να διαστέλλονται όλο και πιο πολύ.

''Γιατί είναι σήμερα; Αχ Χριστίνα, κάτι έπαθε το παιδί, άκυρα τα ψώνια. Να έρθω από 'κει μωρό μου, χρειάζεσαι τη μανούλα;''

''Εεεε, όχι. Ε, το ξέχασα... Για τις έξι Ιουνίου τον είχαμε κλείσει, ε; Εντάξει μωρέ, θα προλάβω!'' φώναξε ενώ έτρεχε στο γραφείο και ανέβηκε στο στρώμα, χοροπηδώντας. ''Ξυπνήστε αμέσως!'' συνέχισε να φωνάζει με όλη του τη δύναμη τρέχοντας προς τις σκάλες, με τα γόνατά του να λυγίζουν στην άκρη του δεύτερου σκαλιού και τις παλάμες του να κολλάνε βίαια στο πέμπτο μαζί με το πηγούνι του. ''Σκοτώθηκα'', της είπε βάζοντας ξανά το κινητό στο αφτί, προσπαθώντας να συνέλθει από τη ζάλη που του προκάλεσε το τράνταγμα στο κεφάλι, ''Έπαθα διάσειση, σιγουράκι!''

''Αχ ψυχή μου. Είσαι καλά;'' Η Πανωραία πήγε δίπλα του και έπιασε το κεφάλι του κοιτώντας το με προσοχή.

''Γιατί φωνάζεις; Έγινε κάτι, έγινε κάτι κακό;'' ο ποιητής έτρεξε με το αμαξίδιό του και έφτασε κοντά τους.

''Σίγουρα έπαθα διάσειση, όλα γυρίζουν, αλλά πρέπει να βιαστούμε!'' αποκρίθηκε και γύρισε στη μάνα του: ''Μαμά, όλα καλά, θα προλάβουμε, τα λέμε μετά'', της είπε και έκλεισε το τηλέφωνο. ''Παντρευόμαστε... αυτό έγινε. Μα πώς το ξεχάσαμε κι οι τρεις;'' συνοφρυώθηκε τρίβοντας το πηγούνι του.

''Σήμερα; Είσαι σίγουρος;'' αναφώνησε η κοπέλα που η εγκυμοσύνη και τα αγόρια τής είχαν κατακλύσει για τα καλά το μυαλό, ξεχνώντας την ημέρα του γάμου τους.

''Αποκλείεται! Δε θα το θυμόμασταν; Τι μέρα έχουμε να σου πω.'' Ο ποιητής έμπλεξε τα χέρια στο στήθος, σίγουρος πως είχε γίνει κάποιο λάθος, εκείνος το είχε βάλει σκοπό να πάει στον γάμο τους, έστω με στηρίγματα, και όχι στο καροτσάκι του.

Βάλε φαντασία 2 : Τον... κλάψαμε τον μακαρίτηWhere stories live. Discover now